περιορίζω Verb (1) |
καταστέλλω Verb (0) |
φράζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Dort steht "eindämmen". | Εκεί λέει "περιορίζω", ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι σας. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
aufhalten |
zum Stillstand bringen |
Einhalt gebieten |
eindämmen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dämme ein | ||
du | dämmst ein | |||
er, sie, es | dämmt ein | |||
Präteritum | ich | dämmte ein | ||
Konjunktiv II | ich | dämmte ein | ||
Imperativ | Singular | dämm ein! dämme ein! | ||
Plural | dämmt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingedämmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:eindämmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιορίζω | περιορίζουμε, περιορίζομε | περιορίζομαι | περιοριζόμαστε |
περιορίζεις | περιορίζετε | περιορίζεσαι | περιορίζεστε, περιοριζόσαστε | ||
περιορίζει | περιορίζουν(ε) | περιορίζεται | περιορίζονται | ||
Imper fekt | περιόριζα | περιορίζαμε | περιοριζόμουν(α) | περιοριζόμαστε, περιοριζόμασταν | |
περιόριζες | περιορίζατε | περιοριζόσουν(α) | περιοριζόσαστε, περιοριζόσασταν | ||
περιόριζε | περιόριζαν, περιορίζαν(ε) | περιοριζόταν(ε) | περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν | ||
Aorist | περιόρισα | περιορίσαμε | περιορίστηκα | περιοριστήκαμε | |
περιόρισες | περιορίσατε | περιορίστηκες | περιοριστήκατε | ||
περιόρισε | περιόρισαν, περιορίσαν(ε) | περιορίστηκε | περιορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω περιορίσει έχω περιορισμένο | έχουμε περιορίσει έχουμε περιορισμένο | έχω περιοριστεί είμαι περιορισμένος, -η | έχουμε περιοριστεί είμαστε περιορισμένοι, -ες | |
έχεις περιορίσει έχεις περιορισμένο | έχετε περιορίσει έχετε περιορισμένο | έχεις περιοριστεί είσαι περιορισμένος, -η | έχετε περιοριστεί είστε περιορισμένοι, -ες | ||
έχει περιορίσει έχει περιορισμένο | έχουν περιορίσει έχουν περιορισμένο | έχει περιοριστεί είναι περιορισμένος, -η, -ο | έχουν περιοριστεί είναι περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα περιορίσει είχα περιορισμένο | είχαμε περιορίσει είχαμε περιορισμένο | είχα περιοριστεί ήμουν περιορισμένος, -η | είχαμε περιοριστεί ήμαστε περιορισμένοι, -ες | |
είχες περιορίσει είχες περιορισμένο | είχατε περιορίσει είχατε περιορισμένο | είχες περιοριστεί ήσουν περιορισμένος, -η | είχατε περιοριστεί ήσαστε περιορισμένοι, -ες | ||
είχε περιορίσει είχε περιορισμένο | είχαν περιορίσει είχαν περιορισμένο | είχε περιοριστεί ήταν περιορισμένος, -η, -ο | είχαν περιοριστεί ήταν περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιορίζω | θα περιορίζουμε, | θα περιορίζομαι | θα περιοριζόμαστε | |
θα περιορίζεις | θα περιορίζετε | θα περιορίζεσαι | θα περιορίζεστε, | ||
θα περιορίζει | θα περιορίζουν(ε) | θα περιορίζεται | θα περιορίζονται | ||
Fut ur | θα περιορίσω | θα περιορίσουμε, | θα περιοριστώ | θα περιοριστούμε | |
θα περιορίσεις | θα περιορίσετε | θα περιοριστείς | θα περιοριστείτε | ||
θα περιορίσει | θα περιορίσουν(ε) | θα περιοριστεί | θα περιοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιορίζω | να περιορίζουμε, | να περιορίζομαι | να περιοριζόμαστε |
να περιορίζεις | να περιορίζετε | να περιορίζεσαι | να περιορίζεστε, | ||
να περιορίζει | να περιορίζουν(ε) | να περιορίζεται | να περιορίζονται | ||
Aorist | να περιορίσω | να περιορίσουμε, | να περιοριστώ | να περιοριστούμε | |
να περιορίσεις | να περιορίσετε | να περιοριστείς | να περιοριστείτε | ||
να περιορίσει | να περιορίσουν(ε) | να περιοριστεί | να περιοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω περιορίσει | να έχουμε περιορίσει | να έχω περιοριστεί | να έχουμε περιοριστεί | |
να έχεις περιορίσει | να έχετε περιορίσει | να έχεις περιοριστεί | να έχετε περιοριστεί | ||
να έχει περιορίσει | να έχουν περιορίσει | να έχει περιοριστεί | να έχουν περιοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | περιόριζε | περιορίζετε | περιορίζεστε | |
Aorist | περιόρισε | περιορίστε | περιορίσου | περιοριστείτε | |
Part izip | Pres | περιορίζοντας | περιοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας περιορίσει, έχοντας περιορισμένο | περιορισμένος, -η, -ο | περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | περιορίσει | περιοριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φράζω | φράζουμε, φράζομε | φράζομαι | φραζόμαστε |
φράζεις | φράζετε | φράζεσαι | φράζεστε, φραζόσαστε | ||
φράζει | φράζουν(ε) | φράζεται | φράζονται | ||
Imper fekt | έφραζα | φράζαμε | φραζόμουν(α) | φραζόμαστε, φραζόμασταν | |
έφραζες | φράζατε | φραζόσουν(α) | φραζόσαστε, φραζόσασταν | ||
έφραζε | έφραζαν, φράζαν(ε) | φραζόταν(ε) | φράζονταν, φραζόντανε, φραζόντουσαν | ||
Aorist | έφραξα | φράξαμε | φράχτηκα | φραχτήκαμε | |
έφραξες | φράξατε | φράχτηκες | φραχτήκατε | ||
έφραξε | έφραξαν, φράξαν(ε) | φράχτηκε | φράχτηκαν, φραχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω φράξει έχω φραγμένο | έχουμε φράξει έχουμε φραγμένο | έχω φραχτεί είμαι φραγμένος, -η | έχουμε φραχτεί είμαστε φραγμένοι, -ες | |
έχεις φράξει έχεις φραγμένο | έχετε φράξει έχετε φραγμένο | έχεις φραχτεί είσαι φραγμένος, -η | έχετε φραχτεί είστε φραγμένοι, -ες | ||
έχει φράξει έχει φραγμένο | έχουν φράξει έχουν φραγμένο | έχει φραχτεί είναι φραγμένος, -η, -ο | έχουν φραχτεί είναι φραγμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα φράξει είχα φραγμένο | είχαμε φράξει είχαμε φραγμένο | είχα φραχτεί ήμουν φραγμένος, -η | είχαμε φραχτεί ήμαστε φραγμένοι, -ες | |
είχες φράξει είχες φραγμένο | είχατε φράξει είχατε φραγμένο | είχες φραχτεί ήσουν φραγμένος, -η | είχατε φραχτεί ήσαστε φραγμένοι, -ες | ||
είχε φράξει είχε φραγμένο | είχαν φράξει είχαν φραγμένο | είχε φραχτεί ήταν φραγμένος, -η, -ο | είχαν φραχτεί ήταν φραγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα φράζω | θα φράζουμε, θα φράζομε | θα φράζομαι | θα φραζόμαστε | |
θα φράζεις | θα φράζετε | θα φράζεσαι | θα φράζεστε, θα φραζόσατε | ||
θα φράζει | θα φράζουν(ε) | θα φράζεται | θα φράζονται | ||
Fut ur | θα φράξω | θα φράξουμε, θα φράξομε | θα φραχτώ | θα φραχτούμε | |
θα φράξεις | θα φράξετε | θα φραχτείς | θα φραχτείτε | ||
θα φράξει | θα φράξουν(ε) | θα φραχτεί | θα φραχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω φράξει θα έχω φραγμένο | θα έχουμε φράξει θα έχουμε φραγμένο | θα έχω φραχτεί θα είμαι φραγμένος, -η | θα έχουμε φραχτεί θα είμαστε φραγμένοι, -ες | |
θα έχεις φράξει θα έχεις φραγμένο | θα έχετε φράξει θα έχετε φραγμένο | θα έχεις φραχτεί θα είσαι φραγμένος, -η | θα έχετε φραχτεί θα είστε φραγμένοι, -ες | ||
θα έχει φράξει θα έχει φραγμένο | θα έχουν φράξει θα έχουν φραγμένο | θα έχει φραχτεί θα είναι φραγμένος, -η, -ο | θα έχουν φραχτεί θα είναι φραγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φράζω | να φράζουμε, να φράζομε | να φράζομαι | να φραζόμαστε |
να φράζεις | να φράζετε | να φράζεσαι | να φράζεστε να φραζόσαστε | ||
να φράζει | να φράζουν(ε) | να φράζεται | να φράζονται | ||
Aorist | να φράξω | να φράξουμε, να φράξομε | να φραχτώ | να φραχτούμε | |
να φράξεις | να φράξετε | να φραχτείς | να φραχτείτε | ||
να φράξει | να φράξουν | να φραχτεί | να φραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω φράξει να έχω φραγμένο | να έχουμε φραγμένο | να έχω φραχτεί | να έχουμε φραχτεί | |
να έχεις φραγμένο | να έχετε φράξει να έχετε φραγμένο | να έχεις φραχτεί να είσαι φραγμένος, -η | να έχετε φραχτεί να είστε φραγμένοι, -ες | ||
να έχει φράξει να έχει φραγμένο | να έχουν φράξει να έχουν φραγμένο | να έχει φραχτεί | να έχουν φραχτεί | ||
Imper ativ | Pres | φράζε | φράζετε | φράζεστε | |
Aorist | φράξε | φράξτε, φράχτε | φράξου | φραχτείτε | |
Part izip | Pres | φράζοντας | |||
Perf | έχοντας φράξει, έχοντας φραγμένο | φραγμένος, -η, -ο | φραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φράξει | φραχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.