aufrufen
 Verb

κηρύσσω Verb
(0)
εκφωνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Euer Ehren, wir möchten die erste Zeugin aufrufen, Louise "Babe" Bennett.Εντιμότατε, καλούμε την πρώτη μας μάρτυρα, την Λουίζ Μπένετ ή Μπέμπα.

Übersetzung nicht bestätigt

Dann werden wir die Namen aufrufen.-Ο κλητήρας vα καλέσει ονόματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir fahren fort mit dem Namen aufrufen.-Να συvεχιστεί η οvομαστική κλήση.

Übersetzung nicht bestätigt

Lassen Sie die Namen aufrufen.Ο κλητήρας να κάvει οvομαστική κλήση.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden bestimmte Personen aufrufen.Θα επιλέξουμε ορισμένα άτομα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κηρύσσωκηρύσσουμε, κηρύσσομεκηρύσσομαικηρυσσόμαστε
κηρύσσειςκηρύσσετεκηρύσσεσαικηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε
κηρύσσεικηρύσσουν(ε)κηρύσσεταικηρύσσονται
Imper
fekt
κήρυσσακηρύσσαμεκηρυσσόμουν(α)κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν
κήρυσσεςκηρύσσατεκηρυσσόσουν(α)κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν
κήρυσσεκήρυσσαν, κηρύσσαν(ε)κηρυσσόταν(ε)κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν
Aoristκήρυξακηρύξαμεκηρύχθηκα, κηρύχτηκακηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε
κήρυξεςκηρύξατεκηρύχθηκες, κηρύχτηκεςκηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε
κήρυξεκήρυξαν, κηρύξαν(ε)κηρύχθηκε, κηρύχτηκεκηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε)
κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κηρύξει
έχω κηρυγμένο
έχουμε κηρύξει
έχουμε κηρυγμένο
έχω κηρυχθεί
έχω κηρυχτεί
είμαι κηρυγμένος, -η
έχουμε κηρυχθεί
έχουμε κηρυχτεί
είμαστε κηρυγμένοι, -ες
έχεις κηρύξει
έχεις κηρυγμένο
έχετε κηρύξει
έχετε κηρυγμένο
έχεις κηρυχθεί
έχεις κηρυχτεί
είσαι κηρυγμένος, -η
έχετε κηρυχθεί
έχετε κηρυχτεί
είστε κηρυγμένοι, -ες
έχει κηρύξει
έχει κηρυγμένο
έχουν κηρύξει
έχουν κηρυγμένο
έχει κηρυχθεί
έχει κηρυχτεί
είναι κηρυγμένος, -η, -ο
έχουν κηρυχθεί
έχουν κηρυχτεί
είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κηρύξει
είχα κηρυγμένο
είχαμε κηρύξει
είχαμε κηρυγμένο
είχα κηρυχθεί
είχα κηρυχτεί
ήμουν κηρυγμένος, -η
είχαμε κηρυχθεί
είχαμε κηρυχτεί
ήμαστε κηρυγμένοι, -ες
είχες κηρύξει
είχες κηρυγμένο
είχατε κηρύξει
είχατε κηρυγμένο
είχες κηρυχθεί
είχες κηρυχτεί
ήσουν κηρυγμένος, -η
είχατε κηρυχθεί
είχατε κηρυχτεί
ήσαστε κηρυγμένοι, -ες
είχε κηρύξει
είχε κηρυγμένο
είχαν κηρύξει
είχαν κηρυγμένο
είχε κηρυχθεί
είχε κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένος, -η, -ο
είχαν κηρυχθεί
είχαν κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κηρύσσωθα κηρύσσουμε, θα κηρύσσομεθα κηρύσσομαιθα κηρυσσόμαστε
θα κηρύσσειςθα κηρύσσετεθα κηρύσσεσαιθα κηρύσσεστε, θα κηρυσσόσαστε
θα κηρύσσειθα κηρύσσουν(ε)θα κηρύσσεταιθα κηρύσσονται
Fut
ur
θα κηρύξωθα κηρύξουμε, θα κηρύξομεθα κηρυχθώ, θα κηρυχτώθα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε
θα κηρύξειςθα κηρύξετεθα κηρυχθείς, θα κηρυχτείςθα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε
θα κηρύξειθα κηρύξουν(ε)θα κηρυχθεί, θα κηρυχτείθα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κηρύξει
θα έχω κηρυγμένο
θα έχουμε κηρύξει
θα έχουμε κηρυγμένο
θα έχω κηρυχθεί
θα έχω κηρυχτεί
θα είμαι κηρυγμένος, -η
θα έχουμε κηρυχθεί
θα έχουμε κηρυχτεί
θα είμαστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχεις κηρύξει
θα έχεις κηρυγμένο
θα έχετε κηρύξει
θα έχετε κηρυγμένο
θα έχεις κηρυχθεί
θα έχεις κηρυχτεί
θα είσαι κηρυγμένος, -η
θα έχετε κηρυχθεί
θα έχετε κηρυχτεί
θα είστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχει κηρύξει
θα έχει κηρυγμένο
θα έχουν κηρύξει
θα έχουν κηρυγμένο
θα έχει κηρυχθεί
θα έχει κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένος, -η, -ο
θα έχουν κηρυχθεί
θα έχουν κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κηρύσσωνα κηρύσσουμε, να κηρύσσομενα κηρύσσομαινα κηρυσσόμαστε
να κηρύσσειςνα κηρύσσετενα κηρύσσεσαινα κηρύσσεστε, να κηρυσσόσαστε
να κηρύσσεινα κηρύσσουν(ε)να κηρύσσεταινα κηρύσσονται
Aoristνα κηρύξωνα κηρύξουμε, να κηρύξομενα κηρυχθώ, να κηρυχτώνα κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε
να κηρύξειςνα κηρύξετενα κηρυχθείς, να κηρυχτείςνα κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε
να κηρύξεινα κηρύξουν(ε)να κηρυχθεί, να κηρυχτείνα κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε)
Perfνα έχω κηρύξει
να έχω κηρυγμένο
να έχουμε κηρύξει
να έχουμε κηρυγμένο
να έχω κηρυχθεί
να έχω κηρυχτεί
να είμαι κηρυγμένος, -η
να έχουμε κηρυχθεί
να έχουμε κηρυχτεί
να είμαστε κηρυγμένοι, -ες
να έχεις κηρύξει
να έχεις κηρυγμένο
να έχετε κηρύξει
να έχετε κηρυγμένο
να έχεις κηρυχθεί
να έχεις κηρυχτεί
να είσαι κηρυγμένος, -η
να έχετε κηρυχθεί
να έχετε κηρυχτεί
να είστε κηρυγμένοι, -ες
να έχει κηρύξει
να έχει κηρυγμένο
να έχουν κηρύξει
να έχουν κηρυγμένο
να έχει κηρυχθεί
να έχει κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένος, -η, -ο
να έχουν κηρυχθεί
να έχουν κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκήρυσσεκηρύσσετεκηρύσσεστε
Aoristκήρυξεκηρύξτε, κηρύξετεκηρύξουκηρυχθείτε, κηρυχτείτε
Part
izip
Presκηρύσσονταςκηρυσσόμενος
Perfέχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένοκηρυγμένος, -η, -οκηρυγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκηρύξεικηρυχθεί, κηρυχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback