συζητώ Verb (26) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich habe oft Gelegenheit, mit ihm darüber zu diskutieren. | Έχω συχνά την ευκαιρία να το συζητώ αυτό μαζί του. Übersetzung bestätigt |
Es war wirklich herrlich, mit Ihnen zu diskutieren, und das ist es auch heute noch. | Ήταν πραγματικά θαυμάσιο να συζητώ μαζί σας και εξακολουθεί να είναι και σήμερα. Übersetzung bestätigt |
Im Übrigen muss ich Ihnen, was mich betrifft, sagen, dass es mir stets großes Vergnügen war, mit den Abgeordneten zu diskutieren und sogar ihnen zu widersprechen, denn das ermöglicht es mir, meine eigenen Positionen auszufeilen, und es passiert mir ziemlich häufig, dass ich Ihretwegen meine Meinung ändere, nicht um Ihnen einen Gefallen zu tun, sondern einfach, weil Sie mich überzeugt haben. | Επιπλέον, όσον αφορά εμένα, πάντοτε χαίρομαι ιδιαίτερα να συζητώ με τους βουλευτές, ακόμη και να τους αντικρούω, δεδομένου ότι αυτό με βοηθάει να βελτιώνω τις αντιλήψεις μου. Αλλάζω τακτικά γνώμη χάρη σε εσάς, όχι για να μένετε ικανοποιημένοι, αλλά απλώς επειδή με πείθετε. Übersetzung bestätigt |
In diesem Zusammenhang freue ich mich, mit Ihnen heute Abend zwei Vorschläge zu diskutieren, die beide zu den Zielen im Kampf gegen Steuerhinterziehung und -betrug in zwei unterschiedlichen Steuerbereichen beitragen. | Σε αυτό το πλαίσιο χαίρομαι που συζητώ μαζί σας απόψε δύο προτάσεις που συμβάλλουν στο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής σε δύο διαφορετικούς φορολογικούς τομείς. Übersetzung bestätigt |
Mitglied der Kommission. Herr Präsident, verehrte Mitglieder, es ist mir eine Freude, heute mit Ihnen über Steuerangelegenheiten zu diskutieren, an diesem letzten Tag meines Mandats als Kommissar für Steuern und Zollunion. | Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι βουλευτές, είναι ευχαρίστησή μου να συζητώ φορολογικά θέματα σήμερα μαζί σας, την τελευταία ημέρα της θητείας μου ως Επίτροπος αρμόδιος για θέματα φορολογίας και τελωνειακής ένωσης. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
diskutieren |
bereden |
besprechen |
durchsprechen |
eingehen auf |
wörteln |
sprechen über |
Thema sein (zwischen) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | diskutiere | ||
du | diskutierst | |||
er, sie, es | diskutiert | |||
Präteritum | ich | diskutierte | ||
Konjunktiv II | ich | diskutierte | ||
Imperativ | Singular | diskutier! diskutiere! | ||
Plural | diskutiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
diskutiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:diskutieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συζητάω, συζητώ | συζητάμε, συζητούμε | συζητιέμαι | συζητιόμαστε |
συζητάς | συζητάτε | συζητιέσαι | συζητιέστε, συζητιόσαστε | ||
συζητάει, συζητά | συζητάν(ε), συζητούν(ε) | συζητιέται | συζητιούνται, συζητιόνται | ||
Imper fekt | συζητούσα, συζήταγα | συζητούσαμε, συζητάγαμε | συζητιόμουν(α) | συζητιόμαστε, συζητιόμασταν | |
συζητούσες, συζήταγες | συζητούσατε, συζητάγατε | συζητιόσουν(α) | συζητιόσαστε, συζητιόσασταν | ||
συζητούσε, συζήταγε | συζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανε | συζητιόταν(ε) | συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν | ||
Aorist | συζήτησα | συζητήσαμε | συζητήθηκα | συζητηθήκαμε | |
συζήτησες | συζητήσατε | συζητήθηκες | συζητηθήκατε | ||
συζήτησε | συζήτησαν, συζητήσαν(ε) | συζητήθηκε | συζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συζητάω, | θα συζητάμε, | |||
θα συζητάς | θα συζητάτε | θα συζητιέσαι | θα συζητιέστε, | ||
θα συζητάει, | θα συζητάν(ε), | θα συζητιέται | θα συζητιούνται, | ||
Fut ur | θα συζητήσω | θα συζητήσουμε, | θα συζητηθώ | θα συζητηθούμε | |
θα συζητήσεις | θα συζητήσετε | θα συζητηθείς | θα συζητηθείτε | ||
θα συζητήσει | θα συζητήσουν(ε) | θα συζητηθεί | θα συζητηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συζητάω, | να συζητάμε, | να συζητιέμαι | να συζητιόμαστε |
να συζητάς | να συζητάτε | να συζητιέσαι | να συζητιέστε, | ||
να συζητάει, | να συζητάν(ε), | να συζητιέται | να συζητιούνται, | ||
Aorist | να συζητήσω | να συζητήσουμε, | να συζητηθώ | να συζητηθούμε | |
να συζητήσεις | να συζητήσετε | να συζητηθείς | να συζητηθείτε | ||
να συζητήσει | να συζητήσουν(ε) | να συζητηθεί | να συζητηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συζήτα, συζήταγε | συζητάτε | συζητιέστε | |
Aorist | συζήτησε, συζήτα | συζητήστε | συζητήσου | συζητηθείτε | |
Part izip | Pres | συζητώντας | |||
Perf | έχοντας συζητήσει, | συζητημένος, -η, -ο | συζητημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συζητήσει | συζητηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.