erwärmen
 Verb

ζεσταίνω Verb
(0)
θερμαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Als Sonne wird er vielleicht die Oberfläche einer anderen Welt erwärmen und denen Licht geben, die es brauchen.Ναι, ένας Ήλιος που ζεσταίνει την επιφάνεια κάποιου άλλου κόσμου... χαρίζοντας φως σ' εκείνους που το χρειάζονται.

Übersetzung nicht bestätigt

Das heißt natürlich nicht, dass Frauen sich nicht für uns erwärmen.Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες δεν γουστάρουν και τους ομοίους μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn du erst Einzelheiten erfahren hast, wirst du dich schon dafür erwärmen.Άκου και θα θέλεις κι εσύ.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sprechen nur von sündigem Treiben, von Frauen und jungen Knaben, erwärmen sich nur für Hunde oder Maultiere...Ο Πάπας διέπραξε αμαρτία. Mε μία γυναίκα, ένα παιδί... Aπό αυτά που ρίχνουμε στα σκυλιά, στα μουλάρια...

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich den Schalter erwärmen kann, kann ich es aufkriegen.Αν ζεστάνω το διακόπτη, θα ανοίξει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζεσταίνωζεσταίνουμε, ζεσταίνομεζεσταίνομαιζεσταινόμαστε
ζεσταίνειςζεσταίνετεζεσταίνεσαιζεσταίνεστε, ζεσταινόσαστε
ζεσταίνειζεσταίνουν(ε)ζεσταίνεταιζεσταίνονται
Imper
fekt
ζέσταιναζεσταίναμεζεσταινόμουν(α)ζεσταινόμαστε, ζεσταινόμασταν
ζέσταινεςζεσταίνατεζεσταινόσουν(α)ζεσταινόσαστε, ζεσταινόσασταν
ζέσταινεζέσταιναν, ζεσταίναν(ε)ζεσταινόταν(ε)ζεσταίνονταν, ζεσταινόντανε, ζεσταινόντουσαν
Aoristζέσταναζεστάναμεζεστάθηκαζεσταθήκαμε
ζέστανεςζεστάνατεζεστάθηκεςζεσταθήκατε
ζέστανεζέσταναν, ζεστάναν(ε)ζεστάθηκεζεστάθηκαν, ζεσταθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζεστάνει
έχω ζεσταμένο
έχουμε ζεστάνει
έχουμε ζεσταμένο
έχω ζεσταθεί
είμαι ζεσταμένος, -η
έχουμε ζεσταθεί
είμαστε ζεσταμένοι, -ες
έχεις ζεστάνει
έχεις ζεσταμένο
έχετε ζεστάνει
έχετε ζεσταμένο
έχεις ζεσταθεί
είσαι ζεσταμένος, -η
έχετε ζεσταθεί
είστε ζεσταμένοι, -ες
έχει ζεστάνει
έχει ζεσταμένο
έχουν ζεστάνει
έχουν ζεσταμένο
έχει ζεσταθεί
είναι ζεσταμένος, -η, -ο
έχουν ζεσταθεί
είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζεστάνει
είχα ζεσταμένο
είχαμε ζεστάνει
είχαμε ζεσταμένο
είχα ζεσταθεί
ήμουν ζεσταμένος, -η
είχαμε ζεσταθεί
ήμαστε ζεσταμένοι, -ες
είχες ζεστάνει
είχες ζεσταμένο
είχατε ζεστάνει
είχατε ζεσταμένο
είχες ζεσταθεί
ήσουν ζεσταμένος, -η
είχατε ζεσταθεί
ήσαστε ζεσταμένοι, -ες
είχε ζεστάνει
είχε ζεσταμένο
είχαν ζεστάνει
είχαν ζεσταμένο
είχε ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένος, -η, -ο
είχαν ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζεσταίνωθα ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνομεθα ζεσταίνομαιθα ζεσταινόμαστε
θα ζεσταίνειςθα ζεσταίνετεθα ζεσταίνεσαιθα ζεσταίνεστε, θα ζεσταινόσαστε
θα ζεσταίνειθα ζεσταίνουν(ε)θα ζεσταίνεταιθα ζεσταίνονται
Fut
ur
θα ζεστάνωθα ζεστάνουμε, θα ζεστάνομεθα ζεσταθώθα ζεσταθούμε
θα ζεστάνειςθα ζεστάνετεθα ζεσταθείςθα ζεσταθείτε
θα ζεστάνειθα ζεστάνουν(ε)θα ζεσταθείθα ζεσταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζεστάνει
θα έχω ζεσταμένο
θα έχουμε ζεστάνει
θα έχουμε ζεσταμένο
θα έχω ζεσταθεί
θα είμαι ζεσταμένος, -η
θα έχουμε ζεσταθεί
θα είμαστε ζεσταμένοι, -ες
θα έχεις ζεστάνει
θα έχεις ζεσταμένο
θα έχετε ζεστάνει
θα έχετε ζεσταμένο
θα έχεις ζεσταθεί
θα είσαι ζεσταμένος, -η
θα έχετε ζεσταθεί
θα είστε ζεσταμένοι, -ες
θα έχει ζεστάνει
θα έχει ζεσταμένο
θα έχουν ζεστάνει
θα έχουν ζεσταμένο
θα έχει ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένος, -η, -ο
θα έχουν ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζεσταίνωνα ζεσταίνουμε, να ζεσταίνομενα ζεσταίνομαινα ζεσταινόμαστε
να ζεσταίνειςνα ζεσταίνετενα ζεσταίνεσαινα ζεσταίνεστε, να ζεσταινόσαστε
να ζεσταίνεινα ζεσταίνουν(ε)να ζεσταίνεταινα ζεσταίνονται
Aoristνα ζεστάνωνα ζεστάνουμε, να ζεστάνομενα ζεσταθώνα ζεσταθούμε
να ζεστάνειςνα ζεστάνετενα ζεσταθείςνα ζεσταθείτε
να ζεστάνεινα ζεστάνουν(ε)να ζεσταθείνα ζεσταθούν(ε)
Perfνα έχω ζεστάνει
να έχω ζεσταμένο
να έχουμε ζεστάνει
να έχουμε ζεσταμένο
να έχω ζεσταθεί
να είμαι ζεσταμένος, -η
να έχουμε ζεσταθεί
να είμαστε ζεσταμένοι, -ες
να έχεις ζεστάνει
να έχεις ζεσταμένο
να έχετε ζεστάνει
να έχετε ζεσταμένο
να έχεις ζεσταθεί
να είσαι ζεσταμένος, -η
να έχετε ζεσταθεί
να είστε ζεσταμένοι, -ες
να έχει ζεστάνει
να έχει ζεσταμένο
να έχουν ζεστάνει
να έχουν ζεσταμένο
να έχει ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένος, -η, -ο
να έχουν ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζέσταινεζεσταίνετεζεσταίνεστε
Aoristζέστανεζεστάνετεζεσταθείτε
Part
izip
Presζεσταίνοντας
Perfέχοντας ζεστάνει, έχοντας ζεσταμένοζεσταμένος, -η, -οζεσταμένοι, -ες, -α
InfinAoristζεστάνειζεσταθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θερμαίνωθερμαίνουμε, θερμαίνομεθερμαίνομαιθερμαινόμαστε
θερμαίνειςθερμαίνετεθερμαίνεσαιθερμαίνεστε, θερμαινόσαστε
θερμαίνειθερμαίνουν(ε)θερμαίνεταιθερμαίνονται
Imper
fekt
θέρμαιναθερμαίναμεθερμαινόμουν(α)θερμαινόμαστε, θερμαινόμασταν
θέρμαινεςθερμαίνατεθερμαινόσουν(α)θερμαινόσαστε, θερμαινόσασταν
θέρμαινεθέρμαιναν, θερμαίναν(ε)θερμαινόταν(ε)θερμαίνονταν, θερμαινόντανε, θερμαινόντουσαν
Aoristθέρμαναθερμάναμεθερμάνθηκαθερμανθήκαμε
θέρμανεςθερμάνατεθερμάνθηκεςθερμανθήκατε
θέρμανεθέρμαναν, θερμάναν(ε)θερμάνθηκεθερμάνθηκαν, θερμανθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θερμάνει
έχω θερμασμένο
έχουμε θερμάνει
έχουμε θερμασμένο
έχω θερμανθεί
είμαι θερμασμένος, -η
έχουμε θερμανθεί
είμαστε θερμασμένοι, -ες
έχεις θερμάνει
έχεις θερμασμένο
έχετε θερμάνει
έχετε θερμασμένο
έχεις θερμανθεί
είσαι θερμασμένος, -η
έχετε θερμανθεί
είστε θερμασμένοι, -ες
έχει θερμάνει
έχει θερμασμένο
έχουν θερμάνει
έχουν θερμασμένο
έχει θερμανθεί
είναι θερμασμένος, -η, -ο
έχουν θερμανθεί
είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θερμάνει
είχα θερμασμένο
είχαμε θερμάνει
είχαμε θερμασμένο
είχα θερμανθεί
ήμουν θερμασμένος, -η
είχαμε θερμανθεί
ήμαστε θερμασμένοι, -ες
είχες θερμάνει
είχες θερμασμένο
είχατε θερμάνει
είχατε θερμασμένο
είχες θερμανθεί
ήσουν θερμασμένος, -η
είχατε θερμανθεί
ήσαστε θερμασμένοι, -ες
είχε θερμάνει
είχε θερμασμένο
είχαν θερμάνει
είχαν θερμασμένο
είχε θερμανθεί
ήταν θερμασμένος, -η, -ο
είχαν θερμανθεί
ήταν θερμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θερμαίνωθα θερμαίνουμε, θα θερμαίνομεθα θερμαίνομαιθα θερμαινόμαστε
θα θερμαίνειςθα θερμαίνετεθα θερμαίνεσαιθα θερμαίνεστε, θα θερμαινόσαστε
θα θερμαίνειθα θερμαίνουν(ε)θα θερμαίνεταιθα θερμαίνονται
Fut
ur
θα θερμάνωθα θερμάνουμε, θα θερμάνομεθα θερμανθώθα θερμανθούμε
θα θερμάνειςθα θερμάνετεθα θερμανθείςθα θερμανθείτε
θα θερμάνειθα θερμάνουν(ε)θα θερμανθείθα θερμανθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θερμάνει
θα έχω θερμασμένο
θα έχουμε θερμάνει
θα έχουμε θερμασμένο
θα έχω θερμανθεί
θα είμαι θερμασμένος, -η
θα έχουμε θερμανθεί
θα είμαστε θερμασμένοι, -ες
θα έχεις θερμάνει
θα έχεις θερμασμένο
θα έχετε θερμάνει
θα έχετε θερμασμένο
θα έχεις θερμανθεί
θα είσαι θερμασμένος, -η
θα έχετε θερμανθεί
θα είστε θερμασμένοι, -ες
θα έχει θερμάνει
θα έχει θερμασμένο
θα έχουν θερμάνει
θα έχουν θερμασμένο
θα έχει θερμανθεί
θα είναι θερμασμένος, -η, -ο
θα έχουν θερμανθεί
θα είναι θερμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θερμαίνωνα θερμαίνουμε, να θερμαίνομενα θερμαίνομαινα θερμαινόμαστε
να θερμαίνειςνα θερμαίνετενα θερμαίνεσαινα θερμαίνεστε, να θερμαινόσαστε
να θερμαίνεινα θερμαίνουν(ε)να θερμαίνεταινα θερμαίνονται
Aoristνα θερμάνωνα θερμάνουμε, να θερμάνομενα θερμανθώνα θερμανθούμε
να θερμάνειςνα θερμάνετενα θερμανθείςνα θερμανθείτε
να θερμάνεινα θερμάνουν(ε)να θερμανθείνα θερμανθούν(ε)
Perfνα έχω θερμάνει
να έχω θερμασμένο
να έχουμε θερμάνει
να έχουμε θερμασμένο
να έχω θερμανθεί
να είμαι θερμασμένος, -η
να έχουμε θερμανθεί
να είμαστε θερμασμένοι, -ες
να έχεις θερμάνει
να έχεις θερμασμένο
να έχετε θερμάνει
να έχετε θερμασμένο
να έχεις θερμανθεί
να είσαι θερμασμένος, -η
να έχετε θερμανθεί
να είστε θερμασμένοι, -ες
να έχει θερμάνει
να έχει θερμασμένο
να έχουν θερμάνει
να έχουν θερμασμένο
να έχει θερμανθεί
να είναι θερμασμένος, -η, -ο
να έχουν θερμανθεί
να είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθέρμαινεθερμαίνετεθερμαίνεστε
Aoristθέρμανεθερμάνετεθερμανθείτε
Part
izip
Presθερμαίνονταςθερμαινόμενος
Perfέχοντας θερμάνει, έχοντας θερμασμένοθερμασμένος, -η, -οθερμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristθερμάνειθερμανθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback