heizen
 Verb

θερμαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die heizen Bataan ein.Πιέζουν πολύ τη Μπατάν.

Übersetzung nicht bestätigt

Wollt ihr nicht endlich heizen?Δεν μπορείς ν' ανάψεις την σόμπα;

Übersetzung nicht bestätigt

Ach nein, heizen Sie den Kessel an!Ωω, οχι. Ανεβασε ατμο. Το πρωινο μπορει να περιμενει.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir die noch finden sollten, heizen wir damit unsere Kessel.'Αν τα βρούμε, θα τα λεηλατήσουμε για να ταΐσουμε τους λέβητες.

Übersetzung nicht bestätigt

Fang an, das Badehaus zu heizen.Βάλε να ζεστάνει το λουτρό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θερμαίνωθερμαίνουμε, θερμαίνομεθερμαίνομαιθερμαινόμαστε
θερμαίνειςθερμαίνετεθερμαίνεσαιθερμαίνεστε, θερμαινόσαστε
θερμαίνειθερμαίνουν(ε)θερμαίνεταιθερμαίνονται
Imper
fekt
θέρμαιναθερμαίναμεθερμαινόμουν(α)θερμαινόμαστε, θερμαινόμασταν
θέρμαινεςθερμαίνατεθερμαινόσουν(α)θερμαινόσαστε, θερμαινόσασταν
θέρμαινεθέρμαιναν, θερμαίναν(ε)θερμαινόταν(ε)θερμαίνονταν, θερμαινόντανε, θερμαινόντουσαν
Aoristθέρμαναθερμάναμεθερμάνθηκαθερμανθήκαμε
θέρμανεςθερμάνατεθερμάνθηκεςθερμανθήκατε
θέρμανεθέρμαναν, θερμάναν(ε)θερμάνθηκεθερμάνθηκαν, θερμανθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θερμάνει
έχω θερμασμένο
έχουμε θερμάνει
έχουμε θερμασμένο
έχω θερμανθεί
είμαι θερμασμένος, -η
έχουμε θερμανθεί
είμαστε θερμασμένοι, -ες
έχεις θερμάνει
έχεις θερμασμένο
έχετε θερμάνει
έχετε θερμασμένο
έχεις θερμανθεί
είσαι θερμασμένος, -η
έχετε θερμανθεί
είστε θερμασμένοι, -ες
έχει θερμάνει
έχει θερμασμένο
έχουν θερμάνει
έχουν θερμασμένο
έχει θερμανθεί
είναι θερμασμένος, -η, -ο
έχουν θερμανθεί
είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θερμάνει
είχα θερμασμένο
είχαμε θερμάνει
είχαμε θερμασμένο
είχα θερμανθεί
ήμουν θερμασμένος, -η
είχαμε θερμανθεί
ήμαστε θερμασμένοι, -ες
είχες θερμάνει
είχες θερμασμένο
είχατε θερμάνει
είχατε θερμασμένο
είχες θερμανθεί
ήσουν θερμασμένος, -η
είχατε θερμανθεί
ήσαστε θερμασμένοι, -ες
είχε θερμάνει
είχε θερμασμένο
είχαν θερμάνει
είχαν θερμασμένο
είχε θερμανθεί
ήταν θερμασμένος, -η, -ο
είχαν θερμανθεί
ήταν θερμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θερμαίνωθα θερμαίνουμε, θα θερμαίνομεθα θερμαίνομαιθα θερμαινόμαστε
θα θερμαίνειςθα θερμαίνετεθα θερμαίνεσαιθα θερμαίνεστε, θα θερμαινόσαστε
θα θερμαίνειθα θερμαίνουν(ε)θα θερμαίνεταιθα θερμαίνονται
Fut
ur
θα θερμάνωθα θερμάνουμε, θα θερμάνομεθα θερμανθώθα θερμανθούμε
θα θερμάνειςθα θερμάνετεθα θερμανθείςθα θερμανθείτε
θα θερμάνειθα θερμάνουν(ε)θα θερμανθείθα θερμανθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θερμάνει
θα έχω θερμασμένο
θα έχουμε θερμάνει
θα έχουμε θερμασμένο
θα έχω θερμανθεί
θα είμαι θερμασμένος, -η
θα έχουμε θερμανθεί
θα είμαστε θερμασμένοι, -ες
θα έχεις θερμάνει
θα έχεις θερμασμένο
θα έχετε θερμάνει
θα έχετε θερμασμένο
θα έχεις θερμανθεί
θα είσαι θερμασμένος, -η
θα έχετε θερμανθεί
θα είστε θερμασμένοι, -ες
θα έχει θερμάνει
θα έχει θερμασμένο
θα έχουν θερμάνει
θα έχουν θερμασμένο
θα έχει θερμανθεί
θα είναι θερμασμένος, -η, -ο
θα έχουν θερμανθεί
θα είναι θερμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θερμαίνωνα θερμαίνουμε, να θερμαίνομενα θερμαίνομαινα θερμαινόμαστε
να θερμαίνειςνα θερμαίνετενα θερμαίνεσαινα θερμαίνεστε, να θερμαινόσαστε
να θερμαίνεινα θερμαίνουν(ε)να θερμαίνεταινα θερμαίνονται
Aoristνα θερμάνωνα θερμάνουμε, να θερμάνομενα θερμανθώνα θερμανθούμε
να θερμάνειςνα θερμάνετενα θερμανθείςνα θερμανθείτε
να θερμάνεινα θερμάνουν(ε)να θερμανθείνα θερμανθούν(ε)
Perfνα έχω θερμάνει
να έχω θερμασμένο
να έχουμε θερμάνει
να έχουμε θερμασμένο
να έχω θερμανθεί
να είμαι θερμασμένος, -η
να έχουμε θερμανθεί
να είμαστε θερμασμένοι, -ες
να έχεις θερμάνει
να έχεις θερμασμένο
να έχετε θερμάνει
να έχετε θερμασμένο
να έχεις θερμανθεί
να είσαι θερμασμένος, -η
να έχετε θερμανθεί
να είστε θερμασμένοι, -ες
να έχει θερμάνει
να έχει θερμασμένο
να έχουν θερμάνει
να έχουν θερμασμένο
να έχει θερμανθεί
να είναι θερμασμένος, -η, -ο
να έχουν θερμανθεί
να είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθέρμαινεθερμαίνετεθερμαίνεστε
Aoristθέρμανεθερμάνετεθερμανθείτε
Part
izip
Presθερμαίνονταςθερμαινόμενος
Perfέχοντας θερμάνει, έχοντας θερμασμένοθερμασμένος, -η, -οθερμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristθερμάνειθερμανθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback