aufwickeln
 Verb

ξετυλίγω Verb
(0)
τυλίγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und dann drei oder vier Nudeln mit der Gabel aufwickeln und anschließend auf dem Löffel drehen."Πλέκετε" τρεις ή τέσσερεις "πλεξούδες" σπαγγέτι, με το πηρούνι σας... και τις "γυρίζετε" απαλά, επάνω στο κουτάλι σας. Τις "τυλίγετε" με αυτόν τον τρόπο.

Übersetzung nicht bestätigt

Das ist ein Großer! Langsam aufwickeln.-Μάζεψέ το.

Übersetzung nicht bestätigt

Und die Schläuche aufwickeln?Και να τυλίξεις τις μάνικες;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte doch Verbände aufwickeln.Γεια σας, Αδερφή Bernadette.

Übersetzung nicht bestätigt

Sollte sich das automatisch aufwickeln, oder...Δε μαζεύεται μόνο του;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
aufwickeln
wickeln
spulen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξετυλίγωξετυλίγουμε, ξετυλίγομεξετυλίγομαιξετυλιγόμαστε
ξετυλίγειςξετυλίγετεξετυλίγεσαιξετυλίγεστε, ξετυλιγόσαστε
ξετυλίγειξετυλίγουν(ε)ξετυλίγεταιξετυλίγονται
Imper
fekt
ξετύλιγαξετυλίγαμεξετυλιγόμουν(α)ξετυλιγόμαστε, ξετυλιγόμασταν
ξετύλιγεςξετυλίγατεξετυλιγόσουν(α)ξετυλιγόσαστε, ξετυλιγόσασταν
ξετύλιγεξετύλιγαν, ξετυλίγαν(ε)ξετυλιγόταν(ε)ξετυλίγονταν, ξετυλιγόντανε, ξετυλιγόντουσαν
Aoristξετύλιξαξετυλίξαμεξετυλίχτηκαξετυλιχτήκαμε
ξετύλιξεςξετυλίξατεξετυλίχτηκεςξετυλιχτήκατε
ξετύλιξεξετύλιξαν, ξετυλίξαν(ε)ξετυλίχτηκεξετυλίχτηκαν, ξετυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξετυλίξει
έχω ξετυλιγμένο
έχουμε ξετυλίξει
έχουμε ξετυλιγμένο
έχω ξετυλιχτεί
είμαι ξετυλιγμένος, -η
έχουμε ξετυλιχτεί
είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
έχεις ξετυλίξει
έχεις ξετυλιγμένο
έχετε ξετυλίξει
έχετε ξετυλιγμένο
έχεις ξετυλιχτεί
είσαι ξετυλιγμένος, -η
έχετε ξετυλιχτεί
είστε ξετυλιγμένοι, -ες
έχει ξετυλίξει
έχει ξετυλιγμένο
έχουν ξετυλίξει
έχουν ξετυλιγμένο
έχει ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
έχουν ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξετυλίξει
είχα ξετυλιγμένο
είχαμε ξετυλίξει
είχαμε ξετυλιγμένο
είχα ξετυλιχτεί
ήμουν ξετυλιγμένος, -η
είχαμε ξετυλιχτεί
ήμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
είχες ξετυλίξει
είχες ξετυλιγμένο
είχατε ξετυλίξει
είχατε ξετυλιγμένο
είχες ξετυλιχτεί
ήσουν ξετυλιγμένος, -η
είχατε ξετυλιχτεί
ήσαστε ξετυλιγμένοι, -ες
είχε ξετυλίξει
είχε ξετυλιγμένο
είχαν ξετυλίξει
είχαν ξετυλιγμένο
είχε ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένος, -η, -ο
είχαν ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξετυλίγωθα ξετυλίγουμε, θα ξετυλίγομεθα ξετυλίγομαιθα ξετυλιγόμαστε
θα ξετυλίγειςθα ξετυλίγετεθα ξετυλίγεσαιθα ξετυλίγεστε, θα ξετυλιγόσαστε
θα ξετυλίγειθα ξετυλίγουν(ε)θα ξετυλίγεταιθα ξετυλίγονται
Fut
ur
θα ξετυλίξωθα ξετυλίξουμε, θα ξετυλίξομεθα ξετυλιχτώθα ξετυλιχτούμε
θα ξετυλίξειςθα ξετυλίξετεθα ξετυλιχτείςθα ξετυλιχτείτε
θα ξετυλίξειθα ξετυλίξουν(ε)θα ξετυλιχτείθα ξετυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξετυλίξει
θα έχω ξετυλιγμένο
θα έχουμε ξετυλίξει
θα έχουμε ξετυλιγμένο
θα έχω ξετυλιχτεί
θα είμαι ξετυλιγμένος, -η
θα έχουμε ξετυλιχτεί
θα είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
θα έχεις ξετυλίξει
θα έχεις ξετυλιγμένο
θα έχετε ξετυλίξει
θα έχετε ξετυλιγμένο
θα έχεις ξετυλιχτεί
θα είσαι ξετυλιγμένος, -η
θα έχετε ξετυλιχτεί
θα είστε ξετυλιγμένοι, -ες
θα έχει ξετυλίξει
θα έχει ξετυλιγμένο
θα έχουν ξετυλίξει
θα έχουν ξετυλιγμένο
θα έχει ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξετυλίγωνα ξετυλίγουμε, να ξετυλίγομενα ξετυλίγομαινα ξετυλιγόμαστε
να ξετυλίγειςνα ξετυλίγετενα ξετυλίγεσαινα ξετυλίγεστε, να ξετυλιγόσαστε
να ξετυλίγεινα ξετυλίγουν(ε)να ξετυλίγεταινα ξετυλίγονται
Aoristνα ξετυλίξωνα ξετυλίξουμε, να ξετυλίξομενα ξετυλιχτώνα ξετυλιχτούμε
να ξετυλίξειςνα ξετυλίξετενα ξετυλιχτείςνα ξετυλιχτείτε
να ξετυλίξεινα ξετυλίξουν(ε)να ξετυλιχτείνα ξετυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω ξετυλίξει
να έχω ξετυλιγμένο
να έχουμε ξετυλίξει
να έχουμε ξετυλιγμένο
να έχω ξετυλιχτεί
να είμαι ξετυλιγμένος, -η
να έχουμε ξετυλιχτεί
να είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
να έχεις ξετυλίξει
να έχεις ξετυλιγμένο
να έχετε ξετυλίξει
να έχετε ξετυλιγμένο
να έχεις ξετυλιχτεί
να είσαι ξετυλιγμένος, -η
να έχετε ξετυλιχτεί
να είστε ξετυλιγμένοι, -ες
να έχει ξετυλίξει
να έχει ξετυλιγμένο
να έχουν ξετυλίξει
να έχουν ξετυλιγμένο
να έχει ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξετύλιγεξετυλίγετεξετυλίγεστε
Aoristξετύλιξεξετυλίξτε, ξετυλίχτεξετυλίξουξετυλιχτείτε
Part
izip
Presξετυλίγοντας
Perfέχοντας ξετυλίξει, έχοντας ξετυλιγμένοξετυλιγμένος, -η, -οξετυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristξετυλίξειξετυλιχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τυλίγωτυλίγουμε, τυλίγομετυλίγομαιτυλιγόμαστε
τυλίγειςτυλίγετετυλίγεσαιτυλίγεστε, τυλιγόσαστε
τυλίγειτυλίγουν(ε)τυλίγεταιτυλίγονται
Imper
fekt
τύλιγατυλίγαμετυλιγόμουν(α)τυλιγόμαστε, τυλιγόμασταν
τύλιγεςτυλίγατετυλιγόσουν(α)τυλιγόσαστε, τυλιγόσασταν
τύλιγετύλιγαν, τυλίγαν(ε)τυλιγόταν(ε)τυλίγονταν, τυλιγόντανε, τυλιγόντουσαν
Aoristτύλιξατυλίξαμετυλίχτηκατυλιχτήκαμε
τύλιξεςτυλίξατετυλίχτηκεςτυλιχτήκατε
τύλιξετύλιξαν, τυλίξαν(ε)τυλίχτηκετυλίχτηκαν, τυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τυλίξει
έχω τυλιγμένο
έχουμε τυλίξει
έχουμε τυλιγμένο
έχω τυλιχτεί
είμαι τυλιγμένος, -η
έχουμε τυλιχτεί
είμαστε τυλιγμένοι, -ες
έχεις τυλίξει
έχεις τυλιγμένο
έχετε τυλίξει
έχετε τυλιγμένο
έχεις τυλιχτεί
είσαι τυλιγμένος, -η
έχετε τυλιχτεί
είστε τυλιγμένοι, -ες
έχει τυλίξει
έχει τυλιγμένο
έχουν τυλίξει
έχουν τυλιγμένο
έχει τυλιχτεί
είναι τυλιγμένος, -η, -ο
έχουν τυλιχτεί
είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τυλίξει
είχα τυλιγμένο
είχαμε τυλίξει
είχαμε τυλιγμένο
είχα τυλιχτεί
ήμουν τυλιγμένος, -η
είχαμε τυλιχτεί
ήμαστε τυλιγμένοι, -ες
είχες τυλίξει
είχες τυλιγμένο
είχατε τυλίξει
είχατε τυλιγμένο
είχες τυλιχτεί
ήσουν τυλιγμένος, -η
είχατε τυλιχτεί
ήσαστε τυλιγμένοι, -ες
είχε τυλίξει
είχε τυλιγμένο
είχαν τυλίξει
είχαν τυλιγμένο
είχε τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένος, -η, -ο
είχαν τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τυλίγωθα τυλίγουμε, θα τυλίγομεθα τυλίγομαιθα τυλιγόμαστε
θα τυλίγειςθα τυλίγετεθα τυλίγεσαιθα τυλίγεστε, θα τυλιγόσαστε
θα τυλίγειθα τυλίγουν(ε)θα τυλίγεταιθα τυλίγονται
Fut
ur
θα τυλίξωθα τυλίξουμε, θα τυλίξομεθα τυλιχτώθα τυλιχτούμε
θα τυλίξειςθα τυλίξετεθα τυλιχτείςθα τυλιχτείτε
θα τυλίξειθα τυλίξουν(ε)θα τυλιχτείθα τυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τυλίξει
θα έχω τυλιγμένο
θα έχουμε τυλίξει
θα έχουμε τυλιγμένο
θα έχω τυλιχτεί
θα είμαι τυλιγμένος, -η
θα έχουμε τυλιχτεί
θα είμαστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχεις τυλίξει
θα έχεις τυλιγμένο
θα έχετε τυλίξει
θα έχετε τυλιγμένο
θα έχεις τυλιχτεί
θα είσαι τυλιγμένος, -η
θα έχετε τυλιχτεί
θα είστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχει τυλίξει
θα έχει τυλιγμένο
θα έχουν τυλίξει
θα έχουν τυλιγμένο
θα έχει τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τυλίγωνα τυλίγουμε, να τυλίγομενα τυλίγομαινα τυλιγόμαστε
να τυλίγειςνα τυλίγετενα τυλίγεσαινα τυλίγεστε, να τυλιγόσαστε
να τυλίγεινα τυλίγουν(ε)να τυλίγεταινα τυλίγονται
Aoristνα τυλίξωνα τυλίξουμε, να τυλίξομενα τυλιχτώνα τυλιχτούμε
να τυλίξειςνα τυλίξετενα τυλιχτείςνα τυλιχτείτε
να τυλίξεινα τυλίξουν(ε)να τυλιχτείνα τυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω τυλίξει
να έχω τυλιγμένο
να έχουμε τυλίξει
να έχουμε τυλιγμένο
να έχω τυλιχτεί
να είμαι τυλιγμένος, -η
να έχουμε τυλιχτεί
να είμαστε τυλιγμένοι, -ες
να έχεις τυλίξει
να έχεις τυλιγμένο
να έχετε τυλίξει
να έχετε τυλιγμένο
να έχεις τυλιχτεί
να είσαι τυλιγμένος, -η
να έχετε τυλιχτεί
να είστε τυλιγμένοι, -ες
να έχει τυλίξει
να έχει τυλιγμένο
να έχουν τυλίξει
να έχουν τυλιγμένο
να έχει τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτύλιγετυλίγετετυλίγεστε
Aoristτύλιξετυλίξτε, τυλίχτετυλίξουτυλιχτείτε
Part
izip
Presτυλίγοντας
Perfέχοντας τυλίξει, έχοντας τυλιγμένοτυλιγμένος, -η, -οτυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτυλίξειτυλιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback