eintunken
 Verb

βουτάω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Darf ich mein Brot eintunken?Μην λες αηδίες. Μπορώ να βουτήξω το ψωμί μου;

Übersetzung nicht bestätigt

Nur ein paar Mal eintunken.Λίγα βουτήματα μόνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden das Waschbecken mit Wasser auffüllen und deine Eier da eintunken. Wenn sie nicht schweben, dann bist du unser Favorit.Θα γεμίσουμε το νιπτήρα με νερό θα τα βάλεις μέσα κι αν δεν επιπλέουν είσαι ο άνθρωπός μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Etwas, dass ich vielleicht eintunken kann, Miss Chalmers?Κάτι να βουτήξω στον καφέ μου;

Übersetzung nicht bestätigt

Man sagt, dass man den Dolch in die Asche eines alten weißen Eschenbaumes eintunken muss, die auf die Ursprünglichen zurückzuführen ist, wenn ein bisschen Wahrheit darin steckt.Είπε πως πρέπει να "βουτήξεις" το στιλέτο στα απομεινάρια ενός δέντρου μιας λευκής βελανιδιάς, που υπάρχει από τον καιρό τον Αρχέγονων. Αν τίποτα απ' όλα αυτά είναι αληθινό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βουτάωβουτάμε, βουτούμεβουτιέμαιβουτιόμαστε
βουτάςβουτάτεβουτιέσαιβουτιέστε, βουτιόσαστε
βουτάει, βουτάβουτάν(ε), βουτούν(ε)βουτιέταιβουτιούνται, βουτιόνται
Imper
fekt
βουτούσα, βούταγαβουτούσαμε, βουτάγαμεβουτιόμουν(α)βουτιόμαστε, βουτιόμασταν
βουτούσες, βούταγεςβουτούσατε, βουτάγατεβουτιόσουν(α)βουτιόσαστε, βουτιόσασταν
βουτούσε, βούταγεβουτούσαν(ε), βούταγαν, βουτάγανεβουτιόταν(ε)βουτιόνταν(ε), βουτιούνταν, βουτιόντουσαν
Aoristβούτηξαβουτήξαμεβουτήχτηκαβουτηχτήκαμε
βούτηξεςβουτήξατεβουτήχτηκεςβουτηχτήκατε
βούτηξεβούτηξαν, βουτήξαν(ε)βουτήχτηκεβουτήχτηκαν, βουτηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω βουτήξει
έχω βουτηγμένο
έχουμε βουτήξει
έχουμε βουτηγμένο
έχω βουτηχτεί
είμαι βουτηγμένος, -η
έχουμε βουτηχτεί
είμαστε βουτηγμένοι, -ες
έχεις βουτήξει
έχεις βουτηγμένο
έχετε βουτήξει
έχετε βουτηγμένο
έχεις βουτηχτεί
είσαι βουτηγμένος, -η
έχετε βουτηχτεί
είστε βουτηγμένοι, -ες
έχει βουτήξει
έχει βουτηγμένο
έχουν βουτήξει
έχουν βουτηγμένο
έχει βουτηχτεί
είναι βουτηγμένος, -η, -ο
έχουν βουτηχτεί
είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα βουτήξει
είχα βουτηγμένο
είχαμε βουτήξει
είχαμε βουτηγμένο
είχα βουτηχτεί
ήμουν βουτηγμένος, -η
είχαμε βουτηχτεί
ήμαστε βουτηγμένοι, -ες
είχες βουτήξει
είχες βουτηγμένο
είχατε βουτήξει
είχατε βουτηγμένο
είχες βουτηχτεί
ήσουν βουτηγμένος, -η
είχατε βουτηχτεί
ήσαστε βουτηγμένοι, -ες
είχε βουτήξει
είχε βουτηγμένο
είχαν βουτήξει
είχαν βουτηγμένο
είχε βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένος, -η, -ο
είχαν βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βουτάω, θα βουτώθα βουτάμε, θα βουτούμεθα βουτιέμαιθα βουτιόμαστε
θα βουτάςθα βουτάτεθα βουτιέσαιθα βουτιέστε, θα βουτιόσαστε
θα βουτάει, θα βουτάθα βουτάν(ε), θα βουτούν(ε)θα βουτιέταιθα βουτιούνται, θα βουτιόνται
Fut
ur
θα βουτήξωθα βουτήξουμε, θα βουτήξομεθα βουτηχτώθα βουτηχτούμε
θα βουτήξειςθα βουτήξετεθα βουτηχτείςθα βουτηχτείτε
θα βουτήξειθα βουτήξουν(ε)θα βουτηχτείθα βουτηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βουτήξει
θα έχω βουτηγμένο
θα έχουμε βουτήξει
θα έχουμε βουτηγμένο
θα έχω βουτηχτεί
θα είμαι βουτηγμένος, -η
θα έχουμε βουτηχτεί
θα είμαστε βουτηγμένοι, -ες
θα έχεις βουτήξει
θα έχεις βουτηγμένο
θα έχετε βουτήξει
θα έχετε βουτηγμένο
θα έχεις βουτηχτεί
θα είσαι βουτηγμένος, -η
θα έχετε βουτηχτεί
θα είστε βουτηγμένοι, -ες
θα έχει βουτήξει
θα έχει βουτηγμένο
θα έχουν βουτήξει
θα έχουν βουτηγμένο
θα έχει βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένος, -η, -ο
θα έχουν βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βουτάω, να βουτώνα βουτάμε, να βουτούμενα βουτιέμαινα βουτιόμαστε
να βουτάςνα βουτάτενα βουτιέσαινα βουτιέστε, να βουτιόσαστε
να βουτάει, να βουτάνα βουτάν(ε), να βουτούν(ε)να βουτιέταινα βουτιούνται, να βουτιόνται
Aoristνα βουτήξωνα βουτήξουμε, να βουτήξομενα βουτηχτώνα βουτηχτούμε
να βουτήξειςνα βουτήξετενα βουτηχτείςνα βουτηχτείτε
να βουτήξεινα βουτήξουν(ε)να βουτηχτείνα βουτηχτούν(ε)
Perfνα έχω βουτήξει
να έχω βουτηγμένο
να έχουμε βουτήξει
να έχουμε βουτηγμένο
να έχω βουτηχτεί
να είμαι βουτηγμένος, -η
να έχουμε βουτηχτεί
να είμαστε βουτηγμένοι, -ες
να έχεις βουτήξει
να έχεις βουτηγμένο
να έχετε βουτήξει
να έχετε βουτηγμένο
να έχεις βουτηχτεί
να είσαι βουτηγμένος, -η
να έχετε βουτηχτεί
να είστε βουτηγμένοι, -η
να έχει βουτήξει
να έχει βουτηγμένο
να έχουν βουτήξει
να έχουν βουτηγμένο
να έχει βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένος, -η, -ο
να έχουν βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβούτα, βούταγεβουτάτεβουτιέστε
Aoristβούτηξε, βούταβουτήξτε, βουτήχτεβουτήξουβουτηχτείτε
Part
izip
Presβουτώντας
Perfέχοντας βουτήξει, έχοντας βουτηγμένοβουτηγμένος, -η, -οβουτηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristβουτήξειβουτηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback