besprechen
 Verb

συζητώ Verb
(5)
κουβεντιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Bitte störe uns nicht, Maud, ich habe etwas mit Mac zu besprechen.Όχι τώρα, συζητώ με το Μακ.

Übersetzung nicht bestätigt

Lange genug, um zu lernen, solche Dinge nicht mit Fremden zu besprechen.Αρκετό για να μάθω να μη συζητώ τέτοια θέματα με αγνώστους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will nicht wieder heiraten oder solche Themen mit Ihnen besprechen.Κάποιος θα σε προσέξει. Δεν ενδιαφέρομαι να ξαναπαντρευτώ. Και δεν μου αρέσει να συζητώ τα προσωπικά μου μαζί σας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte beim Tanzen keinen Fall besprechen.Δεν νιώθω άνετα να το συζητώ στην πίστα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann solche Dinge nicht gut besprechen.Ξέρεις, δε νιώθω καθόλου άνετα όταν συζητώ τέτοιου είδους πράγματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συζητάω, συζητώσυζητάμε, συζητούμεσυζητιέμαισυζητιόμαστε
συζητάςσυζητάτεσυζητιέσαισυζητιέστε, συζητιόσαστε
συζητάει, συζητάσυζητάν(ε), συζητούν(ε)συζητιέταισυζητιούνται, συζητιόνται
Imper
fekt
συζητούσα, συζήταγασυζητούσαμε, συζητάγαμεσυζητιόμουν(α)συζητιόμαστε, συζητιόμασταν
συζητούσες, συζήταγεςσυζητούσατε, συζητάγατεσυζητιόσουν(α)συζητιόσαστε, συζητιόσασταν
συζητούσε, συζήταγεσυζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανεσυζητιόταν(ε)συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν
Aoristσυζήτησασυζητήσαμεσυζητήθηκασυζητηθήκαμε
συζήτησεςσυζητήσατεσυζητήθηκεςσυζητηθήκατε
συζήτησεσυζήτησαν, συζητήσαν(ε)συζητήθηκεσυζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συζητήσει
έχω συζητημένο
έχουμε συζητήσει
έχουμε συζητημένο
έχω συζητηθεί
είμαι συζητημένος, -η
έχουμε συζητηθεί
είμαστε συζητημένοι, -ες
έχεις συζητήσει
έχεις συζητημένο
έχετε συζητήσει
έχετε συζητημένο
έχεις συζητηθεί
είσαι συζητημένος, -η
έχετε συζητηθεί
είστε συζητημένοι, -ες
έχει συζητήσει
έχει συζητημένο
έχουν συζητήσει
έχουν συζητημένο
έχει συζητηθεί
είναι συζητημένος, -η, -ο
έχουν συζητηθεί
είναι συζητημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συζητήσει
είχα συζητημένο
είχαμε συζητήσει
είχαμε συζητημένο
είχα συζητηθεί
ήμουν συζητημένος, -η
είχαμε συζητηθεί
ήμαστε συζητημένοι, -ες
είχες συζητήσει
είχες συζητημένο
είχατε συζητήσει
είχατε συζητημένο
είχες συζητηθεί
ήσουν συζητημένος, -η
είχατε συζητηθεί
ήσαστε συζητημένοι, -ες
είχε συζητήσει
είχε συζητημένο
είχαν συζητήσει
είχαν συζητημένο
είχε συζητηθεί
ήταν συζητημένος, -η, -ο
είχαν συζητηθεί
ήταν συζητημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συζητάω, θα συζητώθα συζητάμε, θα συζητούμεθα συζητιέμαιθα συζητιόμαστε
θα συζητάςθα συζητάτεθα συζητιέσαιθα συζητιέστε, θα συζητιόσαστε
θα συζητάει, θα συζητάθα συζητάν(ε), θα συζητούν(ε)θα συζητιέταιθα συζητιούνται, θα συζητιόνται
Fut
ur
θα συζητήσωθα συζητήσουμε, θα συζητήσομεθα συζητηθώθα συζητηθούμε
θα συζητήσειςθα συζητήσετεθα συζητηθείςθα συζητηθείτε
θα συζητήσειθα συζητήσουν(ε)θα συζητηθείθα συζητηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συζητήσει
θα έχω συζητημένο
θα έχουμε συζητήσει
θα έχουμε συζητημένο
θα έχω συζητηθεί
θα είμαι συζητημένος, -η
θα έχουμε συζητηθεί
θα είμαστε συζητημένοι, -ες
θα έχεις συζητήσει
θα έχεις συζητημένο
θα έχετε συζητήσει
θα έχετε συζητημένο
θα έχεις συζητηθεί
θα είσαι συζητημένος, -η
θα έχετε συζητηθεί
θα είστε συζητημένοι, -ες
θα έχει συζητήσει
θα έχει συζητημένο
θα έχουν συζητήσει
θα έχουν συζητημένο
θα έχει συζητηθεί
θα είναι συζητημένος, -η, -ο
θα έχουν συζητηθεί
θα είναι συζητημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συζητάω, να συζητώνα συζητάμε, να συζητούμενα συζητιέμαινα συζητιόμαστε
να συζητάςνα συζητάτενα συζητιέσαινα συζητιέστε, να συζητιόσαστε
να συζητάει, να συζητάνα συζητάν(ε), να συζητούν(ε)να συζητιέταινα συζητιούνται, να συζητιόνται
Aoristνα συζητήσωνα συζητήσουμε, να συζητήσομενα συζητηθώνα συζητηθούμε
να συζητήσειςνα συζητήσετενα συζητηθείςνα συζητηθείτε
να συζητήσεινα συζητήσουν(ε)να συζητηθείνα συζητηθούν(ε)
Perfνα έχω συζητήσει
να έχω συζητημένο
να έχουμε συζητήσει
να έχουμε συζητημένο
να έχω συζητηθεί
να είμαι συζητημένος, -η
να έχουμε συζητηθεί
να είμαστε συζητημένοι, -ες
να έχεις συζητήσει
να έχεις συζητημένο
να έχετε συζητήσει
να έχετε συζητημένο
να έχεις συζητηθεί
να είσαι συζητημένος, -η
να έχετε συζητηθεί
να είστε συζητημένοι, -η
να έχει συζητήσει
να έχει συζητημένο
να έχουν συζητήσει
να έχουν συζητημένο
να έχει συζητηθεί
να είναι συζητημένος, -η, -ο
να έχουν συζητηθεί
να είναι συζητημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυζήτα, συζήταγεσυζητάτεσυζητιέστε
Aoristσυζήτησε, συζήτασυζητήστεσυζητήσουσυζητηθείτε
Part
izip
Presσυζητώντας
Perfέχοντας συζητήσει, έχοντας συζητημένοσυζητημένος, -η, -οσυζητημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυζητήσεισυζητηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουβεντιάζωκουβεντιάζουμε, κουβεντιάζομεκουβεντιάζομαικουβεντιαζόμαστε
κουβεντιάζειςκουβεντιάζετεκουβεντιάζεσαικουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε
κουβεντιάζεικουβεντιάζουν(ε)κουβεντιάζεταικουβεντιάζονται
Imper
fekt
κουβέντιαζακουβεντιάζαμεκουβεντιαζόμουν(α)κουβεντιαζόμαστε, κουβεντιαζόμασταν
κουβέντιαζεςκουβεντιάζατεκουβεντιαζόσουν(α)κουβεντιαζόσαστε, κουβεντιαζόσασταν
κουβέντιαζεκουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε)κουβεντιαζόταν(ε)κουβεντιάζονταν, κουβεντιαζόντανε, κουβεντιαζόντουσαν
Aoristκουβέντιασακουβεντιάσαμεκουβεντιάστηκακουβεντιαστήκαμε
κουβέντιασεςκουβεντιάσατεκουβεντιάστηκεςκουβεντιαστήκατε
κουβέντιασεκουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε)κουβεντιάστηκεκουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κουβεντιάσει
έχω κουβεντιασμένο
έχουμε κουβεντιάσει
έχουμε κουβεντιασμένο
έχω κουβεντιαστεί
είμαι κουβεντιασμένος, -η
έχουμε κουβεντιαστεί
είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
έχεις κουβεντιάσει
έχεις κουβεντιασμένο
έχετε κουβεντιάσει
έχετε κουβεντιασμένο
έχεις κουβεντιαστεί
είσαι κουβεντιασμένος, -η
έχετε κουβεντιαστεί
είστε κουβεντιασμένοι, -ες
έχει κουβεντιάσει
έχει κουβεντιασμένο
έχουν κουβεντιάσει
έχουν κουβεντιασμένο
έχει κουβεντιαστεί
είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
έχουν κουβεντιαστεί
είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουβεντιάσει
είχα κουβεντιασμένο
είχαμε κουβεντιάσει
είχαμε κουβεντισμένο
είχα κουβεντιαστεί
ήμουν κουβεντιασμένος, -η
είχαμε κουβεντιαστεί
ήμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
είχες κουβεντιάσει
είχες κουβεντιασμένο
είχατε κουβεντιάσει
είχατε κουβεντιασμένο
είχες κουβεντιαστεί
ήσουν κουβεντιασμένος, -η
είχατε κουβεντιαστεί
ήσαστε κουβεντιασμένοι, -ες
είχε κουβεντιάσει
είχε κουβεντιασμένο
είχαν κουβεντιάσει
είχαν κουβεντιασμένο
είχε κουβεντιαστεί
ήταν κουβεντιασμένος, -η, -ο
είχαν κουβεντιαστεί
ήταν κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουβεντιάζωθα κουβεντιάζουμε, θα κουβεντιάζομεθα κουβεντιάζομαιθα κουβεντιαζόμαστε
θα κουβεντιάζειςθα κουβεντιάζετεθα κουβεντιάζεσαιθα κουβεντιάζεστε, θα κουβεντιαζόσαστε
θα κουβεντιάζειθα κουβεντιάζουν(ε)θα κουβεντιάζεταιθα κουβεντιάζονται
Fut
ur
θα κουβεντιάσωθα κουβεντιάσουμε, θα κουβεντιάζομεθα κουβεντιαστώθα κουβεντιαστούμε
θα κουβεντιάσειςθα κουβεντιάσετεθα κουβεντιαστείςθα κουβεντιαστείτε
θα κουβεντιάσειθα κουβεντιάσουν(ε)θα κουβεντιαστείθα κουβεντιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουβεντιάσει
θα έχω κουβεντιασμένο
θα έχουμε κουβεντιάσει
θα έχουμε κουβεντιασμένο
θα έχω κουβεντιαστεί
θα είμαι κουβεντιασμένος, -η
θα έχουμε κουβεντιαστεί
θα είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
θα έχεις κουβεντιάσει
θα έχεις κουβεντιασμένο
θα έχετε κουβεντιάσει
θα έχετε κουβεντιασμένο
θα έχεις κουβεντιαστεί
θα είσαι κουβεντιασμένος, -η
θα έχετε κουβεντιαστεί
θα είστε κουβεντιασμένοι, -ες
θα έχει κουβεντιάσει
θα έχει κουβεντιασμένο
θα έχουν κουβεντιάσει
θα έχουν κουβεντιασμένο
θα έχει κουβεντιαστεί
θα είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
θα έχουν κουβεντιαστεί
θα είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουβεντιάζωνα κουβεντιάζουμε, να κουβεντιάζομενα κουβεντιάζομαινα κουβεντιαζόμαστε
να κουβεντιάζειςνα κουβεντιάζετενα κουβεντιάζεσαινα κουβεντιάζεστε, να κουβεντιαζόσαστε
να κουβεντιάζεινα κουβεντιάζουν(ε)να κουβεντιάζεταινα κουβεντιάζονται
Aoristνα κουβεντιάσωνα κουβεντιάσουμε, να κουβεντιάσομενα κουβεντιαστώνα κουβεντιαστούμε
να κουβεντιάσειςνα κουβεντιάσετενα κουβεντιαστείςνα κουβεντιαστείτε
να κουβεντιάσεινα κουβεντιάσουν(ε)να κουβεντιαστείνα κουβεντιαστούν(ε)
Perfνα έχω κουβεντιάσει
να έχω κουβεντιασμένο
να έχουμε κουβεντιάσει
να έχουμε κουβεντιασμένο
να έχω κουβεντιαστεί
να είμαι κουβεντιασμένος, -η
να έχουμε κουβεντιαστεί
να είμαστε κουβεντιασμένοι, -ες
να έχεις κουβεντιάσει
να έχεις κουβεντιασμένο
να έχετε κουβεντιάσει
να έχετε κουβεντιασμένο
να έχεις κουβεντιαστεί
να είσαι κουβεντιασμένος, -η
να έχετε κουβεντιαστεί
να είστε κουβεντιασμένοι, -ες
να έχει κουβεντιάσει
να έχει κουβεντιασμένο
να έχουν κουβεντιάσει
να έχουν κουβεντιασμένο
να έχει κουβεντιαστεί
να είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο
να έχουν κουβεντιαστεί
να είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκουβέντιαζεκουβεντιάζετεκουβεντιάζεστε
Aoristκουβέντιασεκουβεντιάστεκουβεντιάσουκουβεντιαστείτε
Part
izip
Presκουβεντιάζονταςκουβεντιαζόμενος
Perfέχοντας κουβεντιάσει, έχοντας κουβεντιασμένοκουβεντιασμένος, -η, -οκουβεντιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουβεντιάσεικουβεντιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback