Deutsch | Griechisch |
---|---|
"Bald..." "...werden wir eintauchen..." "...in..." | "Σύντομα... θα βυθιστούμε... μέσα στις... παγερές... μέσα στις παγερές σκιές." Übersetzung nicht bestätigt |
Und wenn Sie in das gemeinsame Wesen des Körpers eintauchen, finden Sie Zufriedenheit und Erfüllung. | Και όταν καταδυθείτε στη συνολική ύπαρξη του Σώματος, θα βρείτε ευτυχία και ολοκλήρωση. Übersetzung nicht bestätigt |
Du musst in den Teich eintauchen und schon bald wird dich die Furcht übermannen. | Το κόλπο είναι ότι πρέπει να βυθιστείς στη λίμνη κι ο φόβος θα ρθει κολυμπώντας να σε χαιρετήσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber anstatt in neue Höhen aufzusteigen, wollen wir sehen, wie tief man sinkt. Wie tief wir in den Abfall eintauchen. | Έχουμε εκπληκτική τεχνολογία στα χέρια μας κι αντί ν'ανεβαίνουμε, κοιτάμε να πάμε ακόμα πιο κάτω! Übersetzung nicht bestätigt |
in deine Geheimnisse eintauchen? | Το μυαλό; Τα μυστικά της καρδιάς σου; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
eintauchen |
eintunken |
tauchen |
stippen |
tunken |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | tauche ein | ||
du | tauchst ein | |||
er, sie, es | taucht ein | |||
Präteritum | ich | tauchte ein | ||
Konjunktiv II | ich | tauchte ein | ||
Imperativ | Singular | tauch ein! tauche ein! | ||
Plural | taucht ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingetaucht | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:eintauchen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βυθίζω | βυθίζουμε, βυθίζομε | βυθίζομαι | βυθιζόμαστε |
βυθίζεις | βυθίζετε | βυθίζεσαι | βυθίζεστε, βυθιζόσαστε | ||
βυθίζει | βυθίζουν(ε) | βυθίζεται | βυθίζονται | ||
Imper fekt | βύθιζα | βυθίζαμε | βυθιζόμουν(α) | βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν | |
βύθιζες | βυθίζατε | βυθιζόσουν(α) | βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν | ||
βύθιζε | βύθιζαν, βυθίζαν(ε) | βυθιζόταν(ε) | βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν | ||
Aorist | βύθισα | βυθίσαμε | βυθίστηκα | βυθιστήκαμε | |
βύθισες | βυθίσατε | βυθίστηκες | βυθιστήκατε | ||
βύθισε | βύθισαν, βυθίσαν(ε) | βυθίστηκε | βυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βυθίσει έχω βυθισμένο | έχουμε βυθίσει έχουμε βυθισμένο | έχω βυθιστεί είμαι βυθισμένος, -η | έχουμε βυθιστεί είμαστε βυθισμένοι, -ες | |
έχεις βυθίσει έχεις βυθισμένο | έχετε βυθίσει έχετε βυθισμένο | έχεις βυθιστεί είσαι βυθισμένος, -η | έχετε βυθιστεί είστε βυθισμένοι, -ες | ||
έχει βυθίσει έχει βυθισμένο | έχουν βυθίσει έχουν βυθισμένο | έχει βυθιστεί είναι βυθισμένος, -η, -ο | έχουν βυθιστεί είναι βυθισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βυθίσει είχα βυθισμένο | είχαμε βυθίσει είχαμε βυθισμένο | είχα βυθιστεί ήμουν βυθισμένος, -η | είχαμε βυθιστεί ήμαστε βυθισμένοι, -ες | |
είχες βυθίσει είχες βυθισμένο | είχατε βυθίσει είχατε βυθισμένο | είχες βυθιστεί ήσουν βυθισμένος, -η | είχατε βυθιστεί ήσαστε βυθισμένοι, -ες | ||
είχε βυθίσει είχε βυθισμένο | είχαν βυθίσει είχαν βυθισμένο | είχε βυθιστεί ήταν βυθισμένος, -η, -ο | είχαν βυθιστεί ήταν βυθισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βυθίζω | θα βυθίζουμε, | θα βυθίζομαι | θα βυθιζόμαστε | |
θα βυθίζεις | θα βυθίζετε | θα βυθίζεσαι | θα βυθίζεστε, | ||
θα βυθίζει | θα βυθίζουν(ε) | θα βυθίζεται | θα βυθίζονται | ||
Fut ur | θα βυθίσω | θα βυθίσουμε, | θα βυθιστώ | θα βυθιστούμε | |
θα βυθίσεις | θα βυθίσετε | θα βυθιστείς | θα βυθιστείτε | ||
θα βυθίσει | θα βυθίσουν(ε) | θα βυθιστεί | θα βυθιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βυθίζω | να βυθίζουμε, | να βυθίζομαι | να βυθιζόμαστε |
να βυθίζεις | να βυθίζετε | να βυθίζεσαι | να βυθίζεστε, | ||
να βυθίζει | να βυθίζουν(ε) | να βυθίζεται | να βυθίζονται | ||
Aorist | να βυθίσω | να βυθίσουμε, | να βυθιστώ | να βυθιστούμε | |
να βυθίσεις | να βυθίσετε | να βυθιστείς | να βυθιστείτε | ||
να βυθίσει | να βυθίσουν(ε) | να βυθιστεί | να βυθιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βυθίσει | να έχουμε βυθίσει | να έχω βυθιστεί | να έχουμε βυθιστεί | |
να έχεις βυθίσει | να έχετε βυθίσει | να έχεις βυθιστεί | να έχετε βυθιστεί | ||
να έχει βυθίσει | να έχουν βυθίσει | να έχει βυθιστεί | να έχουν βυθιστεί | ||
Imper ativ | Pres | βύθιζε | βυθίζετε | βυθίζεστε | |
Aorist | βύθισε | βυθίστε | βυθίσου | βυθιστείτε | |
Part izip | Pres | βυθίζοντας | βυθιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένο | βυθισμένος, -η, -ο | βυθισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βυθίσει | βυθιστεί |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
μέλλοντας | θα βουτήξω | θα βουτήξεις | θα βουτήξει | θα βουτήξο(υ)με | θα βουτήξετε | θα βουτήξουν(ε) |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.