υποστηρίζω Verb (10) |
συνηγορώ Verb (1) |
πρεσβεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich bin sehr gern bereit, diesen Bericht zu befürworten. | Είμαι πολύ χαρούμενος που υποστηρίζω αυτή την έκθεση. Übersetzung bestätigt |
Zweitens möchte ich wie bereits gestern schon die Aufnahme einer spezifischen Rechtsgrundlage für den Sport in den Vertrag befürworten. | Δεύτερον, σήμερα όπως χθες, υποστηρίζω την εγγραφή στη Συνθήκη μιας νομικής βάσης ειδικά για τον αθλητισμό. Übersetzung bestätigt |
In dieser Fragestunde geht es offensichtlich nicht darum, was ich persönlich befürworten kann, sondern welche Diskussionen und Beschlüsse der Rat anstreben sollte. Dieser trägt sich nunmehr mit der Absicht, nach dem Assimilationsprinzip zu verfahren. | (FI) Κυρία Πρόεδρε, αυτό το τμήμα της Ώρας των Ερωτήσεων δεν αφορά προφανώς αυτό που μπορώ προσωπικά να υποστηρίζω, αλλά το είδος των συζητήσεων και των αποφάσεων στις οποίες θα πρέπει να προσβλέπει το Συμβούλιο. Übersetzung bestätigt |
Deshalb kann ich die von der Kommission vorgeschlagenen Ausnahmen nicht befürworten, aber ich unterstütze den Bericht ohne jede Einschränkung. | Γι' αυτό δεν μπορώ να υποστηρίξω τις εξαιρέσεις που προτείνει η Επιτροπή, αλλά υποστηρίζω πλήρως την έκθεση. Übersetzung bestätigt |
Obwohl derzeit noch nicht ganz klar ist, wie dies geschehen soll, würde ich die Aufnahme zusätzlicher Kriterien befürworten, wie Liberalisierung der Märkte, Bekämpfung des Terrorismus, Zusicherungen im Zusammenhang mit Massenvernichtungswaffen, Durchsetzung der Pflicht der Wiederaufnahme von Migranten. Die Umsetzung dieser Kriterien würde zur Stabilisierung der AKP-Länder beitragen. | Αν και δεν είναι εντελώς σαφές με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο επί του παρόντος, υποστηρίζω την ενσωμάτωση επιπρόσθετων κριτηρίων -την απελευθέρωση των αγορών, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τις δεσμεύσεις όσον αφορά τα όπλα μαζικής καταστροφής και την επανεισδοχή των μεταναστών. " εφαρμογή των κριτηρίων αυτών θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της σταθερότητας στις χώρες ΑΚΕ. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
befürworten |
dafür sein |
anpreisen |
sekundieren |
unterstützen |
eintreten (für) |
empfehlen |
(sich) aussprechen für |
(ein) gutes Wort einlegen (für) |
Schützenhilfe leisten |
(sich) engagieren (für) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befürworte | ||
du | befürwortest | |||
er, sie, es | befürwortet | |||
Präteritum | ich | befürwortete | ||
Konjunktiv II | ich | befürwortete | ||
Imperativ | Singular | befürwort! befürworte! | ||
Plural | befürwortet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befürwortet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befürworten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υποστηρίζω | υποστηρίζουμε, υποστηρίζομε | υποστηρίζομαι | στηριζόμαστε |
υποστηρίζεις | υποστηρίζετε | υποστηρίζεσαι | υποστηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
υποστηρίζει | υποστηρίζουν(ε) | υποστηρίζεται | υποστηρίζονται | ||
Imper fekt | υποστήριζα | υποστηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
υποστήριζες | υποστηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
υποστήριζε | υποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | υποστήριξα | υποστηρίξαμε | υποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
υποστήριξες | υποστηρίξατε | υποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
υποστήριξε | υποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε) | υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκε | υποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υποστηρίξει | έχουμε υποστηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις υποστηρίξει έχεις υποστηριγμένο | έχετε υποστηρίξει έχετε υποστηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι υποστηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
έχει υποστηρίξει | έχουν υποστηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα υποστηρίξει | είχαμε υποστηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες υποστηρίξει είχες υποστηριγμένο | είχατε υποστηρίξει είχατε υποστηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν υποστηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
είχε υποστηρίξει είχε υποστηριγμένο | είχαν υποστηρίξει είχαν υποστηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υποστηρίζω | θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομε | θα υποστηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα υποστηρίζεις | θα υποστηρίζετε | θα υποστηρίζεσαι | θα υποστηρίζεστε, | ||
θα υποστηρίζει | θα υποστηρίζουν(ε) | θα υποστηρίζεται | θα υποστηρίζονται | ||
Fut ur | θα υποστηρίξω | θα υποστηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα υποστηρίξεις | θα υποστηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα υποστηρίξει | θα υποστηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υποστηρίξει | θα έχουμε υποστηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις υποστηρίξει θα έχεις υποστηριγμένο | θα έχετε υποστηρίξει θα έχετε υποστηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι υποστηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει υποστηρίξει θα έχει υποστηριγμένο | θα έχουν υποστηρίξει θα έχουν υποστηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υποστηρίζω | να υποστηρίζουμε, | να υποστηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να υποστηρίζεις | να υποστηρίζετε | να υποστηρίζεσαι | να υποστηρίζεστε, | ||
να υποστηρίζει | να υποστηρίζουν(ε) | να υποστηρίζεται | να υποστηρίζονται | ||
Aorist | να υποστηρίξω | να υποστηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να υποστηρίξεις | να υποστηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να υποστηρίξει | να υποστηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω υποστηρίξει | να έχουμε υποστηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις υποστηρίξει | να έχετε υποστηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει υποστηρίξει | να έχουν υποστηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | υποστήριζε | υποστηρίζετε | υποστηρίζεστε | |
Aorist | υποστήριξε | υποστηρίξτε, υποστηρίχτε | υποστηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | υποστηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένο | υποστηριγμένος, -η, -ο | υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υποστηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.