decken
 (ugs.)  Verb

καλύπτω Verb
(24)
μαρκάρω Verb
(1)
στρώνω Verb
(0)
υπερκαλύπτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Warum soll ich den Armleuchter decken?Δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να καλύπτω αυτό το μαλάκα.

Übersetzung nicht bestätigt

Reicht es dir nicht, dass ich mich diesem Blechstern bediene um deine schmutzigen Machenschaften zu decken?Δεν είναι αρκετό που χρησιμοποιώ το αστέρι μου... για να καλύπτω τις βρωμοδουλειές σας;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde dir den Rücken decken.Έλα, θα σε καλύπτω εγώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann sie nicht mehr decken. Sie sind im Restaurant beim Essen.Δεν μπορώ να τους καλύπτω άλλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde dich nicht mehr decken, Carol.Δεν σε καλύπτω άλλο, Κάρολ.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
panzern
decken
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλύπτωκαλύπτουμε, καλύπτομεκαλύπτομαικαλυπτόμαστε
καλύπτειςκαλύπτετεκαλύπτεσαικαλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτεικαλύπτουν(ε)καλύπτεταικαλύπτονται
Imper
fekt
κάλυπτακαλύπταμεκαλυπτόμουν(α)καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
κάλυπτεςκαλύπτατεκαλυπτόσουν(α)καλυπτόσαστε
κάλυπτεκάλυπταν, καλύπταν(ε)καλυπτόταν(ε)καλύπτονταν
Aoristκάλυψακαλύψαμεκαλύφθηκα, καλύφτηκακαλυφθήκαμε, καλυφτήκαμε
κάλυψεςκαλύψατεκαλύφθηκες, καλύφτηκεςκαλυφθήκατε, καλυφτήκατε
κάλυψεκάλυψαν, καλύψαν(ε)καλύφθηκε, καλύφτηκεκαλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε), καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καλύψει
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει
έχουμε καλυμμένο
έχω καλυφθεί
έχω καλυφτεί
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί
έχουμε καλυφτεί
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλύψει
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει
έχετε καλυμμένο
έχεις καλυφθεί
έχεις καλυφτεί
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί
έχετε καλυφτεί
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλύψει
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει
έχουν καλυμμένο
έχει καλυφθεί
έχει καλυφτεί
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθεί
έχουν καλυφτεί
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καλύψει
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει
είχαμε καλυμμένο
είχα καλυφθεί
είχα καλυφτεί
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί
είχαμε καλυφτεί
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλύψει
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει
είχατε καλυμμένο
είχες καλυφθεί
είχες καλυφτεί
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί
είχατε καλυφτεί
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλύψει
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει
είχαν καλυμμένο
είχε καλυφθεί
είχε καλυφτεί
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί
είχαν καλυφτεί
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλύπτωθα καλύπτουμε, θα καλύπτομεθα καλύπτομαιθα καλυπτόμαστε
θα καλύπτειςθα καλύπτετεθα καλύπτεσαιθα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτειθα καλύπτουν(ε)θα καλύπτεταιθα καλύπτονται
Fut
ur
θα καλύψωθα καλύψουμε, θα καλύψομεθα καλυφθώ, θα καλυφτώθα καλυφθούμε, θα καλυφτούμε
θα καλύψειςθα καλύψετεθα καλυφθείς, θα καλυφτείςθα καλυφθείτε, θα καλυφτείτε
θα καλύψειθα καλύψουν(ε)θα καλυφθεί, θα καλυφτείθα καλυφθούν(ε), θα καλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλύψει
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχω καλυφθεί
θα έχω καλυφτεί
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί
θα έχουμε καλυφτεί
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλύψει
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει
θα έχετε καλυμμένο
θα έχεις καλυφθεί
θα έχεις καλυφτεί
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί
θα έχετε καλυφτεί
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλύψει
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει
θα έχουν καλυμμένο
θα έχει καλυφθεί
θα έχει καλυφτεί
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί
θα έχουν καλυφτεί
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλύπτωνα καλύπτουμε, να καλύπτομενα καλύπτομαινα καλυπτόμαστε
να καλύπτειςνα καλύπτετενα καλύπτεσαινα καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτεινα καλύπτουν(ε)να καλύπτεταινα καλύπτονται
Aoristνα καλύψωνα καλύψουμε, να καλύψομενα καλυφθώ, να καλυφτώνα καλυφθούμε, να καλυφτούμε
να καλύψειςνα καλύψετενα καλυφθείς, να καλυφτείςνα καλυφθείτε, να καλυφτείτε
να καλύψεινα καλύψουν(ε)να καλυφθεί, να καλυφτείνα καλυφθούν(ε), να καλυφτούν(ε)
Perf να έχω καλύψει
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει
να έχουμε καλυμμένο
να έχω καλυφθεί
να έχω καλυφτεί
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί
να έχουμε καλυφτεί
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλύψει
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει
να έχετε καλυμμένο
να έχεις καλυφθεί
να έχεις καλυφτεί
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί
να έχετε καλυφτεί
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλύψει
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει
να έχουν καλυμμένο
να έχει καλυφθεί
να έχει καλυφτεί
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί
να έχουν καλυφτεί
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάλυπτεκαλύπτετεκαλύπτεστε
Aoristκαλύψεκαλύψετε, καλύψτεκαλύψουκαλυφθείτε, καλυφτείτε
Part
izip
Presκαλύπτονταςκαλυπτόμενος
Perfέχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένοκαλυμμένος, -η, -οκαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλύψεικαλυφθεί, καλυπτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στρώνωστρώνουμε, στρώνομεστρώνομαιστρωνόμαστε
στρώνειςστρώνετεστρώνεσαιστρώνεστε, στρωνόσαστε
στρώνειστρώνουν(ε)στρώνεταιστρώνονται
Imper
fekt
έστρωναστρώναμεστρωνόμουν(α)στρωνόμαστε, στρωνόμασταν
έστρωνεςστρώνατεστρωνόσουν(α)στρωνόσαστε, στρωνόσασταν
έστρωνεέστρωναν, στρώναν(ε)στρωνόταν(ε)στρώνονταν, στρωνόντανε, στρωνόντουσαν
Aoristέστρωσαστρώσαμεστρώθηκαστρωθήκαμε
έστρωσεςστρώσατεστρώθηκεςστρωθήκατε
έστρωσεέστρωσαν, στρώσαν(ε)στρώθηκεστρώθηκαν, στρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στρώσει
έχω στρωμένο
έχουμε στρώσει
έχουμε στρωμένο
έχω στρωθεί
είμαι στρωμένος, -η
έχουμε στρωθεί
είμαστε στρωμένοι, -ες
έχεις στρώσει
έχεις στρωμένο
έχετε στρώσει
έχετε στρωμένο
έχεις στρωθεί
είσαι στρωμένος, -η
έχετε στρωθεί
είστε στρωμένοι, -ες
έχει στρώσει
έχει στρωμένο
έχουν στρώσει
έχουν στρωμένο
έχει στρωθεί
είναι στρωμένος, -η, -ο
έχουν στρωθεί
είναι στρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στρώσει
είχα στρωμένο
είχαμε στρώσει
είχαμε στρωμένο
είχα στρωθεί
ήμουν στρωμένος, -η
είχαμε στρωθεί
ήμαστε στρωμένοι, -ες
είχες στρώσει
είχες στρωμένο
είχατε στρώσει
είχατε στρωμένο
είχες στρωθεί
ήσουν στρωμένος, -η
είχατε στρωθεί
ήσαστε στρωμένοι, -ες
είχε στρώσει
είχε στρωμένο
είχαν στρώσει
είχαν στρωμένο
είχε στρωθεί
ήταν στρωμένος, -η, -ο
είχαν στρωθεί
ήταν στρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στρώνωθα στρώνουμε, θα στρώνομεθα στρώνομαιθα στρωνόμαστε
θα στρώνειςθα στρώνετεθα στρώνεσαιθα στρώνεστε, θα στρωνόσαστε
θα στρώνειθα στρώνουν(ε)θα στρώνεταιθα στρώνονται
Fut
ur
θα στρώσωθα στρώσουμε, θα στρώσομεθα στρωθώθα στρωθούμε
θα στρώσειςθα στρώσετεθα στρωθείςθα στρωθείτε
θα στρώσειθα στρώσουνθα στρωθείθα στρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στρώσει
θα έχω στρωμένο
θα έχουμε στρώσει
θα έχουμε στρωμένο
θα έχω στρωθεί
θα είμαι στρωμένος, -η
θα έχουμε στρωθεί
θα είμαστε στρωμένοι, -ες
θα έχεις στρώσει
θα έχεις στρωμένο
θα έχετε στρώσει
θα έχετε στρωμένο
θα έχεις στρωθεί
θα είσαι στρωμένος, -η
θα έχετε στρωθεί
θα είστε στρωμένοι, -ες
θα έχει στρώσει
θα έχει στρωμένο
θα έχουν στρώσει
θα έχουν στρωμένο
θα έχει στρωθεί
θα είναι στρωμένος, -η, -ο
θα έχουν στρωθεί
θα είναι στρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στρώνωνα στρώνουμε, να στρώνομενα στρώνομαινα στρωνόμαστε
να στρώνειςνα στρώνετενα στρώνεσαινα στρώνεστε, να στρωνόσαστε
να στρώνεινα στρώνουν(ε)να στρώνεταινα στρώνονται
Aoristνα στρώσωνα στρώσουμε, να στρώσομενα στρωθώνα στρωθούμε
να στρώσειςνα στρώσετενα στρωθείςνα στρωθείτε
να στρώσεινα στρώσουν(ε)να στρωθείνα στρωθούν(ε)
Perfνα έχω στρώσει
να έχω στρωμένο
να έχουμε στρώσει
να έχουμε στρωμένο
να έχω στρωθεί
να είμαι στρωμένος, -η
να έχουμε στρωθεί
να είμαστε στρωμένοι, -ες
να έχεις στρώσει
να έχεις στρωμένο
να έχετε στρώσει
να έχετε στρωμένο
να έχεις στρωθεί
να είσαι στρωμένος, -η
να έχετε στρωθεί
να είστε στρωμένοι, -ες
να έχει στρώσει
να έχει στρωμένο
να έχουν στρώσει
να έχουν στρωμένο
να έχει στρωθεί
να είναι στρωμένος, -η, -ο
να έχουν στρωθεί
να είναι στρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστρώνεστρώνετεστρώνεστε
Aoristστρώσεστρώστε, στρώσετεστρώσουστρωθείτε
Part
izip
Presστρώνοντας
Perfέχοντας στρώσει, έχοντας στρωμένοστρωμένος, -η, -οστρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristστρώσειστρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback