erforschen
 Verb

εξερευνώ Verb
(6)
μελετώ Verb
(1)
διερευνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Eine Leidenschaft, die mich besonders antreibt, ist die Idee, die Natur zu erforschen und in der Natur versteckte Informationen aufzudecken.Κι ένα από τα μεγάλα μου πάθη είναι η ιδέα του να εξερευνώ την φύση, προσπαθώντας να βρω κρυμμένα δεδομένα εντός της φύσης.

Übersetzung nicht bestätigt

Mir gefiel es, wie Dinge sich bewegten, und so begann ich, Bewegung zu erforschen, indem ich Daumenkinos zeichnete.Ερωτεύτηκα τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν τα πράγματα, ξεκίνησα λοιπόν να εξερευνώ την κίνηση φτιάχνοντας μικρά φολιοσκόπια.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich aber liebe es, alle Möglichkeiten zu erforschen, in der Hoffnung, dass man auf derselben Wellenlänge wie sein Publikum ist.Και μου αρέσει να εξερευνώ όλες τις πιθανότητες με την ελπίδα ότι θα βρεθώ στο μήκος κύματος του κοινού μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich begann die dunkleren Abszesse der menschlichen Psyche zu erforschen.Άρχισα να εξερευνώ τα πιο σκοτεινά αποστήματα του ανθρώπινου μυαλού.

Übersetzung nicht bestätigt

Als ich vor 50 Jahren begann die Meere zu erforschen, konnte sich niemand vorstellen -nicht Jacques Perrin, nicht Jacques Cousteau oder Rachel Carson -dass wir den Meeren durch die Dinge schaden könnten, die wir in sie einleiteten oder aus ihnen herausnahmen.Πριν από πενήντα χρόνια, όταν ξεκίνησα να εξερευνώ τους ωκεανούς, κανένας -ούτε ο Jacques Perrin, ούτε ο Jacques Cousteau ή η Rachel Carson -δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κακό στους ωκεανούς με αυτά που ρίχνουμε μέσα ή βγάζουμε από μέσα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μελετάω, μελετώμελετάμε, μελετούμεμελετιέμαι, μελετώμαιμελετιόμαστε, μελετόμαστε, μελετώμεθα
μελετάςμελετάτεμελετιέσαι, μελετάσαιμελετιέστε, μελετιόσαστε, μελετάστε, μελετάσθε
μελετάει, μελετάμελετάν(ε), μελετούν(ε)μελετιέται, μελετάταιμελετιούνται, μελετιόνται, μελετώνται
Imper
fekt
μελετούσα, μελέταγαμελετούσαμε, μελετάγαμεμελετιόμουν(α)μελετιόμαστε, μελετιόμασταν
μελετούσες, μελέταγεςμελετούσατε, μελετάγατεμελετιόσουν(α)μελετιόσαστε, μελετιόσασταν
μελετούσε, μελέταγεμελετούσαν(ε), μελέταγαν, μελετάγανεμελετιόταν(ε)μελετιόνταν(ε), μελετιούνταν, μελετιόντουσαν
Aoristμελέτησαμελετήσαμεμελετήθηκαμελετηθήκαμε
μελέτησεςμελετήσατεμελετήθηκεςμελετηθήκατε
μελέτησεμελέτησαν, μελετήσαν(ε)μελετήθηκεμελετήθηκαν, μελετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μελετήσει
έχω μελετημένο
έχουμε μελετήσει
έχουμε μελετημένο
έχω μελετηθεί
είμαι μελετημένος, -η
έχουμε μελετηθεί
είμαστε μελετημένοι, -ες
έχεις μελετήσει
έχεις μελετημένο
έχετε μελετήσει
έχετε μελετημένο
έχεις μελετηθεί
είσαι μελετημένος, -η
έχετε μελετηθεί
είστε μελετημένοι, -ες
έχει μελετήσει
έχει μελετημένο
έχουν μελετήσει
έχουν μελετημένο
έχει μελετηθεί
είναι μελετημένος, -η, -ο
έχουν μελετηθεί
είναι μελετημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μελετήσει
είχα μελετημένο
είχαμε μελετήσει
είχαμε μελετημένο
είχα μελετηθεί
ήμουν μελετημένος, -η
είχαμε μελετηθεί
ήμαστε μελετημένοι, -ες
είχες μελετήσει
είχες μελετημένο
είχατε μελετήσει
είχατε μελετημένο
είχες μελετηθεί
ήσουν μελετημένος, -η
είχατε μελετηθεί
ήσαστε μελετημένοι, -ες
είχε μελετήσει
είχε μελετημένο
είχαν μελετήσει
είχαν μελετημένο
είχε μελετηθεί
ήταν μελετημένος, -η, -ο
είχαν μελετηθεί
ήταν μελετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μελετάω, θα μελετώθα μελετάμε, θα μελετούμεθα μελετιέμαι, θα μελετώμαιθα μελετιόμαστε, θα μελετόμαστε, θα μελετώμεθα
θα μελετάςθα μελετάτεθα μελετιέσαι, θα μελετάσαιθα μελετιέστε, θα μελετιόσαστε, θα μελετάστε, θα μελετάσθε
θα μελετάει, θα μελετάθα μελετάν(ε), θα μελετούν(ε)θα μελετιέται, θα μελετάταιθα μελετιούνται, θα μελετιόνται, θα μελετώνται
Fut
ur
θα μελετήσωθα μελετήσουμε, θα μελετήσομεθα μελετηθώθα μελετηθούμε
θα μελετήσειςθα μελετήσετεθα μελετηθείςθα μελετηθείτε
θα μελετήσειθα μελετήσουν(ε)θα μελετηθείθα μελετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μελετήσει
θα έχω μελετημένο
θα έχουμε μελετήσει
θα έχουμε μελετημένο
θα έχω μελετηθεί
θα είμαι μελετημένος, -η
θα έχουμε μελετηθεί
θα είμαστε μελετημένοι, -ες
θα έχεις μελετήσει
θα έχεις μελετημένο
θα έχετε μελετήσει
θα έχετε μελετημένο
θα έχεις μελετηθεί
θα είσαι μελετημένος, -η
θα έχετε μελετηθεί
θα είστε μελετημένοι, -ες
θα έχει μελετήσει
θα έχει μελετημένο
θα έχουν μελετήσει
θα έχουν μελετημένο
θα έχει μελετηθεί
θα είναι μελετημένος, -η, -ο
θα έχουν μελετηθεί
θα είναι μελετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μελετάω, να μελετώνα μελετάμε, να μελετούμενα μελετιέμαι, να μελετώμαινα μελετιόμαστε, να μελετόμαστε, να μελετώμεθα
να μελετάςνα μελετάτενα μελετιέσαι, να μελετάσαινα μελετιέστε, να μελετιόσαστε, να μελετάστε, να μελετάσθε
να μελετάει, να μελετάνα μελετάν(ε), να μελετούν(ε)να μελετιέται, να μελετάταινα μελετιούνται, να μελετιόνται, να μελετώνται
Aoristνα μελετήσωνα μελετήσουμε, να μελετήσομενα μελετηθώνα μελετηθούμε
να μελετήσειςνα μελετήσετενα μελετηθείςνα μελετηθείτε
να μελετήσεινα μελετήσουν(ε)να μελετηθείνα μελετηθούν(ε)
Perfνα έχω μελετήσει
να έχω μελετημένο
να έχουμε μελετήσει
να έχουμε μελετημένο
να έχω μελετηθεί
να είμαι μελετημένος, -η
να έχουμε μελετηθεί
να είμαστε μελετημένοι, -ες
να έχεις μελετήσει
να έχεις μελετημένο
να έχετε μελετήσει
να έχετε μελετημένο
να έχεις μελετηθεί
να είσαι μελετημένος, -η
να έχετε μελετηθεί
να είστε μελετημένοι, -η
να έχει μελετήσει
να έχει μελετημένο
να έχουν μελετήσει
να έχουν μελετημένο
να έχει μελετηθεί
να είναι μελετημένος, -η, -ο
να έχουν μελετηθεί
να είναι μελετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμελέτα, μελέταγεμελετάτεμελετιέστε, μελετάστε, μελετάσθε
Aoristμελέτησε, μελέταμελετήστεμελετήσουμελετηθείτε
Part
izip
Presμελετώνταςμελετώμενος
Perfέχοντας μελετήσει, έχοντας μελετημένομελετημένος, -η, -ομελετημένοι, -ες, -α
InfinAoristμελετήσειμελετηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διερευνώδιερευνούμε, διερευνάμεδιερευνώμαιδιερευνόμαστε, διερευνώμεθα
διερευνάςδιερευνάτεδιερευνάσαιδιερευνάστε, διερευνάσθε
διερευνά, διερευνάειδιερευνούν(ε), διερευνάν(ε)διερευνάταιδιερευνώνται
Imper
fekt
διερευνούσαδιερευνούσαμε
διερευνούσεςδιερευνούσατε
διερευνούσεδιερευνούσαν(ε)διερωτάτοδιερωτώντο
Aoristδιερεύνησαδιερευνήσαμεδιερευνήθηκαδιερευνηθήκαμε
διερεύνησεςδιερευνήσατεδιερευνήθηκεςδιερευνηθήκατε
διερεύνησεδιερεύνησαν, διερευνήσανεδιερευνήθηκεδιερευνήθηκαν, διερευνηθήκανε
Perf
ekt
έχω διερευνήσειέχουμε διερευνήσειέχω διερευνηθείέχουμε διερευνηθεί
έχεις διερευνήσειέχετε διερευνήσειέχεις διερευνηθείέχετε διερευνηθεί
έχει διερευνήσειέχουν διερευνήσειέχει διερευνηθείέχουν διερευνηθεί
Plu
perf
ekt
είχα διερευνήσειείχαμε διερευνήσειείχα διερευνηθείείχαμε διερευνηθεί
είχες διερευνήσειείχατε διερευνήσειείχες διερευνηθείείχατε διερευνηθεί
είχε διερευνήσειείχαν διερευνήσειείχε διερευνηθείείχαν διερευνηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διερευνώθα διερευνούμεθα διερευνώμαιθα διερευνούμαστε, θα διερευνώμεθα
θα διερευνάςθα διερευνάτεθα διερευνάσαιθα διερευνάστε, θα διερευνάσθε
θα διερευνάθα διερευνούν(ε)θα διερευνάταιθα διερευνώνται
Fut
ur
θα διερευνήσωθα διερευνήσουμε, θα διερευνήσομεθα διερευνηθώθα διερευνηθούμε
θα διερευνήσειςθα διερευνήσετεθα διερευνηθείςθα διερευνηθείτε
θα διερευνήσειθα διερευνήσουν(ε)θα διερευνηθείθα διερευνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διερευνήσειθα έχουμε διερευνήσει θα έχω διερευνηθείθα έχουμε διερευνηθεί
θα έχεις διερευνήσειθα έχετε διερευνήσειθα έχεις διερευνηθείθα έχετε διερευνηθεί
θα έχει διερευνήσειθα έχουν διερευνήσειθα έχει διερευνηθείθα έχουν διερευνηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διερευνώνα διερευνούμενα διερευνώμαινα διερευνόμαστε, να διερευνώμεθα
να διερευνάςνα διερευνάτενα διερευνάσαινα διερευνάστε, να διερευνάσθε
να διερευνάνα διερευνούν(ε)να διερευνάταινα διερευνώνται
Aoristνα διερευνήσωνα διερευνήσουμε, να διερευνήσομενα διερευνηθώνα διερευνηθούμε
να διερευνήσειςνα διερευνήσετενα διερευνηθείςνα διερευνηθείτε
να διερευνήσεινα διερευνήσουν(ε)να διερευνηθείνα διερευνηθούν(ε)
Perfνα έχω διερευνήσεινα έχουμε διερευνήσεινα έχω διερευνηθείνα έχουμε διερευνηθεί
να έχεις διερευνήσεινα έχετε διερευνήσεινα έχεις διερευνηθείνα έχετε διερευνηθεί
να έχει διερευνήσεινα έχουν διερευνήσεινα έχει διερευνηθείνα έχουν διερευνηθεί
Imper
ativ
Presδιερευνάτεδιερευνάστε, διερευνάσθε
Aoristανάκτησεδιερευνήστε, διερευνήσετεδιερευνήσουδιερευνηθείτε
Part
izip
Presδιερευνώντας
Perfέχοντας διερευνήσει
InfinAoristδιερευνήσειδιερευνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback