bereisen
 Verb

ταξιδεύω Verb
(3)
γυρίζω Verb
(0)
περιηγούμαι Verb
(0)
περιοδεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Als ich begann Afrika zu bereisen um über die Probleme der Schimpansen und das Verschwinden ihrer Wälder zu sprechen, ist mir mehr und mehr klar geworden, wieviele Problem mit denen Afrika jetzt kämpft, auf die vorangegangene koloniale Ausbeutung zurückgehen.Καθώς ξεκίνησα να ταξιδεύω στην Αφρική, μιλώντας για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χιμπατζήδες και τα δάση που αφανίζονται, συνειδητοποίησα πιο πολύ πόσα από τα προβλήματα της Αφρικής θα μπορούσαν να αποδοθούν στην παλιότερη αποικιακή εκμετάλλευση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ταξιδεύωταξιδεύουμε, ταξιδεύομε
ταξιδεύειςταξιδεύετε
ταξιδεύειταξιδεύουν(ε)
Imper
fekt
ταξίδευαταξιδεύαμε
ταξίδευεςταξιδεύατε
ταξίδευεταξίδευαν, ταξιδεύαν(ε)
Aoristταξίδεψαταξιδέψαμε
ταξίδεψεςταξιδέψατε
ταξίδεψεταξίδεψαν, ταξιδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω ταξιδέψειέχουμε ταξιδέψει
έχεις ταξιδέψειέχετε ταξιδέψει
έχει ταξιδέψειέχουν ταξιδέψει
Plu
per
fekt
είχα ταξιδέψειείχαμε ταξιδέψει
είχες ταξιδέψειείχατε ταξιδέψει
είχε ταξιδέψειείχαν ταξιδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ταξιδεύωθα ταξιδεύουμε, θα ταξιδεύομε
θα ταξιδεύειςθα ταξιδεύετε
θα ταξιδεύειθα ταξιδεύουν(ε)
Fut
ur
θα ταξιδέψωθα ταξιδέψουμε, θα ταξιδέψομε
θα ταξιδέψειςθα ταξιδέψετε
θα ταξιδέψειθα ταξιδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ταξιδέψειθα έχουμε ταξιδέψει
θα έχεις ταξιδέψειθα έχετε ταξιδέψει
θα έχει ταξιδέψειθα έχουν ταξιδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ταξιδεύωνα ταξιδεύουμε, να ταξιδεύομε
να ταξιδεύειςνα ταξιδεύετε
να ταξιδεύεινα ταξιδεύουν(ε)
Aoristνα ταξιδέψωνα ταξιδέψουμε, να ταξιδέψομε
να ταξιδέψειςνα ταξιδέψετε
να ταξιδέψεινα ταξιδέψουν(ε)
Perfνα έχω ταξιδέψεινα έχουμε ταξιδέψει
να έχεις ταξιδέψεινα έχετε ταξιδέψει
να έχει ταξιδέψεινα έχουν ταξιδέψει
Imper
ativ
Presταξίδευεταξιδεύετε
Aoristταξίδεψεταξιδέψτε, ταξιδεύτε
Part
izip
Presταξιδεύοντας
Perfέχοντας ταξιδέψει
InfinAoristταξιδέψει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυρίζω, gurnao">γυρνάωγυρίζουμε, γυρίζομεγυρίζομαιγυριζόμαστε
γυρίζειςγυρίζετεγυρίζεσαιγυρίζεστε, γυριζόσαστε
γυρίζειγυρίζουν(ε)γυρίζεταιγυρίζονται
Imper
fekt
γύριζαγυρίζαμεγυριζόμουν(α)γυριζόμαστε, γυριζόμασταν
γύριζεςγυρίζατεγυριζόσουν(α)γυριζόσαστε, γυριζόσασταν
γύριζεγύριζαν, γυρίζαν(ε)γυριζόταν(ε)γυρίζονταν, γυριζόντανε, γυριζόντουσαν
Aoristγύρισαγυρίσαμεγυρίστηκαγυριστήκαμε
γύρισεςγυρίσατεγυρίστηκεςγυριστήκατε
γύρισεγύρισαν, γυρίσαν(ε)γυρίστηκεγυρίστηκαν, γυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυρίσει
έχω γυρισμένο
έχουμε γυρίσει
έχουμε γυρισμένο
έχω γυριστεί
είμαι γυρισμένος, -η
έχουμε γυριστεί
είμαστε γυρισμένοι, -ες
έχεις γυρίσει
έχεις γυρισμένο
έχετε γυρίσει
έχετε γυρισμένο
έχεις γυριστεί
είσαι γυρισμένος, -η
έχετε γυριστεί
είστε γυρισμένοι, -ες
έχει γυρίσει
έχει γυρισμένο
έχουν γυρίσει
έχουν γυρισμένο
έχει γυριστεί
είναι γυρισμένος, -η, -ο
έχουν γυριστεί
είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυρίσει
είχα γυρισμένο
είχαμε γυρίσει
είχαμε γυρισμένο
είχα γυριστεί
ήμουν γυρισμένος, -η
είχαμε γυριστεί
ήμαστε γυρισμένοι, -ες
είχες γυρίσει
είχες γυρισμένο
είχατε γυρίσει
είχατε γυρισμένο
είχες γυριστεί
ήσουν γυρισμένος, -η
είχατε γυριστεί
ήσαστε γυρισμένοι, -ες
είχε γυρίσει
είχε γυρισμένο
είχαν γυρίσει
είχαν γυρισμένο
είχε γυριστεί
ήταν γυρισμένος, -η, -ο
είχαν γυριστεί
ήταν γυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυρίζωθα γυρίζουμε, θα γυρίζομεθα γυρίζομαιθα γυριζόμαστε
θα γυρίζειςθα γυρίζετεθα γυρίζεσαιθα γυρίζεστε, θα γυριζόσαστε
θα γυρίζειθα γυρίζουν(ε)θα γυρίζεταιθα γυρίζονται
Fut
ur
θα γυρίσωθα γυρίσουμε, θα γυρίζομεθα γυριστώθα γυριστούμε
θα γυρίσειςθα γυρίσετεθα γυριστείςθα γυριστείτε
θα γυρίσειθα γυρίσουν(ε)θα γυριστείθα γυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυρίσει
θα έχω γυρισμένο
θα έχουμε γυρίσει
θα έχουμε γυρισμένο
θα έχω γυριστεί
θα είμαι γυρισμένος, -η
θα έχουμε γυριστεί
θα είμαστε γυρισμένοι, -ες
θα έχεις γυρίσει
θα έχεις γυρισμένο
θα έχετε γυρίσει
θα έχετε γυρισμένο
θα έχεις γυριστεί
θα είσαι γυρισμένος, -η
θα έχετε γυριστεί
θα είστε γυρισμένοι, -ες
θα έχει γυρίσει
θα έχει γυρισμένο
θα έχουν γυρίσει
θα έχουν γυρισμένο
θα έχει γυριστεί
θα είναι γυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυριστεί
θα είναι γυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυρίζωνα γυρίζουμε, να γυρίζομενα γυρίζομαινα γυριζόμαστε
να γυρίζειςνα γυρίζετενα γυρίζεσαινα γυρίζεστε, να γυριζόσαστε
να γυρίζεινα γυρίζουν(ε)να γυρίζεταινα γυρίζονται
Aoristνα γυρίσωνα γυρίσουμε, να γυρίσομενα γυριστώνα γυριστούμε
να γυρίσειςνα γυρίσετενα γυριστείςνα γυριστείτε
να γυρίσεινα γυρίσουν(ε)να γυριστείνα γυριστούν(ε)
Perfνα έχω γυρίσει
να έχω γυρισμένο
να έχουμε γυρίσει
να έχουμε γυρισμένο
να έχω γυριστεί
να είμαι γυρισμένος, -η
να έχουμε γυριστεί
να είμαστε γυρισμένοι, -ες
να έχεις γυρίσει
να έχεις γυρισμένο
να έχετε γυρίσει
να έχετε γυρισμένο
να έχεις γυριστεί
να είσαι γυρισμένος, -η
να έχετε γυριστεί
να είστε γυρισμένοι, -ες
να έχει γυρίσει
να έχει γυρισμένο
να έχουν γυρίσει
να έχουν γυρισμένο
να έχει γυριστεί
να είναι γυρισμένος, -η, -ο
να έχουν γυριστεί
να είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγύριζεγυρίζετεγυρίζεστε
Aoristγύρισεγυρίστεγυρίσουγυριστείτε
Part
izip
Presγυρίζονταςγυριζόμενος
Perfέχοντας γυρίσει, έχοντας γυρισμένογυρισμένος, -η, -ογυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυρίσειγυριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback