drücken
 Verb

πιέζω Verb
(3)
πατώ Verb
(2)
στενεύω Verb
(0)
εκτυπώνω Verb
(0)
τυπώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und ich habe nicht aufgehört zu drücken, bis er tot war.Και δεν σταμάτησα να πιέζω μέχρι που πέθανε.

Übersetzung nicht bestätigt

Und was muss ich jetzt drücken?Και τι πιέζω τώρα; Δίεση;

Übersetzung nicht bestätigt

Waffe ziehen, Ihnen in den Rücken schießen und sterben, oder weiter auf die Wunde drücken... und weiterleben.Να τραβήξω το όπλο μου να σε πυροβολήσω πισώπλατα και να πεθάνω... η να συνεχίσω να πιέζω τον λαιμό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
betätigen
drücken
Ähnliche Wörter
drücken auf
drückend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιέζωπιέζουμε, πιέζομεπιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζειςπιέζετεπιέζεσαιπιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζειπιέζουν(ε)πιέζεταιπιέζονται
Imper
fekt
πίεζαπιέζαμεπιεζόμουν(α)πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζεςπιέζατεπιεζόσουν(α)πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζεπίεζαν, πιέζαν(ε)πιεζόταν(ε)πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aoristπίεσαπιέσαμεπιέστηκαπιεστήκαμε
πίεσεςπιέσατεπιέστηκεςπιεστήκατε
πίεσεπίεσαν, πιέσαν(ε)πιέστηκεπιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιέζωθα πιέζουμε, θα πιέζομεθα πιέζομαιθα πιεζόμαστε
θα πιέζειςθα πιέζετεθα πιέζεσαιθα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζειθα πιέζουν(ε)θα πιέζεταιθα πιέζονται
Fut
ur
θα πιέσωθα πιέσουμε, θα πιέζομεθα πιεστώθα πιεστούμε
θα πιέσειςθα πιέσετεθα πιεστείςθα πιεστείτε
θα πιέσειθα πιέσουν(ε)θα πιεστείθα πιεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιέζωνα πιέζουμε, να πιέζομενα πιέζομαινα πιεζόμαστε
να πιέζειςνα πιέζετενα πιέζεσαινα πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζεινα πιέζουν(ε)να πιέζεταινα πιέζονται
Aoristνα πιέσωνα πιέσουμε, να πιέσομενα πιεστώνα πιεστούμε
να πιέσειςνα πιέσετενα πιεστείςνα πιεστείτε
να πιέσεινα πιέσουν(ε)να πιεστείνα πιεστούν(ε)
Perfνα έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπίεζεπιέζετεπιέζεστε
Aoristπίεσεπιέστεπιέσουπιεστείτε
Part
izip
Presπιέζονταςπιεζόμενος
Perfέχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένοπιεσμένος, -η, -οπιεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιέσειπιεστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πατάω, πατώπατάμε, πατούμεπατιέμαιπατιόμαστε
πατάςπατάτεπατιέσαιπατιέστε, πατιόσαστε
πατάει, πατάπατάν(ε), πατούν(ε)πατιέταιπατιούνται, πατιόνται
Imper
fekt
πατούσα, πάταγαπατούσαμε, πατάγαμεπατιόμουν(α)πατιόμαστε, πατιόμασταν
πατούσες, πάταγεςπατούσατε, πατάγατεπατιόσουν(α)πατιόσαστε, πατιόσασταν
πατούσε, πάταγεπατούσαν(ε), πάταγαν, πατάγανεπατιόταν(ε)πατιόνταν(ε), πατιούνταν, πατιόντουσαν
Aoristπάτησαπατήσαμεπατήθηκαπατηθήκαμε
πάτησεςπατήσατεπατήθηκεςπατηθήκατε
πάτησεπάτησαν, πατήσαν(ε)πατήθηκεπατήθηκαν, πατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πατήσει
έχω πατημένο
έχουμε πατήσει
έχουμε πατημένο
έχω πατηθεί
είμαι πατημένος, -η
έχουμε πατηθεί
είμαστε πατημένοι, -ες
έχεις πατήσει
έχεις πατημένο
έχετε πατήσει
έχετε πατημένο
έχεις πατηθεί
είσαι πατημένος, -η
έχετε πατηθεί
είστε πατημένοι, -ες
έχει πατήσει
έχει πατημένο
έχουν πατήσει
έχουν πατημένο
έχει πατηθεί
είναι πατημένος, -η, -ο
έχουν πατηθεί
είναι πατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πατήσει
είχα πατημένο
είχαμε πατήσει
είχαμε πατημένο
είχα πατηθεί
ήμουν πατημένος, -η
είχαμε πατηθεί
ήμαστε πατημένοι, -ες
είχες πατήσει
είχες πατημένο
είχατε πατήσει
είχατε πατημένο
είχες πατηθεί
ήσουν πατημένος, -η
είχατε πατηθεί
ήσαστε πατημένοι, -ες
είχε πατήσει
είχε πατημένο
είχαν πατήσει
είχαν πατημένο
είχε πατηθεί
ήταν πατημένος, -η, -ο
είχαν πατηθεί
ήταν πατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πατάω, θα πατώθα πατάμε, θα πατούμεθα πατιέμαιθα πατιόμαστε
θα πατάςθα πατάτεθα πατιέσαιθα πατιέστε, θα πατιόσαστε
θα πατάει, θα πατάθα πατάν(ε), θα πατούν(ε)θα πατιέταιθα πατιούνται, θα πατιόνται
Fut
ur
θα πατήσωθα πατήσουμε, θα πατήσομεθα πατηθώθα πατηθούμε
θα πατήσειςθα πατήσετεθα πατηθείςθα πατηθείτε
θα πατήσειθα πατήσουν(ε)θα πατηθείθα πατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πατήσει
θα έχω πατημένο
θα έχουμε πατήσει
θα έχουμε πατημένο
θα έχω πατηθεί
θα είμαι πατημένος, -η
θα έχουμε πατηθεί
θα είμαστε πατημένοι, -ες
θα έχεις πατήσει
θα έχεις πατημένο
θα έχετε πατήσει
θα έχετε πατημένο
θα έχεις πατηθεί
θα είσαι πατημένος, -η
θα έχετε πατηθεί
θα είστε πατημένοι, -ες
θα έχει πατήσει
θα έχει πατημένο
θα έχουν πατήσει
θα έχουν πατημένο
θα έχει πατηθεί
θα είναι πατημένος, -η, -ο
θα έχουν πατηθεί
θα είναι πατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πατάω, να πατώνα πατάμε, να πατούμενα πατιέμαινα πατιόμαστε
να πατάςνα πατάτενα πατιέσαινα πατιέστε, να πατιόσαστε
να πατάει, να πατάνα πατάν(ε), να πατούν(ε)να πατιέταινα πατιούνται, να πατιόνται
Aoristνα πατήσωνα πατήσουμε, να πατήσομενα πατηθώνα πατηθούμε
να πατήσειςνα πατήσετενα πατηθείςνα πατηθείτε
να πατήσεινα πατήσουν(ε)να πατηθείνα πατηθούν(ε)
Perfνα έχω πατήσει
να έχω πατημένο
να έχουμε πατήσει
να έχουμε πατημένο
να έχω πατηθεί
να είμαι πατημένος, -η
να έχουμε πατηθεί
να είμαστε πατημένοι, -ες
να έχεις πατήσει
να έχεις πατημένο
να έχετε πατήσει
να έχετε πατημένο
να έχεις πατηθεί
να είσαι πατημένος, -η
να έχετε πατηθεί
να είστε πατημένοι, -η
να έχει πατήσει
να έχει πατημένο
να έχουν πατήσει
να έχουν πατημένο
να έχει πατηθεί
να είναι πατημένος, -η, -ο
να έχουν πατηθεί
να είναι πατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπάτα, πάταγεπατάτεπατιέστε
Aoristπάτησε, πάταπατήστεπατήσουπατηθείτε
Part
izip
Presπατώντας
Perfέχοντας πατήσει, έχοντας πατημένοπατημένος, -η, -οπατημένοι, -ες, -α
InfinAoristπατήσειπατηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τυπώνωτυπώνουμε, τυπώνομετυπώνομαιτυπωνόμαστε
τυπώνειςτυπώνετετυπώνεσαιτυπώνεστε, τυπωνόσαστε
τυπώνειτυπώνουν(ε)τυπώνεταιτυπώνονται
Imper
fekt
τύπωνατυπώναμετυπωνόμουν(α)τυπωνόμαστε, τυπωνόμασταν
τύπωνεςτυπώνατετυπωνόσουν(α)τυπωνόσαστε, τυπωνόσασταν
τύπωνετύπωναν, τυπώναν(ε)τυπωνόταν(ε)τυπώνονταν, τυπωνόντανε, τυπωνόντουσαν
Aoristτύπωσατυπώσαμετυπώθηκατυπωθήκαμε
τύπωσεςτυπώσατετυπώθηκεςτυπωθήκατε
τύπωσετύπωσαν, τυπώσαν(ε)τυπώθηκετυπώθηκαν, τυπωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τυπώσει
έχω τυπωμένο
έχουμε τυπώσει
έχουμε τυπωμένο
έχω τυπωθεί
είμαι τυπωμένος, -η
έχουμε τυπωθεί
είμαστε τυπωμένοι, -ες
έχεις τυπώσει
έχεις τυπωμένο
έχετε τυπώσει
έχετε τυπωμένο
έχεις τυπωθεί
είσαι τυπωμένος, -η
έχετε τυπωθεί
είστε τυπωμένοι, -ες
έχει τυπώσει
έχει τυπωμένο
έχουν τυπώσει
έχουν τυπωμένο
έχει τυπωθεί
είναι τυπωμένος, -η, -ο
έχουν τυπωθεί
είναι τυπωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τυπώσει
είχα τυπωμένο
είχαμε τυπώσει
είχαμε τυπωμένο
είχα τυπωθεί
ήμουν τυπωμένος, -η
είχαμε τυπωθεί
ήμαστε τυπωμένοι, -ες
είχες τυπώσει
είχες τυπωμένο
είχατε τυπώσει
είχατε τυπωμένο
είχες τυπωθεί
ήσουν τυπωμένος, -η
είχατε τυπωθεί
ήσαστε τυπωμένοι, -ες
είχε τυπώσει
είχε τυπωμένο
είχαν τυπώσει
είχαν τυπωμένο
είχε τυπωθεί
ήταν τυπωμένος, -η, -ο
είχαν τυπωθεί
ήταν τυπωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τυπώνωθα τυπώνουμε, θα τυπώνομεθα τυπώνομαιθα τυπωνόμαστε
θα τυπώνειςθα τυπώνετεθα τυπώνεσαιθα τυπώνεστε, θα τυπωνόσαστε
θα τυπώνειθα τυπώνουν(ε)θα τυπώνεταιθα τυπώνονται
Fut
ur
θα τυπώσωθα τυπώσουμε, θα τυπώσομεθα τυπωθώθα τυπωθούμε
θα τυπώσειςθα τυπώσετεθα τυπωθείςθα τυπωθείτε
θα τυπώσειθα τυπώσουνθα τυπωθείθα τυπωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τυπώσει
θα έχω τυπωμένο
θα έχουμε τυπώσει
θα έχουμε τυπωμένο
θα έχω τυπωθεί
θα είμαι τυπωμένος, -η
θα έχουμε τυπωθεί
θα είμαστε τυπωμένοι, -ες
θα έχεις τυπώσει
θα έχεις τυπωμένο
θα έχετε τυπώσει
θα έχετε τυπωμένο
θα έχεις τυπωθεί
θα είσαι τυπωμένος, -η
θα έχετε τυπωθεί
θα είστε τυπωμένοι, -ες
θα έχει τυπώσει
θα έχει τυπωμένο
θα έχουν τυπώσει
θα έχουν τυπωμένο
θα έχει τυπωθεί
θα είναι τυπωμένος, -η, -ο
θα έχουν τυπωθεί
θα είναι τυπωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τυπώνωνα τυπώνουμε, να τυπώνομενα τυπώνομαινα τυπωνόμαστε
να τυπώνειςνα τυπώνετενα τυπώνεσαινα τυπώνεστε, να τυπωνόσαστε
να τυπώνεινα τυπώνουν(ε)να τυπώνεταινα τυπώνονται
Aoristνα τυπώσωνα τυπώσουμε, να τυπώσομενα τυπωθώνα τυπωθούμε
να τυπώσειςνα τυπώσετενα τυπωθείςνα τυπωθείτε
να τυπώσεινα τυπώσουν(ε)να τυπωθείνα τυπωθούν(ε)
Perfνα έχω τυπώσει
να έχω τυπωμένο
να έχουμε τυπώσει
να έχουμε τυπωμένο
να έχω τυπωθεί
να είμαι τυπωμένος, -η
να έχουμε τυπωθεί
να είμαστε τυπωμένοι, -ες
να έχεις τυπώσει
να έχεις τυπωμένο
να έχετε τυπώσει
να έχετε τυπωμένο
να έχεις τυπωθεί
να είσαι τυπωμένος, -η
να έχετε τυπωθεί
να είστε τυπωμένοι, -ες
να έχει τυπώσει
να έχει τυπωμένο
να έχουν τυπώσει
να έχουν τυπωμένο
να έχει τυπωθεί
να είναι τυπωμένος, -η, -ο
να έχουν τυπωθεί
να είναι τυπωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτύπωνετυπώνετετυπώνεστε
Aoristτύπωσετυπώστε, τυπώσετετυπώσουτυπωθείτε
Part
izip
Presτυπώνοντας
Perfέχοντας τυπώσει, έχοντας τυπωμένοτυπωμένος, -η, -οτυπωμένοι, -ες, -α
InfinAoristτυπώσειτυπωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback