eintauchen
 Verb

βυθίζω Verb
(0)
βουτώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Bald..." "...werden wir eintauchen..." "...in...""Σύντομα... θα βυθιστούμε... μέσα στις... παγερές... μέσα στις παγερές σκιές."

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn Sie in das gemeinsame Wesen des Körpers eintauchen, finden Sie Zufriedenheit und Erfüllung.Και όταν καταδυθείτε στη συνολική ύπαρξη του Σώματος, θα βρείτε ευτυχία και ολοκλήρωση.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst in den Teich eintauchen und schon bald wird dich die Furcht übermannen.Το κόλπο είναι ότι πρέπει να βυθιστείς στη λίμνη κι ο φόβος θα ρθει κολυμπώντας να σε χαιρετήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber anstatt in neue Höhen aufzusteigen, wollen wir sehen, wie tief man sinkt. Wie tief wir in den Abfall eintauchen.Έχουμε εκπληκτική τεχνολογία στα χέρια μας κι αντί ν'ανεβαίνουμε, κοιτάμε να πάμε ακόμα πιο κάτω!

Übersetzung nicht bestätigt

in deine Geheimnisse eintauchen?Το μυαλό; Τα μυστικά της καρδιάς σου;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βυθίζωβυθίζουμε, βυθίζομεβυθίζομαιβυθιζόμαστε
βυθίζειςβυθίζετεβυθίζεσαιβυθίζεστε, βυθιζόσαστε
βυθίζειβυθίζουν(ε)βυθίζεταιβυθίζονται
Imper
fekt
βύθιζαβυθίζαμεβυθιζόμουν(α)βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν
βύθιζεςβυθίζατεβυθιζόσουν(α)βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν
βύθιζεβύθιζαν, βυθίζαν(ε)βυθιζόταν(ε)βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν
Aoristβύθισαβυθίσαμεβυθίστηκαβυθιστήκαμε
βύθισεςβυθίσατεβυθίστηκεςβυθιστήκατε
βύθισεβύθισαν, βυθίσαν(ε)βυθίστηκεβυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βυθίσει
έχω βυθισμένο
έχουμε βυθίσει
έχουμε βυθισμένο
έχω βυθιστεί
είμαι βυθισμένος, -η
έχουμε βυθιστεί
είμαστε βυθισμένοι, -ες
έχεις βυθίσει
έχεις βυθισμένο
έχετε βυθίσει
έχετε βυθισμένο
έχεις βυθιστεί
είσαι βυθισμένος, -η
έχετε βυθιστεί
είστε βυθισμένοι, -ες
έχει βυθίσει
έχει βυθισμένο
έχουν βυθίσει
έχουν βυθισμένο
έχει βυθιστεί
είναι βυθισμένος, -η, -ο
έχουν βυθιστεί
είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βυθίσει
είχα βυθισμένο
είχαμε βυθίσει
είχαμε βυθισμένο
είχα βυθιστεί
ήμουν βυθισμένος, -η
είχαμε βυθιστεί
ήμαστε βυθισμένοι, -ες
είχες βυθίσει
είχες βυθισμένο
είχατε βυθίσει
είχατε βυθισμένο
είχες βυθιστεί
ήσουν βυθισμένος, -η
είχατε βυθιστεί
ήσαστε βυθισμένοι, -ες
είχε βυθίσει
είχε βυθισμένο
είχαν βυθίσει
είχαν βυθισμένο
είχε βυθιστεί
ήταν βυθισμένος, -η, -ο
είχαν βυθιστεί
ήταν βυθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βυθίζωθα βυθίζουμε, θα βυθίζομεθα βυθίζομαιθα βυθιζόμαστε
θα βυθίζειςθα βυθίζετεθα βυθίζεσαιθα βυθίζεστε, θα βυθιζόσαστε
θα βυθίζειθα βυθίζουν(ε)θα βυθίζεταιθα βυθίζονται
Fut
ur
θα βυθίσωθα βυθίσουμε, θα βυθίζομεθα βυθιστώθα βυθιστούμε
θα βυθίσειςθα βυθίσετεθα βυθιστείςθα βυθιστείτε
θα βυθίσειθα βυθίσουν(ε)θα βυθιστείθα βυθιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βυθίσει
θα έχω βυθισμένο
θα έχουμε βυθίσει
θα έχουμε βυθισμένο
θα έχω βυθιστεί
θα είμαι βυθισμένος, -η
θα έχουμε βυθιστεί
θα είμαστε βυθισμένοι, -ες
θα έχεις βυθίσει
θα έχεις βυθισμένο
θα έχετε βυθίσει
θα έχετε βυθισμένο
θα έχεις βυθιστεί
θα είσαι βυθισμένος, -η
θα έχετε βυθιστεί
θα είστε βυθισμένοι, -ες
θα έχει βυθίσει
θα έχει βυθισμένο
θα έχουν βυθίσει
θα έχουν βυθισμένο
θα έχει βυθιστεί
θα είναι βυθισμένος, -η, -ο
θα έχουν βυθιστεί
θα είναι βυθισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βυθίζωνα βυθίζουμε, να βυθίζομενα βυθίζομαινα βυθιζόμαστε
να βυθίζειςνα βυθίζετενα βυθίζεσαινα βυθίζεστε, να βυθιζόσαστε
να βυθίζεινα βυθίζουν(ε)να βυθίζεταινα βυθίζονται
Aoristνα βυθίσωνα βυθίσουμε, να βυθίσομενα βυθιστώνα βυθιστούμε
να βυθίσειςνα βυθίσετενα βυθιστείςνα βυθιστείτε
να βυθίσεινα βυθίσουν(ε)να βυθιστείνα βυθιστούν(ε)
Perfνα έχω βυθίσει
να έχω βυθισμένο
να έχουμε βυθίσει
να έχουμε βυθισμένο
να έχω βυθιστεί
να είμαι βυθισμένος, -η
να έχουμε βυθιστεί
να είμαστε βυθισμένοι, -ες
να έχεις βυθίσει
να έχεις βυθισμένο
να έχετε βυθίσει
να έχετε βυθισμένο
να έχεις βυθιστεί
να είσαι βυθισμένος, -η
να έχετε βυθιστεί
να είστε βυθισμένοι, -ες
να έχει βυθίσει
να έχει βυθισμένο
να έχουν βυθίσει
να έχουν βυθισμένο
να έχει βυθιστεί
να είναι βυθισμένος, -η, -ο
να έχουν βυθιστεί
να είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβύθιζεβυθίζετεβυθίζεστε
Aoristβύθισεβυθίστεβυθίσουβυθιστείτε
Part
izip
Presβυθίζονταςβυθιζόμενος
Perfέχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένοβυθισμένος, -η, -οβυθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβυθίσειβυθιστεί



απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
βουτήξει
μετοχή (ενεστώτας)
βουτώντας
προσωπικές εγκλίσεις
μέλλονταςθα βουτήξωθα βουτήξειςθα βουτήξειθα βουτήξο(υ)μεθα βουτήξετεθα βουτήξουν(ε)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback