durchstreifen
 Verb

γυρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie sollen das Land durchstreifen und alle hängen, die von Furcht nur reden.Να ελέγχει τη γύρω περιοχή. Κρεμάστε όσους μιλούv για φόβο.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie dürfen mein Land durchstreifen.Εχουν δικαίωμα να κυνηγούν στη γη μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Bei diesem Regen die Wälder zu durchstreifen, macht keinen Sinn.Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μείνουμε στο δάσος μέσ`τη βροχή.

Übersetzung nicht bestätigt

So wisset denn, dass diese Riesen mit Hörnern und den Zügen eines Satyrs welche die Landschaft von Cornwall durchstreifen auf Geheiß ihres Gebieters Pendragon überall plündern, rauben und zerstören."Να ξερετε επισης οτι αυτοι οι αγεραστοι γιγαντες..." "Με κερατα και χαρακτηριστικα Σατυρων..." "Τριγυρνανε στη περιοχη του Κορνγουολ..."

Übersetzung nicht bestätigt

Aber, im Ernst, im Bann seines Redeflusses konnte ich wieder die riesige Büffelherde sehen und wilde Indianer, die unser Land durchstreifen, ohne durch ein Gesetz gehemmt zu werden außer dem des Stärkeren, dem Gesetz des Tomahawks und des Pfeil und Bogens.'Ομως, υπό το γήτεμα της ευγ λωττίας του... νιώθω σα να ξαναβλέπω μπροστά μου κοπάδια με βίσονες... κι άγριους ερυθρόδερμους να περιφερονται στην περιφερεια... χωρις κανενα νομο, εκτός απ'το νόμο της επιβίωσης... του τομαχοκ, του τόξου και του βέλους.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυρίζω, gurnao">γυρνάωγυρίζουμε, γυρίζομεγυρίζομαιγυριζόμαστε
γυρίζειςγυρίζετεγυρίζεσαιγυρίζεστε, γυριζόσαστε
γυρίζειγυρίζουν(ε)γυρίζεταιγυρίζονται
Imper
fekt
γύριζαγυρίζαμεγυριζόμουν(α)γυριζόμαστε, γυριζόμασταν
γύριζεςγυρίζατεγυριζόσουν(α)γυριζόσαστε, γυριζόσασταν
γύριζεγύριζαν, γυρίζαν(ε)γυριζόταν(ε)γυρίζονταν, γυριζόντανε, γυριζόντουσαν
Aoristγύρισαγυρίσαμεγυρίστηκαγυριστήκαμε
γύρισεςγυρίσατεγυρίστηκεςγυριστήκατε
γύρισεγύρισαν, γυρίσαν(ε)γυρίστηκεγυρίστηκαν, γυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυρίσει
έχω γυρισμένο
έχουμε γυρίσει
έχουμε γυρισμένο
έχω γυριστεί
είμαι γυρισμένος, -η
έχουμε γυριστεί
είμαστε γυρισμένοι, -ες
έχεις γυρίσει
έχεις γυρισμένο
έχετε γυρίσει
έχετε γυρισμένο
έχεις γυριστεί
είσαι γυρισμένος, -η
έχετε γυριστεί
είστε γυρισμένοι, -ες
έχει γυρίσει
έχει γυρισμένο
έχουν γυρίσει
έχουν γυρισμένο
έχει γυριστεί
είναι γυρισμένος, -η, -ο
έχουν γυριστεί
είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυρίσει
είχα γυρισμένο
είχαμε γυρίσει
είχαμε γυρισμένο
είχα γυριστεί
ήμουν γυρισμένος, -η
είχαμε γυριστεί
ήμαστε γυρισμένοι, -ες
είχες γυρίσει
είχες γυρισμένο
είχατε γυρίσει
είχατε γυρισμένο
είχες γυριστεί
ήσουν γυρισμένος, -η
είχατε γυριστεί
ήσαστε γυρισμένοι, -ες
είχε γυρίσει
είχε γυρισμένο
είχαν γυρίσει
είχαν γυρισμένο
είχε γυριστεί
ήταν γυρισμένος, -η, -ο
είχαν γυριστεί
ήταν γυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυρίζωθα γυρίζουμε, θα γυρίζομεθα γυρίζομαιθα γυριζόμαστε
θα γυρίζειςθα γυρίζετεθα γυρίζεσαιθα γυρίζεστε, θα γυριζόσαστε
θα γυρίζειθα γυρίζουν(ε)θα γυρίζεταιθα γυρίζονται
Fut
ur
θα γυρίσωθα γυρίσουμε, θα γυρίζομεθα γυριστώθα γυριστούμε
θα γυρίσειςθα γυρίσετεθα γυριστείςθα γυριστείτε
θα γυρίσειθα γυρίσουν(ε)θα γυριστείθα γυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυρίσει
θα έχω γυρισμένο
θα έχουμε γυρίσει
θα έχουμε γυρισμένο
θα έχω γυριστεί
θα είμαι γυρισμένος, -η
θα έχουμε γυριστεί
θα είμαστε γυρισμένοι, -ες
θα έχεις γυρίσει
θα έχεις γυρισμένο
θα έχετε γυρίσει
θα έχετε γυρισμένο
θα έχεις γυριστεί
θα είσαι γυρισμένος, -η
θα έχετε γυριστεί
θα είστε γυρισμένοι, -ες
θα έχει γυρίσει
θα έχει γυρισμένο
θα έχουν γυρίσει
θα έχουν γυρισμένο
θα έχει γυριστεί
θα είναι γυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυριστεί
θα είναι γυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυρίζωνα γυρίζουμε, να γυρίζομενα γυρίζομαινα γυριζόμαστε
να γυρίζειςνα γυρίζετενα γυρίζεσαινα γυρίζεστε, να γυριζόσαστε
να γυρίζεινα γυρίζουν(ε)να γυρίζεταινα γυρίζονται
Aoristνα γυρίσωνα γυρίσουμε, να γυρίσομενα γυριστώνα γυριστούμε
να γυρίσειςνα γυρίσετενα γυριστείςνα γυριστείτε
να γυρίσεινα γυρίσουν(ε)να γυριστείνα γυριστούν(ε)
Perfνα έχω γυρίσει
να έχω γυρισμένο
να έχουμε γυρίσει
να έχουμε γυρισμένο
να έχω γυριστεί
να είμαι γυρισμένος, -η
να έχουμε γυριστεί
να είμαστε γυρισμένοι, -ες
να έχεις γυρίσει
να έχεις γυρισμένο
να έχετε γυρίσει
να έχετε γυρισμένο
να έχεις γυριστεί
να είσαι γυρισμένος, -η
να έχετε γυριστεί
να είστε γυρισμένοι, -ες
να έχει γυρίσει
να έχει γυρισμένο
να έχουν γυρίσει
να έχουν γυρισμένο
να έχει γυριστεί
να είναι γυρισμένος, -η, -ο
να έχουν γυριστεί
να είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγύριζεγυρίζετεγυρίζεστε
Aoristγύρισεγυρίστεγυρίσουγυριστείτε
Part
izip
Presγυρίζονταςγυριζόμενος
Perfέχοντας γυρίσει, έχοντας γυρισμένογυρισμένος, -η, -ογυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυρίσειγυριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback