erweitern
 Verb

διευρύνω Verb
(28)
επεκτείνω Verb
(26)
εκτείνω Verb
(0)
φαρδαίνω Verb
(0)
προεκτείνω Verb
(0)
ευρύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Herr Minister, ich möchte die Frage etwas erweitern: Es ist zwar recht schön, wenn versucht wird, einheitliche oder angeglichene Mehrwertsteuersätze in Europa zu erreichen. Aber das Ziel der europäischen Steuerpolitik müsste doch sein, am Ende innerhalb der gesamten Europäischen Union einheitliche bzw. zumindest vergleichbare Steuersätze und Steuern zu haben.(DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να διευρύνω κάπως το ερώτημα: είναι βέβαια καλό να επιχειρείται η επιβολή ενιαίων ή εναρμονισμένων συντελεστών ΦΠΑ στην Ευρώπη, όμως βασικά ο στόχος της ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι να έχουμε τελικά σε ολόκληρη την ΕΕ ενιαίους ή τουλάχιστον συγκρίσιμους φορολογικούς συντελεστές και φόρους.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte diese Debatte gerne etwas erweitern, um Ihnen mitzuteilen, dass eine große Zahl von Mitgliedstaaten, darunter auch Rumänien, über das ich noch sprechen werde, von diesem Vorfall betroffen war, bzw. um mich präziser auszudrücken, der Vorfall hat die Fleischindustrie betroffen, vor allem aber die Verbraucher.Θα ήθελα να διευρύνω κάπως τη συζήτηση και να σας πω ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός Κρατών Μελών, συμπεριλαμβανομένης της Ρουμανίας στην οποία πρόκειται να αναφερθώ, έχουν πληγεί απ' αυτό το συμβάν ή, για να είμαι πιο ακριβής, το συμβάν έχει πλήξει τη βιομηχανία κρέατος και πάνω απ' όλα τους καταναλωτές.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte das Thema etwas erweitern und zu einer analogen Situation Fragen stellen, wie sie im Falle der Insel Man und der Kanalinseln besteht.Θα ήθελα να διευρύνω λίγο το αντικείμενο και να ρωτήσω σχετικά με μια παρόμοια κατάσταση που υφίσταται με τη Νήσο του Μαν και τα Νησιά της Μάγχης.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte die Diskussion etwas erweitern.Θα ήθελα να διευρύνω τη συζήτηση.

Übersetzung bestätigt

Was mich angeht: Ich bin Künstler und sehr daran interessiert, das Vokabular der menschlichen Aktion zu erweitern und den Menschen durch Interaktivität ihre Stärken aufzuzeigen.Στη δική μου περίπτωση, είμαι καλλιτέχνης, και ενδιαφέρομαι πραγματικά να διευρύνω το λεξιλόγιο της ανθρώπινης δράσης, κατά βάση ενδυναμώνοντας τους ανθρώπους μέσω της διαδραστικότητας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευρύνωδιευρύνουμε, διευρύνομεδιευρύνομαιδιευρυνόμαστε
διευρύνειςδιευρύνετεδιευρύνεσαιδιευρύνεστε, διευρυνόσαστε
διευρύνειδιευρύνουν(ε)διευρύνεταιδιευρύνονται
Imper
fekt
διεύρυναδιευρύναμεδιευρυνόμουν(α)διευρυνόμαστε, διευρυνόμασταν
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρυνόσουν(α)διευρυνόσαστε, διευρυνόσασταν
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρυνόταν(ε)διευρύνονταν, διευρυνόντανε, διευρυνόντουσαν
Aoristδιεύρυναδιευρύναμεδιευρύνθηκαδιευρυνθήκαμε
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρύνθηκεςδιευρυνθήκατε
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρύνθηκεδιευρύνθηκαν, διευρυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευρύνει
έχω διευρυμένο
έχουμε διευρύνει
έχουμε διευρυμένο
έχω διευρυνθεί
είμαι διευρυμένος, -η
έχουμε διευρυνθεί
είμαστε διευρυμένοι, -ες
έχεις διευρύνει
έχεις διευρυμένο
έχετε διευρύνει
έχετε διευρυμένο
έχεις διευρυνθεί
είσαι διευρυμένος, -η
έχετε διευρυνθεί
είστε διευρυμένοι, -ες
έχει διευρύνει
έχει διευρυμένο
έχουν διευρύνει
έχουν διευρυμένο
έχει διευρυνθεί
είναι διευρυμένος, -η, -ο
έχουν διευρυνθεί
είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διευρύνει
είχα διευρυμένο
είχαμε διευρύνει
είχαμε διευρυμένο
είχα διευρυνθεί
ήμουν διευρυμένος, -η
είχαμε διευρυνθεί
ήμαστε διευρυμένοι, -ες
είχες διευρύνει
είχες διευρυμένο
είχατε διευρύνει
είχατε διευρυμένο
είχες διευρυνθεί
ήσουν διευρυμένος, -η
είχατε διευρυνθεί
ήσαστε διευρυμένοι, -ες
είχε διευρύνει
είχε διευρυμένο
είχαν διευρύνει
είχαν διευρυμένο
είχε διευρυνθεί
ήταν διευρυμένος, -η, -ο
είχαν διευρυνθεί
ήταν διευρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρύνομαιθα διευρυνόμαστε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρύνεσαιθα διευρύνεστε, θα διευρυνόσαστε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρύνεταιθα διευρύνονται
Fut
ur
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρυνθώθα διευρυνθούμε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρυνθείςθα διευρυνθείτε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρυνθείθα διευρυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευρύνει
θα έχω διευρυμένο
θα έχουμε διευρύνει
θα έχουμε διευρυμένο
θα έχω διευρυνθεί
θα είμαι διευρυμένος, -η
θα έχουμε διευρυνθεί
θα είμαστε διευρυμένοι, -ες
θα έχεις διευρύνει
θα έχεις διευρυμένο
θα έχετε διευρύνει
θα έχετε διευρυμένο
θα έχεις διευρυνθεί
θα είσαι διευρυμένος, -η
θα έχετε διευρυνθεί
θα είστε διευρυμένοι, -ες
θα έχει διευρύνει
θα έχει διευρυμένο
θα έχουν διευρύνει
θα έχουν διευρυμένο
θα έχει διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένος, -η, -ο
θα έχουν διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρύνομαινα διευρυνόμαστε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρύνεσαινα διευρύνεστε, να διευρυνόσαστε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρύνεταινα διευρύνονται
Aoristνα διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρυνθώνα διευρυνθούμε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρυνθείςνα διευρυνθείτε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρυνθείνα διευρυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευρύνει
να έχω διευρυμένο
να έχουμε διευρύνει
να έχουμε διευρυμένο
να έχω διευρυνθεί
να είμαι διευρυμένος, -η
να έχουμε διευρυνθεί
να είμαστε διευρυμένοι, -ες
να έχεις διευρύνει
να έχεις διευρυμένο
να έχετε διευρύνει
να έχετε διευρυμένο
να έχεις διευρυνθεί
να είσαι διευρυμένος, -η
να έχετε διευρυνθεί
να είστε διευρυμένοι, -ες
να έχει διευρύνει
να έχει διευρυμένο
να έχουν διευρύνει
να έχουν διευρυμένο
να έχει διευρυνθεί
να είναι διευρυμένος, -η, -ο
να έχουν διευρυνθεί
να είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνεστε
Aoristδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνσουδιευρυνθείτε
Part
izip
Presδιευρύνοντας
Perfέχοντας διευρύνει, έχοντας διευρυμένοδιευρυμένος, -η, -οδιευρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιευρύνειδιευρυνθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φαρδαίνωφαρδαίνουμε, φαρδαίνομε
φαρδαίνειςφαρδαίνετε
φαρδαίνειφαρδαίνουν(ε)
Imper
fekt
φάρδαιναφαρδαίναμε
φάρδαινεςφαρδαίνατε
φάρδαινεφάρδαιναν, φαρδαίναν(ε)
Aoristφάρδυναφαρδύναμε
φάρδυνεςφαρδύνατε
φάρδυνεφάρδυναν, φαρδύναν(ε)
Per
fekt
έχω φαρδύνειέχουμε φαρδύνει
έχεις φαρδύνειέχετε φαρδύνει
έχει φαρδύνειέχουν φαρδύνει
Plu
per
fekt
είχα φαρδύνειείχαμε φαρδύνει
είχες φαρδύνειείχατε φαρδύνει
είχε φαρδύνειείχαν φαρδύνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φαρδαίνωθα φαρδαίνουμε, θα φαρδαίνομε
θα φαρδαίνειςθα φαρδαίνετε
θα φαρδαίνειθα φαρδαίνουν(ε)
Fut
ur
θα φαρδύνωθα φαρδύνουμε, θα φαρδύνομε
θα φαρδύνειςθα φαρδύνετε
θα φαρδύνειθα φαρδύνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φαρδύνειθα έχουμε φαρδύνει
θα έχεις φαρδύνειθα έχετε φαρδύνει
θα έχει φαρδύνειθα έχουν φαρδύνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φαρδαίνωνα φαρδαίνουμε, να φαρδαίνομε
να φαρδαίνειςνα φαρδαίνετε
να φαρδαίνεινα φαρδαίνουν(ε)
Aoristνα φαρδύνωνα φαρδύνουμε, να φαρδύνομε
να φαρδύνειςνα φαρδύνετε
να φαρδύνεινα φαρδύνουν(ε)
Perfνα έχω φαρδύνεινα έχουμε φαρδύνει
να έχεις φαρδύνεινα έχετε φαρδύνει
να έχει φαρδύνεινα έχουν φαρδύνει
Imper
ativ
Presφάρδαινεφαρδαίνετε
Aoristφάρδυνεφαρδύνετε
Part
izip
Presφαρδαίνοντας
Perfέχοντας φαρδύνει
InfinAoristφαρδύνει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback