διερευνώ altgriechisch διερευνάω διά + ἐρευνάω ἔρευνα ἔρομαι εἴρω proto-indogermanisch *ser-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
erforschen |
durchleuchten |
auf den Grund gehen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διερευνώ | διερευνούμε, διερευνάμε | διερευνώμαι | διερευνόμαστε, διερευνώμεθα |
διερευνάς | διερευνάτε | διερευνάσαι | διερευνάστε, διερευνάσθε | ||
διερευνά, διερευνάει | διερευνούν(ε), διερευνάν(ε) | διερευνάται | διερευνώνται | ||
Imper fekt | διερευνούσα | διερευνούσαμε | |||
διερευνούσες | διερευνούσατε | ||||
διερευνούσε | διερευνούσαν(ε) | διερωτάτο | διερωτώντο | ||
Aorist | διερεύνησα | διερευνήσαμε | διερευνήθηκα | διερευνηθήκαμε | |
διερεύνησες | διερευνήσατε | διερευνήθηκες | διερευνηθήκατε | ||
διερεύνησε | διερεύνησαν, διερευνήσανε | διερευνήθηκε | διερευνήθηκαν, διερευνηθήκανε | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διερευνώ | θα διερευνούμε | θα διερευνώμαι | θα διερευνούμαστε, | |
θα διερευνάς | θα διερευνάτε | θα διερευνάσαι | θα διερευνάστε, | ||
θα διερευνά | θα διερευνούν(ε) | θα διερευνάται | θα διερευνώνται | ||
Fut ur | θα διερευνήσω | θα διερευνήσουμε, | θα διερευνηθώ | θα διερευνηθούμε | |
θα διερευνήσεις | θα διερευνήσετε | θα διερευνηθείς | θα διερευνηθείτε | ||
θα διερευνήσει | θα διερευνήσουν(ε) | θα διερευνηθεί | θα διερευνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διερευνώ | να διερευνούμε | να διερευνώμαι | να διερευνόμαστε, να διερευνώμεθα |
να διερευνάς | να διερευνάτε | να διερευνάσαι | να διερευνάστε, να διερευνάσθε | ||
να διερευνά | να διερευνούν(ε) | να διερευνάται | να διερευνώνται | ||
Aorist | να διερευνήσω | να διερευνηθώ | να διερευνηθούμε | ||
να διερευνήσεις | να διερευνήσετε | να διερευνηθείς | να διερευνηθείτε | ||
να διερευνήσει | να διερευνήσουν(ε) | να διερευνηθεί | να διερευνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διερευνάτε | διερευνάστε, διερευνάσθε | ||
Aorist | ανάκτησε | διερευνήστε, διερευνήσετε | διερευνήσου | διερευνηθείτε | |
Part izip | Pres | διερευνώντας | |||
Perf | έχοντας διερευνήσει | ||||
Infin | Aorist | διερευνήσει | διερευνηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erforsche | ||
du | erforschst | |||
er, sie, es | erforscht | |||
Präteritum | ich | erforschte | ||
Konjunktiv II | ich | erforschte | ||
Imperativ | Singular | erforsche! | ||
Plural | erforscht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erforscht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erforschen |
διερευνώ [δierevnó] : εξετάζω κτ. λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος: Σκάνδαλα που πρέπει να διερευνηθούν από διακομματικές επιτροπές. Θα διερευνηθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην καταστροφή / οι παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.