fegen
 (ugs.)  Verb

σκουπίζω Verb
(3)
DeutschGriechisch
Ich mußte fortwährend unter der Tür fegen, mit einem Strohhalm als Besen.Επιπλέον, έπρεπε συνέχεια να σκουπίζω κάτω από την πόρτα... με ένα άχυρο που είχα πάρει από τη σκούπα στο κελί μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin nicht hergekommen, um den Boden zu fegen.Δεν ήρθα για να σκουπίζω πατώματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn mein Ehrgeiz sich darauf beschränkt, Haare zu fegen,Και αν η φιλοδοξία μου είναι να σκουπίζω τρίχες;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκουπίζωσκουπίζουμε, σκουπίζομεσκουπίζομαισκουπιζόμαστε
σκουπίζειςσκουπίζετεσκουπίζεσαισκουπίζεστε, σκουπιζόσαστε
σκουπίζεισκουπίζουν(ε)σκουπίζεταισκουπίζονται
Imper
fekt
σκούπιζασκουπίζαμεσκουπιζόμουν(α)σκουπιζόμαστε, σκουπιζόμασταν
σκούπιζεςσκουπίζατεσκουπιζόσουν(α)σκουπιζόσαστε, σκουπιζόσασταν
σκούπιζεσκούπιζαν, σκουπίζαν(ε)σκουπιζόταν(ε)σκουπίζονταν, σκουπιζόντανε, σκουπιζόντουσαν
Aoristσκούπισασκουπίσαμεσκουπίστηκασκουπιστήκαμε
σκούπισεςσκουπίσατεσκουπίστηκεςσκουπιστήκατε
σκούπισεσκούπισαν, σκουπίσαν(ε)σκουπίστηκεσκουπίστηκαν, σκουπιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκουπίσει
έχω σκουπισμένο
έχουμε σκουπίσει
έχουμε σκουπισμένο
έχω σκουπιστεί
είμαι σκουπισμένος, -η
έχουμε σκουπιστεί
είμαστε σκουπισμένοι, -ες
έχεις σκουπίσει
έχεις σκουπισμένο
έχετε σκουπίσει
έχετε σκουπισμένο
έχεις σκουπιστεί
είσαι σκουπισμένος, -η
έχετε σκουπιστεί
είστε σκουπισμένοι, -ες
έχει σκουπίσει
έχει σκουπισμένο
έχουν σκουπίσει
έχουν σκουπισμένο
έχει σκουπιστεί
είναι σκουπισμένος, -η, -ο
έχουν σκουπιστεί
είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκουπίσει
είχα σκουπισμένο
είχαμε σκουπίσει
είχαμε σκουπισμένο
είχα σκουπιστεί
ήμουν σκουπισμένος, -η
είχαμε σκουπιστεί
ήμαστε σκουπισμένοι, -ες
είχες σκουπίσει
είχες σκουπισμένο
είχατε σκουπίσει
είχατε σκουπισμένο
είχες σκουπιστεί
ήσουν σκουπισμένος, -η
είχατε σκουπιστεί
ήσαστε σκουπισμένοι, -ες
είχε σκουπίσει
είχε σκουπισμένο
είχαν σκουπίσει
είχαν σκουπισμένο
είχε σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένος, -η, -ο
είχαν σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκουπίζωθα σκουπίζουμε, θα σκουπίζομεθα σκουπίζομαιθα σκουπιζόμαστε
θα σκουπίζειςθα σκουπίζετεθα σκουπίζεσαιθα σκουπίζεστε, θα σκουπιζόσαστε
θα σκουπίζειθα σκουπίζουν(ε)θα σκουπίζεταιθα σκουπίζονται
Fut
ur
θα σκουπίσωθα σκουπίσουμε, θα σκουπίζομεθα σκουπιστώθα σκουπιστούμε
θα σκουπίσειςθα σκουπίσετεθα σκουπιστείςθα σκουπιστείτε
θα σκουπίσειθα σκουπίσουν(ε)θα σκουπιστείθα σκουπιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκουπίσει
θα έχω σκουπισμένο
θα έχουμε σκουπίσει
θα έχουμε σκουπισμένο
θα έχω σκουπιστεί
θα είμαι σκουπισμένος, -η
θα έχουμε σκουπιστεί
θα είμαστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχεις σκουπίσει
θα έχεις σκουπισμένο
θα έχετε σκουπίσει
θα έχετε σκουπισμένο
θα έχεις σκουπιστεί
θα είσαι σκουπισμένος, -η
θα έχετε σκουπιστεί
θα είστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχει σκουπίσει
θα έχει σκουπισμένο
θα έχουν σκουπίσει
θα έχουν σκουπισμένο
θα έχει σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκουπίζωνα σκουπίζουμε, να σκουπίζομενα σκουπίζομαινα σκουπιζόμαστε
να σκουπίζειςνα σκουπίζετενα σκουπίζεσαινα σκουπίζεστε, να σκουπιζόσαστε
να σκουπίζεινα σκουπίζουν(ε)να σκουπίζεταινα σκουπίζονται
Aoristνα σκουπίσωνα σκουπίσουμε, να σκουπίσομενα σκουπιστώνα σκουπιστούμε
να σκουπίσειςνα σκουπίσετενα σκουπιστείςνα σκουπιστείτε
να σκουπίσεινα σκουπίσουν(ε)να σκουπιστείνα σκουπιστούν(ε)
Perfνα έχω σκουπίσει
να έχω σκουπισμένο
να έχουμε σκουπίσει
να έχουμε σκουπισμένο
να έχω σκουπιστεί
να είμαι σκουπισμένος, -η
να έχουμε σκουπιστεί
να είμαστε σκουπισμένοι, -ες
να έχεις σκουπίσει
να έχεις σκουπισμένο
να έχετε σκουπίσει
να έχετε σκουπισμένο
να έχεις σκουπιστεί
να είσαι σκουπισμένος, -η
να έχετε σκουπιστεί
να είστε σκουπισμένοι, -ες
να έχει σκουπίσει
να έχει σκουπισμένο
να έχουν σκουπίσει
να έχουν σκουπισμένο
να έχει σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκούπιζεσκουπίζετεσκουπίζεστε
Aoristσκούπισεσκουπίστεσκουπίσουσκουπιστείτε
Part
izip
Presσκουπίζονταςσκουπιζόμενος
Perfέχοντας σκουπίσει, έχοντας σκουπισμένοσκουπισμένος, -η, -οσκουπισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκουπίσεισκουπιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback