bestellen
 Verb

παραγγέλνω Verb
(9)
καλλιεργώ Verb
(3)
παραγγέλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Beide rauchten zwei Päckchen am Tag, ungefiltert, und als ich sechs war, konnte ich einen Southern Comfort Manhattan bestellen, trocken mit einer Zitronenspirale, Eiswürfel extra, das Eis extra, damit mehr Alkohol in den Drink passte.Κάπνιζαν ο καθένας δυο πακέτα την ημέρα, άφιλτρα, και όταν έγινα έξι χρονών, μπορούσα να παραγγέλνω Σάουθερν Κόμφορτ Μανχάταν, με πάγο, και παγάκια στην άκρη για να ξαναγεμίζεις το ποτήρι με αλκοόλ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλλιεργώκαλλιεργούμεκαλλιεργούμαικαλλιεργούμαστε
καλλιεργείςκαλλιεργείτεκαλλιεργείσαικαλλιεργείστε
καλλιεργείκαλλιεργούν(ε)καλλιεργείταικαλλιεργούνται
Imper
fekt
καλλιεργούσακαλλιεργούσαμεκαλλιεργούμουνκαλλιεργούμαστε
καλλιεργούσεςκαλλιεργούσατε
καλλιεργούσεκαλλιεργούσαν(ε)καλλιεργούνταν, καλλιεργείτοκαλλιεργούνταν, καλλιεργούντο
Aoristκαλλιέργησακαλλιεργήσαμεκαλλιεργήθηκακαλλιεργηθήκαμε
καλλιέργησεςκαλλιεργήσατεκαλλιεργήθηκεςκαλλιεργηθήκατε
καλλιέργησεκαλλιέργησαν, καλλιεργήσαν(ε)καλλιεργήθηκεκαλλιεργήθηκαν, καλλιεργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω καλλιεργήσει
έχω καλλιεργημένο
έχουμε καλλιεργήσει
έχουμε καλλιεργημένο
έχω καλλιεργηθεί
είμαι καλλιεργημένος, -η
έχουμε καλλιεργηθεί
είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
έχεις καλλιεργήσει
έχεις καλλιεργημένο
έχετε καλλιεργήσει
έχετε καλλιεργημένο
έχεις καλλιεργηθεί
είσαι καλλιεργημένος, -η
έχετε καλλιεργηθεί
είστε καλλιεργημένοι, -ες
έχει καλλιεργήσει
έχει καλλιεργημένο
έχουν καλλιεργήσει
έχουν καλλιεργημένο
έχει καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
έχουν καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα καλλιεργήσει
είχα καλλιεργημένο
είχαμε καλλιεργήσει
είχαμε καλλιεργημένο
είχα καλλιεργηθεί
ήμουν καλλιεργημένος, -η
είχαμε καλλιεργηθεί
ήμαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχες καλλιεργήσει
είχες καλλιεργημένο
είχατε καλλιεργήσει
είχατε καλλιεργημένο
είχες καλλιεργηθεί
ήσουν καλλιεργημένος, -η
είχατε καλλιεργηθεί
ήσαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχε καλλιεργήσει
είχε καλλιεργημένο
είχαν καλλιεργήσει
είχαν καλλιεργημένο
είχε καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένος, -η, -ο
είχαν καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλλιεργώθα καλλιεργούμεθα καλλιεργούμαιθα καλλιεργούμαστε
θα καλλιεργείςθα καλλιεργείτεθα καλλιεργείσαιθα καλλιεργείστε
θα καλλιεργείθα καλλιεργούν(ε)θα καλλιεργείταιθα καλλιεργούνται
Fut
ur
θα καλλιεργήσωθα καλλιεργήσουμεθα καλλιεργηθώθα καλλιεργηθούμε
θα καλλιεργήσειςθα καλλιεργήσετεθα καλλιεργηθείςθα καλλιεργηθείτε
θα καλλιεργήσειθα καλλιεργήσουν(ε)θα καλλιεργηθείθα καλλιεργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλλιεργήσει
θα έχω καλλιεργημένο
θα έχουμε καλλιεργήσει
θα έχουμε καλλιεργημένο
θα έχω καλλιεργηθεί
θα είμαι καλλιεργημένος, -η
θα έχουμε καλλιεργηθεί
θα είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
θα έχεις καλλιεργήσει
θα έχεις καλλιεργημένο
θα έχετε καλλιεργήσει
θα έχετε καλλιεργημένο
θα έχεις καλλιεργηθεί
θα είσαι καλλιεργημένος, -η
θα έχετε καλλιεργηθεί
θα είστε καλλιεργημένοι, -η
θα έχει καλλιεργήσει
θα έχει καλλιεργημένο
θα έχουν καλλιεργήσει
θα έχουν καλλιεργημένο
θα έχει καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
θα έχουν καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλλιεργώνα καλλιεργούμενα καλλιεργούμαινα καλλιεργούμαστε
να καλλιεργείςνα καλλιεργείτενα καλλιεργείσαινα καλλιεργείστε
να καλλιεργείνα καλλιεργούν(ε)να καλλιεργείταινα καλλιεργούνται
Aoristνα καλλιεργήσωνα καλλιεργήσουμε, να καλλιεργήσομενα καλλιεργηθώνα καλλιεργηθούμε
να καλλιεργήσειςνα καλλιεργήσετενα καλλιεργηθείςνα καλλιεργηθείτε
να καλλιεργήσεινα καλλιεργήσουν(ε)να καλλιεργηθείνα καλλιεργηθούν(ε)
Perfνα έχω καλλιεργήσει
να έχω καλλιεργημένο
να έχουμε καλλιεργήσει
να έχουμε καλλιεργημένο
να έχω καλλιεργηθεί
να είμαι καλλιεργημένος, -η
να έχουμε καλλιεργηθεί
να είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχεις καλλιεργήσει
να έχεις καλλιεργημένο
να έχετε καλλιεργήσει
να έχετε καλλιεργημένο
να έχεις καλλιεργηθεί
να είσαι καλλιεργημένος, -η
να έχετε καλλιεργηθεί
να είστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχει καλλιεργήσει
να έχει καλλιεργημένο
να έχουν καλλιεργήσει
να έχουν καλλιεργημένο
να έχει καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
να έχουν καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαλλιεργείτεκαλλιεργείστε
Aoristκαλλιέργησεκαλλιεργήστε, καλλιεργήσετεκαλλιεργήσουκαλλιεργηθείτε
Part
izip
Presκαλλιεργώντας
Perfέχοντας καλλιεργήσει, έχοντας καλλιεργημένοκαλλιεργημένος, -η, -οκαλλιεργημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλλιεργήσεικαλλιεργηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραγγέλλωπαραγγέλλουμε, παραγγέλλομεπαραγγέλλομαιπαραγγελλόμαστε
παραγγέλλειςπαραγγέλλετεπαραγγέλλεσαιπαραγγέλλεστε, παραγγελλόσαστε
παραγγέλλειπαραγγέλλουν(ε)παραγγέλλεταιπαραγγέλλονται
Imper
fekt
παράγγελλα, παρήγγελλαπαραγγέλλαμεπαραγγελλόμουν(α)παραγγελλόμαστε, παραγγελλόμασταν
παράγγελλες, παρήγγελλεςπαραγγέλλατεπαραγγελλόσουν(α)παραγγελλόσαστε, παραγγελλόσασταν
παράγγελλε, παρήγγελλεπαράγγελλαν, παραγγέλλαν(ε), παρήγγελλανπαραγγελλόταν(ε)παραγγέλλονταν, παραγγελλόντανε, παραγγελλόντουσπαρ
Aoristπαράγγειλα, παρήγγειλαπαραγγείλαμεπαραγγέλθηκαπαραγγελθήκαμε
παράγγειλες, παρήγγειλεςπαραγγείλατεπαραγγέλθηκεςπαραγγελθήκατε
παράγγειλε, παρήγγειλεπαράγγειλαν, παραγγείλαν(ε), παρήγγειλανπαραγγέλθηκεπαραγγέλθηκαν, παραγγελθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραγγείλει
έχω παραγγελεμένο
έχουμε παραγγείλει
έχουμε παραγγελεμένο
έχω παραγγελθεί
είμαι παραγγελεμένος, -η
έχουμε παραγγελθεί
είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
έχεις παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχετε παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχεις παραγγελθεί
είσαι παραγγελεμένος, -η
έχετε παραγγελθεί
είστε παραγγελεμένοι, -ες
έχει παραγγείλει
έχει παραγγελεμένο
έχουν παραγγείλει
έχουν παραγγελεμένο
έχει παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
έχουν παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα παραγγείλει
είχα παραγγελεμένο
είχαμε παραγγείλει
είχαμε παραγγελεμένο
είχα παραγγελθεί
ήμουν παραγγελεμένος, -η
είχαμε παραγγελθεί
ήμαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχες παραγγείλει
είχες παραγγελεμένο
είχατε παραγγείλει
είχατε παραγγελεμένο
είχες παραγγελθεί
ήσουν παραγγελεμένος, -η
είχατε παραγγελθεί
ήσαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχε παραγγείλει
είχε παραγγελεμένο
είχαν παραγγείλει
είχαν παραγγελεμένο
είχε παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένος, -η, -ο
είχαν παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραγγέλλωθα παραγγέλλουμε, θα παραγγέλλομεθα παραγγέλλομαιθα παραγγελλόμαστε
θα παραγγέλλειςθα παραγγέλλετεθα παραγγέλλεσαιθα παραγγέλλεστε, θα παραγγελλόσαστε
θα παραγγέλλειθα παραγγέλλουν(ε)θα παραγγέλλεταιθα παραγγέλλονται
Fut
ur
θα παραγγείλωθα παραγγείλουμε, θα παραγγείλομεθα παραγγελθώθα παραγγελθούμε
θα παραγγείλειςθα παραγγείλετεθα παραγγελθείςθα παραγγελθείτε
θα παραγγείλειθα παραγγείλουν(ε)θα παραγγελθείθα παραγγελθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραγγείλει
θα έχω παραγγελεμένο
θα έχουμε παραγγείλει
θα έχουμε παραγγελεμένο
θα έχω παραγγελθεί
θα είμαι παραγγελεμένος, -η
θα έχουμε παραγγελθεί
θα είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχεις παραγγείλει
θα έχεις παραγγελεμένο
θα έχετε παραγγείλει
θα έχετε παραγγελεμένο
θα έχεις παραγγελθεί
θα είσαι παραγγελεμένος, -η
θα έχετε παραγγελθεί
θα είστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχει παραγγείλει
θα έχει παραγγελεμένο
θα έχουν παραγγείλει
θα έχουν παραγγελεμένο
θα έχει παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
θα έχουν παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραγγέλλωνα παραγγέλλουμε, να παραγγέλλομενα παραγγέλλομαινα παραγγελλόμαστε
να παραγγέλλειςνα παραγγέλλετενα παραγγέλλεσαινα παραγγέλλεστε, να παραγγελλόσαστε
να παραγγέλλεινα παραγγέλλουν(ε)να παραγγέλλεταινα παραγγέλλονται
Aoristνα παραγγείλωνα παραγγείλουμε, να παραγγείλομενα παραγγελθώνα παραγγελθούμε
να παραγγείλειςνα παραγγείλετενα παραγγελθείςνα παραγγελθείτε
να παραγγείλεινα παραγγείλουν(ε)να παραγγελθείνα παραγγελθούν(ε)
Perfνα έχω παραγγείλει
να έχω παραγγελεμένο
να έχουμε παραγγείλει
να έχουμε παραγγελεμένο
να έχω παραγγελθεί
να είμαι παραγγελεμένος, -η
να έχουμε παραγγελθεί
να είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχεις παραγγείλει
να έχεις παραγγελεμένο
να έχετε παραγγείλει
να έχετε παραγγελεμένο
να έχεις παραγγελθεί
να είσαι παραγγελεμένος, -η
να έχετε παραγγελθεί
να είστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχει παραγγείλει
να έχει παραγγελεμένο
να έχουν παραγγείλει
να έχουν παραγγελεμένο
να έχει παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
να έχουν παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαράγγελλεπαραγγέλλετεπαραγγέλλεστε
Aoristπαράγγειλεπαραγγείλετε, παραγγείλτεπαραγγελθείτε
Part
izip
Presπαραγγέλλοντας
Perfέχοντας παραγγείλει, έχοντας παραγγελεμένοπαραγγελεμένος, -η, -οπαραγγελεμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραγγείλειπαραγγελθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback