erobern
 Verb

κατακτώ Verb
(1)
καταλαμβάνω Verb
(0)
κυριεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich wollte damals gern Forscher werden. Die Frauen und die Welt erobern.Όταν ήμουν έφηβος, ονειρευόμουν να γίνω εξερευνητής και να κατακτώ τις γυναίκες και τον κόσμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατακτάω, κατακτώκατακτάμε, κατακτούμεκατακτιέμαι, κατακτώμαικατακτιόμαστε, κατακτώμαστε, κατακτώμεθα
κατακτάςκατακτάτεκατακτιέσαι, κατακτάσαικατακτιέστε, κατακτιόσαστε, κατακτάστε, κατακτάσθε
κατακτάει, κατακτάκατακτάν(ε), κατακτούν(ε)κατακτιέται, κατακτάταικατακτιούνται, κατακτιόνται, κατακτώνται
Imper
fekt
κατακτούσακατακτούσαμεκατακτιόμουν(α)κατακτιόμαστε, κατακτιόμασταν
κατακτούσεςκατακτούσατεκατακτιόσουν(α)κατακτιόσαστε, κατακτιόσασταν
κατακτούσεκατακτούσαν(ε)κατακτιόταν(ε)κατακτιόνταν(ε), κατακτιούνταν, κατακτιόντουσαν
Aoristκατάκτησα, κατέκτησακατακτήσαμεκατακτήθηκακατακτηθήκαμε
κατάκτησες, κατέκτησεςκατακτήσατεκατακτήθηκεςκατακτηθήκατε
κατάκτησε, κατέκτησεκατάκτησαν, κατακτήσαν(ε), κατέκτησανκατακτήθηκεκατακτήθηκαν, κατακτηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κατακτήσει
έχω κατακτημένο
έχουμε κατακτήσει
έχουμε κατακτημένο
έχω κατακτηθεί
είμαι κατακτημένος, -η
έχουμε κατακτηθεί
είμαστε κατακτημένοι, -ες
έχεις κατακτήσει
έχεις κατακτημένο
έχετε κατακτήσει
έχετε κατακτημένο
έχεις κατακτηθεί
είσαι κατακτημένος, -η
έχετε κατακτηθεί
είστε κατακτημένοι, -ες
έχει κατακτήσει
έχει κατακτημένο
έχουν κατακτήσει
έχουν κατακτημένο
έχει κατακτηθεί
είναι κατακτημένος, -η, -ο
έχουν κατακτηθεί
είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κατακτήσει
είχα κατακτημένο
είχαμε κατακτήσει
είχαμε κατακτημένο
είχα κατακτηθεί
ήμουν κατακτημένος, -η
είχαμε κατακτηθεί
ήμαστε κατακτημένοι, -ες
είχες κατακτήσει
είχες κατακτημένο
είχατε κατακτήσει
είχατε κατακτημένο
είχες κατακτηθεί
ήσουν κατακτημένος, -η
είχατε κατακτηθεί
ήσαστε κατακτημένοι, -ες
είχε κατακτήσει
είχε κατακτημένο
είχαν κατακτήσει
είχαν κατακτημένο
είχε κατακτηθεί
ήταν κατακτημένος, -η, -ο
είχαν κατακτηθεί
ήταν κατακτημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατακτάω, θα κατακτώθα κατακτάμε, θα κατακτούμεθα κατακτιέμαι, θα κατακτώμαιθα κατακτιόμαστε, θα κατακτόμαστε, θα κατακτώμεθα
θα κατακτάςθα κατακτάτεθα κατακτιέσαι, θα κατακτάσαιθα κατακτιέστε, θα κατακτιόσαστε, θα κατακτάστε, θα κατακτάσθε
θα κατακτάει, θα κατακτάθα κατακτάν(ε), θα κατακτούν(ε)θα κατακτιέται, θα κατακτάταιθα κατακτιούνται, θα κατακτιόνται, θα κατακτώνται
Fut
ur
θα κατακτήσωθα κατακτήσουμε, θα κατακτήσομεθα κατακτηθώθα κατακτηθούμε
θα κατακτήσειςθα κατακτήσετεθα κατακτηθείςθα κατακτηθείτε
θα κατακτήσειθα κατακτήσουν(ε)θα κατακτηθείθα κατακτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατακτήσει
θα έχω κατακτημένο
θα έχουμε κατακτήσει
θα έχουμε κατακτημένο
θα έχω κατακτηθεί
θα είμαι κατακτημένος, -η
θα έχουμε κατακτηθεί
θα είμαστε κατακτημένοι, -ες
θα έχεις κατακτήσει
θα έχεις κατακτημένο
θα έχετε κατακτήσει
θα έχετε κατακτημένο
θα έχεις κατακτηθεί
θα είσαι κατακτημένος, -η
θα έχετε κατακτηθεί
θα είστε κατακτημένοι, -ες
θα έχει κατακτήσει
θα έχει κατακτημένο
θα έχουν κατακτήσει
θα έχουν κατακτημένο
θα έχει κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένος, -η, -ο
θα έχουν κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατακτάω, να κατακτώνα κατακτάμε, να κατακτούμενα κατακτιέμαι, να κατακτώμαινα κατακτιόμαστε, να κατακτόμαστε, να κατακτώμεθα
να κατακτάςνα κατακτάτενα κατακτιέσαι, να κατακτάσαινα κατακτιέστε, να κατακτιόσαστε, να κατακτάστε, να κατακτάσθε
να κατακτάει, να κατακτάνα κατακτάν(ε), να κατακτούν(ε)να κατακτιέται, να κατακτάταινα κατακτιούνται, να κατακτιόνται, να κατακτώνται
Aoristνα κατακτήσωνα κατακτήσουμε, να κατακτήσομενα κατακτηθώνα κατακτηθούμε
να κατακτήσειςνα κατακτήσετενα κατακτηθείςνα κατακτηθείτε
να κατακτήσεινα κατακτήσουν(ε)να κατακτηθείνα κατακτηθούν(ε)
Perfνα έχω κατακτήσει
να έχω κατακτημένο
να έχουμε κατακτήσει
να έχουμε κατακτημένο
να έχω κατακτηθεί
να είμαι κατακτημένος, -η
να έχουμε κατακτηθεί
να είμαστε κατακτημένοι, -ες
να έχεις κατακτήσει
να έχεις κατακτημένο
να έχετε κατακτήσει
να έχετε κατακτημένο
να έχεις κατακτηθεί
να είσαι κατακτημένος, -η
να έχετε κατακτηθεί
να είστε κατακτημένοι, -η
να έχει κατακτήσει
να έχει κατακτημένο
να έχουν κατακτήσει
να έχουν κατακτημένο
να έχει κατακτηθεί
να είναι κατακτημένος, -η, -ο
να έχουν κατακτηθεί
να είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάκτα, κατάκταγεκατακτάτεκατακτιέστε
Aoristκατάκτησε, κατάκτακατακτήστεκατακτήσουκατακτηθείτε
Part
izip
Presκατακτώντας
Perfέχοντας κατακτήσει, έχοντας κατακτημένοκατακτημένος, -η, -οκατακτημένοι, -ες, -α
InfinAoristκατακτήσεικατακτηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυριεύωκυριεύουμε, κυριεύομεκυριεύομαικυριευόμαστε
κυριεύειςκυριεύετεκυριεύεσαικυριεύεστε, κυριευόσαστε
κυριεύεικυριεύουν(ε)κυριεύεταικυριεύονται
Imper
fekt
κυρίευακυριεύαμεκυριευόμουν(α)κυριευόμαστε
κυρίευεςκυριεύατεκυριευόσουν(α)κυριευόσαστε
κυρίευεκυρίευαν, κυριεύαν(ε)κυριευόταν(ε)κυριεύονταν
Aoristκυρίευσα, κυρίεψακυριεύσαμε, κυριέψαμεκυριεύτηκα, κυριεύθηκακυριευτήκαμε, κυριευθήκαμε
κυρίευσες, κυρίεψεςκυριεύσατε, κυριέψατεκυριεύτηκες, κυριεύθηκεςκυριευτήκατε, κυριευθήκατε
κυρίευσε, κυρίεψεκυρίευσαν, κυριεύσαν(ε)
κυρίεψαν, κυριέψαν(ε)
κυριεύτηκε, κυριεύθηκεκυριεύτηκαν, κυριευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κυριεύσει
έχω κυριέψει
έχω κυριευμένο
έχουμε κυριεύσει
έχουμε κυριέψει
έχουμε κυριευμένο
έχω κυριευτεί
έχω κυριευθεί
είμαι κυριευμένος, -η
έχουμε κυριευτεί
έχουμε κυριευθεί
είμαστε κυριευμένοι, -ες
έχεις κυριεύσει
έχεις κυριέψει
έχεις κυριευμένο
έχετε κυριεύσει
έχετε κυριέψει
έχετε κυριευμένο
έχεις κυριευτεί
έχεις κυριευθεί
είσαι κυριευμένος, -η
έχετε κυριευτεί
έχετε κυριευθεί
είστε κυριευμένοι, -ες
έχει κυριεύσει
έχει κυριέψει
έχει κυριευμένο
έχουν κυριεύσει
έχουν κυριέψει
έχουν κυριευμένο
έχει κυριευτεί
έχει κυριευθεί
είναι κυριευμένος, -η, -ο
έχουν κυριευτεί
έχουν κυριευθεί
είναι κυριευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κυριεύσει
είχα κυριέψει
είχα κυριευμένο
είχαμε κυριεύσει
είχαμε κυριέψει
είχαμε κυριευμένο
είχα κυριευτεί
είχα κυριευθεί
ήμουν κυριευμένος, -η
είχαμε κυριευτεί
είχαμε κυριευθεί
ήμαστε κυριευμένοι, -ες
είχες κυριεύσει
είχες κυριέψει
είχες κυριευμένο
είχατε κυριεύσει
είχατε κυριέψει
είχατε κυριευμένο
είχες κυριευτεί
είχες κυριευθεί
ήσουν κυριευμένος, -η
είχατε κυριευτεί
είχατε κυριευθεί
ήσαστε κυριευμένοι, -ες
είχε κυριεύσει
είχε κυριέψει
είχε κυριευμένο
είχαν κυριεύσει
είχαν κυριέψει
είχαν κυριευμένο
είχε κυριευτεί
είχε κυριευθεί
ήταν κυριευμένος, -η, -ο
είχαν κυριευτεί
είχαν κυριευθεί
ήταν κυριευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυριεύωθα κυριεύουμε, θα κυριεύομεθα κυριεύομαιθα κυριευόμαστε
θα κυριεύειςθα κυριεύετεθα κυριεύεσαιθα κυριεύεστε, θα κυριευόσαστε
θα κυριεύειθα κυριεύουν(ε)θα κυριεύεταιθα κυριεύονται
Fut
ur
θα κυριεύσω, θα κυριέψωθα κυριεύσουμε, θα κυριεύσομε
θα κυριέψουμε, θα κυριέψομε
θα κυριευτώ, θα κυριευθώθα κυριευτούμε, θα κυριευθούμε
θα κυριεύσεις, θα κυριέψειςθα κυριεύσετε, θα κυριέψετεθα κυριευτείς, θα κυριευθείςθα κυριευτείτε, θα κυριευθείτε
θα κυριεύσει, θα κυριέψειθα κυριεύσουν(ε), θα κυριέψουν(ε)θα κυριευτεί, θα κυριευθείθα κυριευτούν(ε), θα κυριευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυριεύσει
θα έχω κυριέψει
θα έχω κυριευμένο
θα έχουμε κυριεύσει
θα έχουμε κυριέψει
θα έχουμε κυριευμένο
θα έχω κυριευτεί
θα έχω κυριευθεί
θα είμαι κυριευμένος, -η
θα έχουμε κυριευτεί
θα έχουμε κυριευθεί
θα είμαστε κυριευμένοι, -ες
θα έχεις κυριεύσει
θα έχεις κυριέψει
θα έχεις κυριευμένο
θα έχετε κυριεύσει
θα έχετε κυριέψει
θα έχετε κυριευμένο
θα έχεις κυριευτεί
θα έχεις κυριευθεί
θα είσαι κυριευμένος, -η
θα έχετε κυριευτεί
θα έχετε κυριευθεί
θα είστε κυριευμένοι, -ες
θα έχει κυριεύσει
θα έχει κυριέψει
θα έχει κυριευμένο
θα έχουν κυριεύσει
θα έχουν κυριέψει
θα έχουν κυριευμένο
θα έχει κυριευτεί
θα έχει κυριευθεί
θα είναι κυριευμένος, -η, -ο
θα έχουν κυριευτεί
θα έχουν κυριευθεί
θα είναι κυριευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυριεύωνα κυριεύουμε, να κυριεύομενα κυριεύομαινα κυριευόμαστε
να κυριεύειςνα κυριεύετενα κυριεύεσαινα κυριεύεστε, να κυριευόσαστε
να κυριεύεινα κυριεύουν(ε)να κυριεύεταινα κυριεύονται
Aoristνα κυριεύσω, να κυριέψωνα κυριεύσουμε, να κυριεύσομε
να κυριέψουμε, να κυριέψομε
να κυριευτώ, να κυριευθώνα κυριευτούμε, να κυριευθούμε
να κυριεύσεις, να κυριέψειςνα κυριεύσετε, να κυριέψετενα κυριευτείς, να κυριευθείςνα κυριευτείτε, να κυριευθείτε
να κυριεύσει, να κυριέψεινα κυριεύσουν(ε), να κυριέψουν(ε)να κυριευτεί, να κυριευθείνα κυριευτούν(ε), να κυριευθούν(ε)
Perfνα έχω κυριεύσει
να έχω κυριέψει
να έχω κυριευμένο
να έχουμε κυριεύσει
να έχουμε κυριέψει
να έχουμε κυριευμένο
να έχω κυριευτεί
να έχω κυριευθεί
να είμαι κυριευμένος, -η
να έχουμε κυριευτεί
να έχουμε κυριευθεί
να είμαστε κυριευμένοι, -ες
να έχεις κυριεύσει
να έχεις κυριέψει
να έχεις κυριευμένο
να έχετε κυριεύσει
να έχετε κυριέψει
να έχετε κυριευμένο
να έχεις κυριευτεί
να έχεις κυριευθεί
να είσαι κυριευμένος, -η
να έχετε κυριευτεί
να έχετε κυριευθεί
να είστε κυριευμένοι, -ες
να έχει κυριεύσει
να έχει κυριέψει
να έχει κυριευμένο
να έχουν κυριεύσει
να έχουν κυριέψει
να έχουν κυριευμένο
να έχει κυριευτεί
να έχει κυριευθεί
να είναι κυριευμένος, -η, -ο
να έχουν κυριευτεί
να έχουν κυριευθεί
να είναι κυριευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκυρίευεκυριεύετεκυριεύεστε
Aoristκυρίευσε, κυρίεψεκυριεύστε, κυριεύσετε
κυριέψτε, κυριέψετε
κυριεύσουκυριευτείτε, κυριευθείτε
Part
izip
Presκυριεύονταςκυριευόμενος
Perfέχοντας κυριεύσει, έχοντας κυριέψει
έχοντας κυριευμένο
κυριευμένος, -η, -οκυριευμένοι, -ες, -α
InfinAoristκυριεύσει, κυριέψεικυριευτεί, κυριευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback