πληρώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Besonders wenn ich einen Einkaufsbummel vorhabe, darum würde ich sagen, lassen wir die Gehälter ungekürzt auszahlen. | Εκτός αυτού είμαι καλεσμένη σε γεύμα. Έτσι νομίζω λοιπόν ότι καλύτερα να αφήσουμε τους μισθούς εκεί πού βρίσκονται. Übersetzung nicht bestätigt |
Bitte in Bar auszahlen. | Να μου το δώσετε σε μετρητά. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich kann ihn mit Gold auszahlen. | Μπορώ να τον εξαγοράσω με λίγο χρυσό. Übersetzung nicht bestätigt |
Weißt du, ich hab heute ein bisschen mehr auszahlen müssen als ich angenommen hatte. | Πλήρωσα περισσότερο απ' όσο νόμιζα σήμερα. Θα ήθελες να συναντηθούμε κάπου αύριο; Übersetzung nicht bestätigt |
Aber Sie werden Ihr nichts auszahlen. | Αλλά δε θα την πληρώσετε, έτσι κε Νεφφ; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
auszahlen |
ausschütten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zahle aus | ||
du | zahlst aus | |||
er, sie, es | zahlt aus | |||
Präteritum | ich | zahlte aus | ||
Konjunktiv II | ich | zahlte aus | ||
Imperativ | Singular | zahl aus! zahle aus! | ||
Plural | zahlt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgezahlt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:auszahlen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληρώνω | πληρώνουμε, πληρώνομε | πληρώνομαι | πληρωνόμαστε |
πληρώνεις | πληρώνετε | πληρώνεσαι | πληρώνεστε, πληρωνόσαστε | ||
πληρώνει | πληρώνουν(ε) | πληρώνεται | πληρώνονται | ||
Imper fekt | πλήρωνα | πληρώναμε | πληρωνόμουν(α) | πληρωνόμαστε, πληρωνόμασταν | |
πλήρωνες | πληρώνατε | πληρωνόσουν(α) | πληρωνόσαστε, πληρωνόσασταν | ||
πλήρωνε | πλήρωναν, πληρώναν(ε) | πληρωνόταν(ε) | πληρώνονταν, πληρωνόντανε, πληρωνόντουσαν | ||
Aorist | πλήρωσα | πληρώσαμε | πληρώθηκα | πληρωθήκαμε | |
πλήρωσες | πληρώσατε | πληρώθηκες | πληρωθήκατε | ||
πλήρωσε | πλήρωσαν, πληρώσαν(ε) | πληρώθηκε | πληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληρώνω | θα πληρώνουμε, | θα πληρώνομαι | θα πληρωνόμαστε | |
θα πληρώνεις | θα πληρώνετε | θα πληρώνεσαι | θα πληρώνεστε, | ||
θα πληρώνει | θα πληρώνουν(ε) | θα πληρώνεται | θα πληρώνονται | ||
Fut ur | θα πληρώσω | θα πληρώσουμε, | θα πληρωθώ | θα πληρωθούμε | |
θα πληρώσεις | θα πληρώσετε | θα πληρωθείς | θα πληρωθείτε | ||
θα πληρώσει | θα πληρώσουν | θα πληρωθεί | θα πληρωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πληρώνω | να πληρώνουμε, | να πληρώνομαι | να πληρωνόμαστε |
να πληρώνεις | να πληρώνετε | να πληρώνεσαι | να πληρώνεστε, | ||
να πληρώνει | να πληρώνουν(ε) | να πληρώνεται | να πληρώνονται | ||
Aorist | να πληρώσω | να πληρώσουμε, | να πληρωθώ | να πληρωθούμε | |
να πληρώσεις | να πληρώσετε | να πληρωθείς | να πληρωθείτε | ||
να πληρώσει | να πληρώσουν(ε) | να πληρωθεί | να πληρωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις πληρώσει να έχεις πληρωμένο | να έχετε πληρώσει να έχετε πληρωμένο | να έχεις πληρωθεί να είσαι πληρωμένος, -η | να έχετε πληρωθεί να είστε πληρωμένοι, -ες | ||
να έχει πληρώσει να έχει πληρωμένο | να έχουν πληρώσει να έχουν πληρωμένο | να έχει πληρωθεί | να έχουν πληρωθεί | ||
Imper ativ | Pres | πλήρωνε | πληρώνετε | πληρώνεστε | |
Aorist | πλήρωσε | πληρώσετε, πληρώστε | πληρώσου | πληρωθείτε | |
Part izip | Pres | πληρώνοντας | |||
Perf | έχοντας πληρώσει, | πληρωμένος, -η, -ο | πληρωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληρώσει | πληρωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.