empfangen
 Verb

δέχομαι Verb
(5)
υποδέχομαι Verb
(1)
παραλαμβάνω Verb
(0)
δεξιώνομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich habe also nicht vor, in meinem Büro zu bleiben oder mich damit zu begnügen, hier in Brüssel Minister zu empfangen, die gerade auf der Durchreise sind. Ich möchte mir die Dinge selbst ansehen.Επομένως, δεν έχω καμία πρόθεση να παραμείνω στο γραφείο μου ή να αρκεστώ στο να δέχομαι υπουργούς που είναι περαστικοί από τις Βρυξέλλες, θέλω να πηγαίνω και να βλέπω εγώ ο ίδιος.

Übersetzung bestätigt

Dieser Zollabbau hat aufgrund der rückwirkenden Klausel vom 1. Januar 1996 bereits begonnen, und ich als der hierfür zuständige Kommissar kann nicht weiterhin Besuche über Besuche von Ministern dieser Länder empfangen, die ihren Teil einfordern.Αυτός ο βιομηχανικός αφοπλισμός, σύμφωνα με την αναδρομική διάταξη της 1ης Ιανουαρίου 1996, έχει ήδη αρχίσει και εγώ δεν μπορώ, σαν υπεύθυνος Επίτροπος, να συνεχίσω να δέχομαι επισκέψεις και επισκέψεις υπουργών των χωρών αυτών που απαιτούν το μερίδιό τους.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
empfangen
in Empfang nehmen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέχομαιδεχόμαστε
δέχεσαιδέχεστε, δεχόσαστε
δέχεταιδέχονται
Imper
fekt
δεχόμουν(α)δεχόμαστε, δεχόμασταν
δεχόσουν(α)δεχόσαστε, δεχόσασταν
δεχόταν(ε)δέχονταν, δεχόντανε, δεχόντουσαν
Aoristδέχθηκα, δέχτηκαδεχθήκαμε, δεχτήκαμε
δέχθηκες, δέχτηκεςδεχθήκατε, δεχτήκατε
δέχθηκε, δέχτηκεδέχθηκαν/δέχτηκαν, δεχθήκαν(ε)/δεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεχθεί
έχω δεχτεί
έχουμε δεχθεί
έχουμε δεχτεί
έχεις δεχθεί
έχεις δεχτεί
έχετε δεχθεί
έχετε δεχτεί
έχει δεχθεί
έχει δεχτεί
έχουν δεχθεί
έχουν δεχτεί
Plu
per
fekt
είχα δεχθεί
είχα δεχτεί
είχαμε δεχθεί
είχαμε δεχτεί
είχες δεχθεί
είχες δεχτεί
είχατε δεχθεί
είχατε δεχτεί
είχε δεχθεί
είχε δεχτεί
είχαν δεχθεί
είχαν δεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέχομαιθα δεχόμαστε
θα δέχεσαιθα δέχεστε, θα δεχόσαστε
θα δέχεταιθα δέχονται
Fut
ur
θα δεχθώ, θα δεχτώθα δεχθούμε, θα δεχτούμε
θα δεχθείς, θα δεχτείςθα δεχθείτε, θα δεχτείτε
θα δεχθεί, θα δεχτείθα δεχθούν(ε), θα δεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεχθεί
θα έχω δεχτεί
θα έχουμε δεχθεί
θα έχουμε δεχτεί
θα έχεις δεχθεί
θα έχεις δεχτεί
θα έχετε δεχθεί
θα έχετε δεχτεί
θα έχει δεχθεί
θα έχει δεχτεί
θα έχουν δεχθεί
θα έχουν δεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέχομαινα δεχόμαστε
να δέχεσαινα δέχεστε, να δεχόσαστε
να δέχεταινα δέχονται
Aoristνα δεχθώ, να δεχτώνα δεχθούμε, να δεχτούμε
να δεχθείς, να δεχτείςνα δεχθείτε, να δεχτείτε
να δεχθεί, να δεχτείνα δεχθούν(ε), να δεχτούν(ε)
Perfνα έχω δεχθεί
να έχω δεχτεί
να έχουμε δεχθεί
να έχουμε δεχτεί
να έχεις δεχθεί
να έχεις δεχτεί
να έχετε δεχθεί
να έχετε δεχτεί
να έχει δεχθεί
να έχει δεχτεί
να έχουν δεχθεί
να έχουν δεχτεί
Imper
ativ
Presδέχεστε
Aoristδέξουδεχθείτε, δεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristδεχθεί, δεχτεί



Passiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δεξιώνομαιδεξιωνόμαστε
δεξιώνεσαιδεξιώνεστε, δεξιωνόσαστε
δεξιώνεταιδεξιώνονται
Imper
fekt
δεξιωνόμουν(α)δεξιωνόμαστε, δεξιωνόμασταν
δεξιωνόσουν(α)δεξιωνόσαστε, δεξιωνόσασταν
δεξιωνόταν(ε)δεξιώνονταν, δεξιωνόντανε, δεξιωνόντουσαν
Aoristδεξιώθηκαδεξιωθήκαμε
δεξιώθηκεςδεξιωθήκατε
δεξιώθηκεδεξιώθηκαν, δεξιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεξιωθείέχουμε δεξιωθεί
έχεις δεξιωθείέχετε δεξιωθεί
έχει δεξιωθείέχουν δεξιωθεί
Plu
per
fekt
είχα δεξιωθείείχαμε δεξιωθεί
είχες δεξιωθείείχατε δεξιωθεί
είχε δεξιωθείείχαν δεξιωθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δεξιώνομαιθα δεξιωνόμαστε
θα δεξιώνεσαιθα δεξιώνεστε, θα δεξιωνόσαστε
θα δεξιώνεταιθα δεξιώνονται
Fut
ur
θα δεξιωθώθα δεξιωθούμε
θα δεξιωθείςθα δεξιωθείτε
θα δεξιωθείθα δεξιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεξιωθείθα έχουμε δεξιωθεί
θα έχεις δεξιωθείθα έχετε δεξιωθεί
θα έχει δεξιωθείθα έχουν δεξιωθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δεξιώνομαινα δεξιωνόμαστε
να δεξιώνεσαινα δεξιώνεστε, να δεξιωνόσαστε
να δεξιώνεταινα δεξιώνονται
Aoristνα δεξιωθώνα δεξιωθούμε
να δεξιωθείςνα δεξιωθείτε
να δεξιωθείνα δεξιωθούν(ε)
Perfνα έχω δεξιωθείνα έχουμε δεξιωθεί
να έχεις δεξιωθείνα έχετε δεξιωθεί
να έχει δεξιωθείνα έχουν δεξιωθεί
Imper
ativ
Presδεξιώνεστε
Aoristδεξιώσουδεξιωθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristδεξιωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback