einwirken
 Verb

δρω Verb
(0)
επηρεάζω Verb
(0)
επιδρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich kann nicht auf das regionale Gericht einwirken.Δεν μπορώ να παρέμβω σε ανώτατο δικαστήριο μιας πολιτείας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ohne Nutzung werden sie vom Wind und vom Satz zersetzt werden und den Jahren, die auf sie einwirken.Χωρίς χρήση θα αποσυντεθούν από τον άνεμο, την άμμο... και τα χρόνια που θα περάσουν από πάνω τους.

Übersetzung nicht bestätigt

Er braucht Zeit, um die Nuancen einwirken zu lassen.Θα το αφομοιώσει στην μπανιέρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Die können in der Wanne einwirken.Μάλιστα, μαμά.

Übersetzung nicht bestätigt

"Lassen Sie es drei Minuten einwirken, sonst wird Ihr Haar unkontrollierbar"?"Αφήστε το τρία λεπτά, ειδάλλως τα μαλλιά σας θα βουρτσίζονται δύσκολα";

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einwirken
operieren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δρωδρούμε
δραςδράτε
δραδρούν(ε)
Imper
fekt
δρούσαδρούσαμε
δρούσεςδρούσατε
δρούσεδρούσαν(ε)
Aoristέδρασαδράσαμε
έδρασεςδράσατε
έδρασεέδρασαν, δράσανε
Perf
ekt
έχω δράσειέχουμε δράσει
έχεις δράσειέχετε δράσει
έχει δράσειέχουν δράσει
Plu
perf
ekt
είχα δράσειείχαμε δράσει
είχες δράσειείχατε δράσει
είχε δράσειείχαν δράσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δρωθα δρούμε
θα δραςθα δράτε
θα δραθα δρούν(ε)
Fut
ur
θα δράσωθα δράσουμε, θα δράσομε
θα δράσειςθα δράσετε
θα δράσειθα δράσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δράσειθα έχουμε δράσει
θα έχεις δράσειθα έχετε δράσει
θα έχει δράσειθα έχουν δράσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δρωνα δρούμε
να δραςνα δράτε
να δρανα δρούν(ε)
Aoristνα δράσωνα δράσουμε, να δράσομε
να δράσειςνα δράσετε
να δράσεινα δράσουν(ε)
Perfνα έχω δράσεινα έχουμε δράσει
να έχεις δράσεινα έχετε δράσει
να έχει δράσεινα έχουν δράσει
Imper
ativ
Presδράτε
Aoristέδρησεδράστε, δράσετε
Part
izip
Presδρώντας
Perfέχοντας δράσει
InfinAoristδράσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επηρεάζωεπηρεάζουμε, επηρεάζομεεπηρεάζομαιεπηρεαζόμαστε
επηρεάζειςεπηρεάζετεεπηρεάζεσαιεπηρεάζεστε, επηρεαζόσαστε
επηρεάζειεπηρεάζουν(ε)επηρεάζεταιεπηρεάζονται
Imper
fekt
επηρέαζαεπηρεάζαμεεπηρεαζόμουν(α)επηρεαζόμαστε, επηρεαζόμασταν
επηρέαζεςεπηρεάζατεεπηρεαζόσουν(α)επηρεαζόσαστε, επηρεαζόσασταν
επηρέαζεεπηρέαζαν, επηρεάζαν(ε)επηρεαζόταν(ε)επηρεάζονταν, επηρεαζόντανε, επηρεαζόντουσαν
Aoristεπηρέασαεπηρεάσαμεεπηρεάστηκαεπηρεαστήκαμε
επηρέασεςεπηρεάσατεεπηρεάστηκεςεπηρεαστήκατε
επηρέασεεπηρέασαν, επηρεάσαν(ε)επηρεάστηκεεπηρεάστηκαν, επηρεαστήκανε
Per
fekt
έχω επηρεάσει
έχω επηρεασμένο
έχουμε επηρεάσει
έχουμε επηρεασμένο
έχω επηρεαστεί
είμαι επηρεασμένος, -η
έχουμε επηρεαστεί
είμαστε επηρεασμένοι, -ες
έχεις επηρεάσει
έχεις επηρεασμένο
έχετε επηρεάσει
έχετε επηρεασμένο
έχεις επηρεαστεί
είσαι επηρεασμένος, -η
έχετε επηρεαστεί
είστε επηρεασμένοι, -ες
έχει επηρεάσει
έχει επηρεασμένο
έχουν επηρεάσει
έχουν επηρεασμένο
έχει επηρεαστεί
είναι επηρεασμένος, -η, -ο
έχουν επηρεαστεί
είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα επηρεάσει
είχα επηρεασμένο
είχαμε επηρεάσει
είχαμε επηρεασμένο
είχα επηρεαστεί
ήμουν επηρεασμένος, -η
είχαμε επηρεαστεί
ήμαστε επηρεασμένοι, -ες
είχες επηρεάσει
είχες επηρεασμένο
είχατε επηρεάσει
είχατε επηρεασμένο
είχες επηρεαστεί
ήσουν επηρεασμένος, -η
είχατε επηρεαστεί
ήσαστε επηρεασμένοι, -ες
είχε επηρεάσει
είχε επηρεασμένο
είχαν επηρεάσει
είχαν επηρεασμένο
είχε επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένος, -η, -ο
είχαν επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επηρεάζωθα επηρεάζουμε, θα επηρεάζομεθα επηρεάζομαιθα επηρεαζόμαστε
θα επηρεάζειςθα επηρεάζετεθα επηρεάζεσαιθα επηρεάζεστε, θα επηρεαζόσαστε
θα επηρεάζειθα επηρεάζουν(ε)θα επηρεάζεταιθα επηρεάζονται
Fut
ur
θα επηρεάσωθα επηρεάσουμε, θα επηρεάσομεθα επηρεαστώθα επηρεαστούμε
θα επηρεάσειςθα επηρεάσετεθα επηρεαστείςθα επηρεαστείτε
θα επηρεάσειθα επηρεάσουν(ε)θα επηρεαστείθα επηρεαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επηρεάσει
θα έχω επηρεασμένο
θα έχουμε επηρεάσει
θα έχουμε επηρεασμένο
θα έχω επηρεαστεί
θα είμαι επηρεασμένος, -η
θα έχουμε επηρεαστεί
θα είμαστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχεις επηρεάσει
θα έχεις επηρεασμένο
θα έχετε επηρεάσει
θα έχετε επηρεασμένο
θα έχεις επηρεαστεί
θα είσαι επηρεασμένος, -η
θα έχετε επηρεαστεί
θα είστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχει επηρεάσει
θα έχει επηρεασμένο
θα έχουν επηρεάσει
θα έχουν επηρεασμένο
θα έχει επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένος, -η, -ο
θα έχουν επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επηρεάζωνα επηρεάζουμε, να επηρεάζομενα επηρεάζομαινα επηρεαζόμαστε
να επηρεάζειςνα επηρεάζετενα επηρεάζεσαινα επηρεάζεστε, να επηρεαζόσαστε
να επηρεάζεινα επηρεάζουν(ε)να επηρεάζεταινα επηρεάζονται
Aoristνα επηρεάσωνα επηρεάσουμε, να επηρεάσομενα επηρεαστώνα επηρεαστούμε
να επηρεάσειςνα επηρεάσετενα επηρεαστείςνα επηρεαστείτε
να επηρεάσεινα επηρεάσουννα επηρεαστείνα επηρεαστούν(ε)
Perfνα έχω επηρεάσει
να έχω επηρεασμένο
να έχουμε επηρεάσει
να έχουμε επηρεασμένο
να έχω επηρεαστεί
να είμαι επηρεασμένος, -η
να έχουμε επηρεαστεί
να είμαστε επηρεασμένοι, -ες
να έχεις επηρεάσει
να έχεις επηρεασμένο
να έχετε επηρεάσει
να έχετε επηρεασμένο
να έχεις επηρεαστεί
να είσαι επηρεασμένος, -η
να έχετε επηρεαστεί
να είστε επηρεασμένοι, -ες
να έχει επηρεάσει
να έχει επηρεασμένο
να έχουν επηρεάσει
να έχουν επηρεασμένο
να έχει επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένος, -η, -ο
να έχουν επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεπηρέαζεεπηρεάζετεεπηρεάζεστε
Aoristεπηρέασεεπηρεάστεεπηρεάσουεπηρεαστείτε
Part
izip
Presεπηρεάζονταςεπηρεαζόμενος
Perfέχοντας επηρεάσει, έχοντας επηρεασμένοεπηρεασμένος, -η, -οεπηρεασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεπηρεάσειεπηρεαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback