στενεύω Verb  [stenevo, steneyw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στενεύω

στενεύω στενός + -εύω altgriechisch στενός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu στενεύω

στενεύω [stenévo] -ομαι : 1α. κάνω κτ. στενό μικραίνοντας το πλάτος ή γενικά τις διαστάσεις του. ANT φαρδαίνω, πλαταίνω: Στενεύουν το πεζοδρόμιο για να φαρδύνουν το δρόμο. στενεύω ένα φαρδύ ρούχο. || για ρούχα ή για παπούτσια που είναι τόσο στενά, μικρά, ώστε να ενοχλούν, να στενοχωρούν κπ.: Tο φουστάνι με στενεύει στη μέση. Tα παπούτσια είναι ένα νούμερο μικρότερα και με στενεύουν. β. γίνομαι στενός. β1. αποκτώ μικρότερες διαστάσεις: Ο δρόμος / το ποτάμι στενεύει πιο κάτω. Δε στένεψαν τα ρούχα σου, εσύ πάχυνες. || (επέκτ.): Στένεψαν τα όρια του κράτους μετά την ήττα στον πόλεμο. β2. (μτφ.) περιορίζομαι από έναν ευρύτερο κύκλο σε ένα μικρότερο: Στενεύει ο κύκλος των υπόπτων / των συγγενών…, γίνεται πιο ολιγάριθμος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback