κατακτώ Verb  [katakto, kataktw]

  Verb
(1)

Etymologie zu κατακτώ

κατακτώ altgriechisch κατακτῶμαι


GriechischDeutsch
Όταν ήμουν έφηβος, ονειρευόμουν να γίνω εξερευνητής και να κατακτώ τις γυναίκες και τον κόσμο.Ich wollte damals gern Forscher werden. Die Frauen und die Welt erobern.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κατακτώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατακτάω, κατακτώκατακτάμε, κατακτούμεκατακτιέμαι, κατακτώμαικατακτιόμαστε, κατακτώμαστε, κατακτώμεθα
κατακτάςκατακτάτεκατακτιέσαι, κατακτάσαικατακτιέστε, κατακτιόσαστε, κατακτάστε, κατακτάσθε
κατακτάει, κατακτάκατακτάν(ε), κατακτούν(ε)κατακτιέται, κατακτάταικατακτιούνται, κατακτιόνται, κατακτώνται
Imper
fekt
κατακτούσακατακτούσαμεκατακτιόμουν(α)κατακτιόμαστε, κατακτιόμασταν
κατακτούσεςκατακτούσατεκατακτιόσουν(α)κατακτιόσαστε, κατακτιόσασταν
κατακτούσεκατακτούσαν(ε)κατακτιόταν(ε)κατακτιόνταν(ε), κατακτιούνταν, κατακτιόντουσαν
Aoristκατάκτησα, κατέκτησακατακτήσαμεκατακτήθηκακατακτηθήκαμε
κατάκτησες, κατέκτησεςκατακτήσατεκατακτήθηκεςκατακτηθήκατε
κατάκτησε, κατέκτησεκατάκτησαν, κατακτήσαν(ε), κατέκτησανκατακτήθηκεκατακτήθηκαν, κατακτηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κατακτήσει
έχω κατακτημένο
έχουμε κατακτήσει
έχουμε κατακτημένο
έχω κατακτηθεί
είμαι κατακτημένος, -η
έχουμε κατακτηθεί
είμαστε κατακτημένοι, -ες
έχεις κατακτήσει
έχεις κατακτημένο
έχετε κατακτήσει
έχετε κατακτημένο
έχεις κατακτηθεί
είσαι κατακτημένος, -η
έχετε κατακτηθεί
είστε κατακτημένοι, -ες
έχει κατακτήσει
έχει κατακτημένο
έχουν κατακτήσει
έχουν κατακτημένο
έχει κατακτηθεί
είναι κατακτημένος, -η, -ο
έχουν κατακτηθεί
είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κατακτήσει
είχα κατακτημένο
είχαμε κατακτήσει
είχαμε κατακτημένο
είχα κατακτηθεί
ήμουν κατακτημένος, -η
είχαμε κατακτηθεί
ήμαστε κατακτημένοι, -ες
είχες κατακτήσει
είχες κατακτημένο
είχατε κατακτήσει
είχατε κατακτημένο
είχες κατακτηθεί
ήσουν κατακτημένος, -η
είχατε κατακτηθεί
ήσαστε κατακτημένοι, -ες
είχε κατακτήσει
είχε κατακτημένο
είχαν κατακτήσει
είχαν κατακτημένο
είχε κατακτηθεί
ήταν κατακτημένος, -η, -ο
είχαν κατακτηθεί
ήταν κατακτημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατακτάω, θα κατακτώθα κατακτάμε, θα κατακτούμεθα κατακτιέμαι, θα κατακτώμαιθα κατακτιόμαστε, θα κατακτόμαστε, θα κατακτώμεθα
θα κατακτάςθα κατακτάτεθα κατακτιέσαι, θα κατακτάσαιθα κατακτιέστε, θα κατακτιόσαστε, θα κατακτάστε, θα κατακτάσθε
θα κατακτάει, θα κατακτάθα κατακτάν(ε), θα κατακτούν(ε)θα κατακτιέται, θα κατακτάταιθα κατακτιούνται, θα κατακτιόνται, θα κατακτώνται
Fut
ur
θα κατακτήσωθα κατακτήσουμε, θα κατακτήσομεθα κατακτηθώθα κατακτηθούμε
θα κατακτήσειςθα κατακτήσετεθα κατακτηθείςθα κατακτηθείτε
θα κατακτήσειθα κατακτήσουν(ε)θα κατακτηθείθα κατακτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατακτήσει
θα έχω κατακτημένο
θα έχουμε κατακτήσει
θα έχουμε κατακτημένο
θα έχω κατακτηθεί
θα είμαι κατακτημένος, -η
θα έχουμε κατακτηθεί
θα είμαστε κατακτημένοι, -ες
θα έχεις κατακτήσει
θα έχεις κατακτημένο
θα έχετε κατακτήσει
θα έχετε κατακτημένο
θα έχεις κατακτηθεί
θα είσαι κατακτημένος, -η
θα έχετε κατακτηθεί
θα είστε κατακτημένοι, -ες
θα έχει κατακτήσει
θα έχει κατακτημένο
θα έχουν κατακτήσει
θα έχουν κατακτημένο
θα έχει κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένος, -η, -ο
θα έχουν κατακτηθεί
θα είναι κατακτημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατακτάω, να κατακτώνα κατακτάμε, να κατακτούμενα κατακτιέμαι, να κατακτώμαινα κατακτιόμαστε, να κατακτόμαστε, να κατακτώμεθα
να κατακτάςνα κατακτάτενα κατακτιέσαι, να κατακτάσαινα κατακτιέστε, να κατακτιόσαστε, να κατακτάστε, να κατακτάσθε
να κατακτάει, να κατακτάνα κατακτάν(ε), να κατακτούν(ε)να κατακτιέται, να κατακτάταινα κατακτιούνται, να κατακτιόνται, να κατακτώνται
Aoristνα κατακτήσωνα κατακτήσουμε, να κατακτήσομενα κατακτηθώνα κατακτηθούμε
να κατακτήσειςνα κατακτήσετενα κατακτηθείςνα κατακτηθείτε
να κατακτήσεινα κατακτήσουν(ε)να κατακτηθείνα κατακτηθούν(ε)
Perfνα έχω κατακτήσει
να έχω κατακτημένο
να έχουμε κατακτήσει
να έχουμε κατακτημένο
να έχω κατακτηθεί
να είμαι κατακτημένος, -η
να έχουμε κατακτηθεί
να είμαστε κατακτημένοι, -ες
να έχεις κατακτήσει
να έχεις κατακτημένο
να έχετε κατακτήσει
να έχετε κατακτημένο
να έχεις κατακτηθεί
να είσαι κατακτημένος, -η
να έχετε κατακτηθεί
να είστε κατακτημένοι, -η
να έχει κατακτήσει
να έχει κατακτημένο
να έχουν κατακτήσει
να έχουν κατακτημένο
να έχει κατακτηθεί
να είναι κατακτημένος, -η, -ο
να έχουν κατακτηθεί
να είναι κατακτημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάκτα, κατάκταγεκατακτάτεκατακτιέστε
Aoristκατάκτησε, κατάκτακατακτήστεκατακτήσουκατακτηθείτε
Part
izip
Presκατακτώντας
Perfέχοντας κατακτήσει, έχοντας κατακτημένοκατακτημένος, -η, -οκατακτημένοι, -ες, -α
InfinAoristκατακτήσεικατακτηθεί





Griechische Definition zu κατακτώ

κατακτώ [kataktó] & -άω, -ιέμαι : 1α. γίνομαι κύριος μιας χώρας ή μιας περιοχής, με τη χρήση βίας και κυρίως με τη χρήση των όπλων, της στερώ την πολιτική ανεξαρτησία και την υπάγω στη δική μου διοίκηση: Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Οι Iσπανοί και οι Πορτογάλοι κατέκτησαν τη Nότια Aμερική. β. κατορθώνω να φτάσω σε έναν απρόσιτο έως τώρα χώρο: Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα κατέκτησε το διάστημα. Tολμηροί ορειβάτες κατέκτησαν το Έβερεστ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback