ausschütten
 Verb

χύνω Verb
(0)
διανέμω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Übigens vielen Dank fürs Herz ausschütten.Σε ευχαριστώ που μου κράτησες το χέρι.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht ist es gut für sie, wenn sie mir ihr Herz ausschütten.Φαίνεται ότι κουβαλάτε ένα πραγματικά βαρύ φορτίο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss Euch mein Herz ausschütten.Πρεπει να σου πω οτι υπαρχει στην καρδια μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst unter ihrem Fenster stehen. Und ich werde so tun, als bin ich du. Und ich werde ihr dein Herz ausschütten.Είσαι, αναμφίβολα, ένας από τους καλύτερους άνδρες που ανέπνευσε ποτέ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will das Kind nicht mit dem Bade ausschütten.Δε θελω να καψω τα ξερα μαζι με τα χλωρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
auszahlen
ausschütten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χύνωχύνουμε, χύνομεχύνομαιχυνόμαστε
χύνειςχύνετεχύνεσαιχύνεστε, χυνόσαστε
χύνειχύνουν(ε)χύνεταιχύνονται
Imper
fekt
έχυναχύναμεχυνόμουν(α)χυνόμαστε, χυνόμασταν
έχυνεςχύνατεχυνόσουν(α)χυνόσαστε, χυνόσασταν
έχυνεέχυναν, χύναν(ε)χυνόταν(ε)χύνονταν, χυνόντανε, χυνόντουσαν
Aoristέχυσαχύσαμεχύθηκαχυθήκαμε
έχυσεςχύσατεχύθηκεςχυθήκατε
έχυσεέχυσαν, χύσαν(ε)χύθηκεχύθηκαν, χυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χύσει
έχω χυμένο
έχουμε χύσει
έχουμε χυμένο
έχω χυθεί
είμαι χυμένος, -η
έχουμε χυθεί
είμαστε χυμένοι, -ες
έχεις χύσει
έχεις χυμένο
έχετε χύσει
έχετε χυμένο
έχεις χυθεί
είσαι χυμένος, -η
έχετε χυθεί
είστε χυμένοι, -ες
έχει χύσει
έχει χυμένο
έχουν χύσει
έχουν χυμένο
έχει χυθεί
είναι χυμένος, -η, -ο
έχουν χυθεί
είναι χυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χύσει
είχα χυμένο
είχαμε χύσει
είχαμε χυμένο
είχα χυθεί
ήμουν χυμένος, -η
είχαμε χυθεί
ήμαστε χυμένοι, -ες
είχες χύσει
είχες χυμένο
είχατε χύσει
είχατε χυμένο
είχες χυθεί
ήσουν χυμένος, -η
είχατε χυθεί
ήσαστε χυμένοι, -ες
είχε χύσει
είχε χυμένο
είχαν χύσει
είχαν χυμένο
είχε χυθεί
ήταν χυμένος, -η, -ο
είχαν χυθεί
ήταν χυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χύνωθα χύνουμεθα χύνομαιθα χυνόμαστε
θα χύνειςθα χύνετεθα χύνεσαιθα χύνεστε, θα χυνόσαστε
θα χύνειθα χύνουνθα χύνεταιθα χύνονται
Fut
ur
θα χύσωθα χύσουμεθα χυθώθα χυθούμε
θα χύσειςθα χύσετεθα χυθείςθα χυθείτε
θα χύσειθα χύσουνθα χυθείθα χυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χύσει
θα έχω χυμένο
θα έχουμε χύσει
θα έχουμε χυμένο
θα έχω χυθεί
θα είμαι χυμένος, -η
θα έχουμε χυθεί
θα είμαστε χυμένοι, -ες
θα έχεις χύσει
θα έχεις χυμένο
θα έχετε χύσει
θα έχετε χυμένο
θα έχεις χυθεί
θα είσαι χυμένος, -η
θα έχετε χυθεί
θα είστε χυμένοι, -ες
θα έχει χύσει
θα έχει χυμένο
θα έχουν χύσει
θα έχουν χυμένο
θα έχει χυθεί
θα είναι χυμένος, -η, -ο
θα έχουν χυθεί
θα είναι χυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χύνωνα χύνουμενα χύνομαινα χυνόμαστε
να χύνειςνα χύνετενα χύνεσαινα χύνεστε, να χυνόσαστε
να χύνεινα χύνουννα χύνεταινα χύνονται
Aoristνα χύσωνα χύσουμενα χυθώνα χυθούμε
να χύσειςνα χύσετενα χυθείςνα χυθείτε
να χύσεινα χύσουννα χυθείνα χυθούν(ε)
Perfνα έχω χύσει
να έχω χυμένο
να έχουμε χύσει
να έχουμε χυμένο
να έχω χυθεί
να είμαι χυμένος, -η
να έχουμε χυθεί
να είμαστε χυμένοι, -ες
να έχεις χύσει
να έχεις χυμένο
να έχετε χύσει
να έχετε χυμένο
να έχεις χυθεί
να είσαι χυμένος, -η
να έχετε χυθεί
να είστε χυμένοι, -ες
να έχει χύσει
να έχει χυμένο
να έχουν χύσει
να έχουν χυμένο
να έχει χυθεί
να είναι χυμένος, -η, -ο
να έχουν χυθεί
να είναι χυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχύνεχύνετεχύνεστε
Aoristχύσεχύσετε, χύστεχύσουχυθείτε
Part
izip
Presχύνοντας
Perfέχοντας χύσει, έχοντας χυμένοχυμένος, -η, -οχυμένοι, -ες, -α
InfinAoristχύσειχυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διανέμωδιανέμουμε, διανέμομεδιανέμομαιδιανεμόμαστε
διανέμειςδιανέμετεδιανέμεσαιδιανέμεστε, διανεμόσαστε
διανέμειδιανέμουν(ε)διανέμεταιδιανέμονται
Imper
fekt
διένεμαδιανέμαμεδιανεμόμουν(α)διανεμόμαστε
διένεμεςδιανέματεδιανεμόσουν(α)διανεμόσαστε
διένεμεδιένεμαν, διανέμαν(ε)διανεμόταν(ε)διανέμονταν
Aoristδιένειμαδιανείμαμεδιανεμήθηκαδιανεμηθήκαμε
διένειμεςδιανείματεδιανεμήθηκεςδιανεμηθήκατε
διένειμεδιένειμαν, διανείμαν(ε)διανεμήθηκεδιανεμήθηκαν, διανεμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διανείμει
έχω διανεμημένο
έχουμε διανείμει
έχουμε διανεμημένο
έχω διανεμηθεί
είμαι διανεμημένος, -η
έχουμε διανεμηθεί
είμαστε διανεμημένοι, -ες
έχεις διανείμει
έχεις διανεμημένο
έχετε διανείμει
έχετε διανεμημένο
έχεις διανεμηθεί
είσαι διανεμημένος, -η
έχετε διανεμηθεί
είστε διανεμημένοι, -ες
έχει διανείμει
έχει διανεμημένο
έχουν διανείμει
έχουν διανεμημένο
έχει διανεμηθεί
είναι διανεμημένος, -η, -ο
έχουν διανεμηθεί
είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διανείμει
είχα διανεμημένο
είχαμε διανείμει
είχαμε διανεμημένο
είχα διανεμηθεί
ήμουν διανεμημένος, -η
είχαμε διανεμηθεί
ήμαστε διανεμημένοι, -ες
είχες διανείμει
είχες διανεμημένο
είχατε διανείμει
είχατε διανεμημένο
είχες διανεμηθεί
ήσουν διανεμημένος, -η
είχατε διανεμηθεί
ήσαστε διανεμημένοι, -ες
είχε διανείμει
είχε διανεμημένο
είχαν διανείμει
είχαν διανεμημένο
είχε διανεμηθεί
ήταν διανεμημένος, -η, -ο
είχαν διανεμηθεί
ήταν διανεμημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διανέμωθα διανέμουμε, θα διανέμομεθα διανέμομαιθα διανεμόμαστε
θα διανέμειςθα διανέμετεθα διανέμεσαιθα διανέμεστε θα διανεμόσαστε
θα διανέμειθα διανέμουν(ε)θα διανέμεταιθα διανέμονται
Fut
ur
θα διανείμωθα διανείμουμε, θα διανείμομεθα διανεμηθώθα διανεμηθούμε
θα διανείμειςθα διανείμετεθα διανεμηθείςθα διανεμηθείτε
θα διανείμειθα διανείμουν(ε)θα διανεμηθείθα διανεμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διανείμει
θα έχω διανεμημένο
θα έχουμε διανείμει
θα έχουμε διανεμημένο
θα έχω διανεμηθεί
θα είμαι διανεμημένος, -η
θα έχουμε διανεμηθεί
θα είμαστε διανεμημένοι, -ες
θα έχεις διανείμει
θα έχεις διανεμημένο
θα έχετε διανείμει
θα έχετε διανεμημένο
θα έχεις διανεμηθεί
θα είσαι διανεμημένος, -η
θα έχετε διανεμηθεί
θα είστε διανεμημένοι, -ες
θα έχει διανείμει
θα έχει διανεμημένο
θα έχουν διανείμει
θα έχουν διανεμημένο
θα έχει διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένος, -η, -ο
θα έχουν διανεμηθεί
θα είναι διανεμημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διανέμωνα διανέμουμε, να διανέμομενα διανέμομαινα διανεμόμαστε
να διανέμειςνα διανέμετενα διανέμεσαινα διανέμεστε, να διανεμόσαστε
να διανέμεινα διανέμουν(ε)να διανέμεταινα διανέμονται
Aoristνα διανείμωνα διανείμουμε, να διανείμομενα διανεμηθώνα διανεμηθούμε
να διανείμειςνα διανείμετενα διανεμηθείςνα διανεμηθείτε
να διανείμεινα διανείμουν(ε)να διανεμηθείνα διανεμηθούν(ε)
Perfνα έχω διανείμει
να έχω διανεμημένο
να έχουμε διανείμει
να έχουμε διανεμημένο
να έχω διανεμηθεί
να είμαι διανεμημένος, -η
να έχουμε διανεμηθεί
να είμαστε διανεμημένοι, -ες
να έχεις διανείμει
να έχεις διανεμημένο
να έχετε διανείμει
να έχετε διανεμημένο
να έχεις διανεμηθεί
να είσαι διανεμημένος, -η
να έχετε διανεμηθεί
να είστε διανεμημένοι, -ες
να έχει διανείμει
να έχει διανεμημένο
να έχουν διανείμει
να έχουν διανεμημένο
να έχει διανεμηθεί
να είναι διανεμημένος, -η, -ο
να έχουν διανεμηθεί
να είναι διανεμημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάνεμεδιανέμετεδιανέμεστε
Aoristδιάνειμεδιανείμετεδιανεμηθείτε
Part
izip
Presδιανέμοντας
Perfέχοντας διανείμει, έχοντας διανεμημένοδιανεμημένος, -η, -οδιανεμημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιανείμειδιανεμηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback