spulen
 Verb

γυρίζω Verb
(0)
τυλίγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Suchen Sie nach Fingerabdrücken und spulen Sie das Band zurück.Να εξεταστεί για αποτυπώματα και να παιχτούν οι ταινίεs.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir spulen zurück.Θα βάλουμε τις κασέτες απ΄την αρχή.

Übersetzung nicht bestätigt

spulen Sie zurück.Γύρνα το πίσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Jetzt spulen wir zwei oder drei Millionen Jahrtausende vor.Τότε πηγαίνουμε γρήγορα δύο η τρεις χιλιετίες μπροστά.

Übersetzung nicht bestätigt

Und jetzt spulen Sie mal vor.Τώρα παραλέιψε τα πιό κάτω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
aufwickeln
wickeln
spulen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυρίζω, gurnao">γυρνάωγυρίζουμε, γυρίζομεγυρίζομαιγυριζόμαστε
γυρίζειςγυρίζετεγυρίζεσαιγυρίζεστε, γυριζόσαστε
γυρίζειγυρίζουν(ε)γυρίζεταιγυρίζονται
Imper
fekt
γύριζαγυρίζαμεγυριζόμουν(α)γυριζόμαστε, γυριζόμασταν
γύριζεςγυρίζατεγυριζόσουν(α)γυριζόσαστε, γυριζόσασταν
γύριζεγύριζαν, γυρίζαν(ε)γυριζόταν(ε)γυρίζονταν, γυριζόντανε, γυριζόντουσαν
Aoristγύρισαγυρίσαμεγυρίστηκαγυριστήκαμε
γύρισεςγυρίσατεγυρίστηκεςγυριστήκατε
γύρισεγύρισαν, γυρίσαν(ε)γυρίστηκεγυρίστηκαν, γυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυρίσει
έχω γυρισμένο
έχουμε γυρίσει
έχουμε γυρισμένο
έχω γυριστεί
είμαι γυρισμένος, -η
έχουμε γυριστεί
είμαστε γυρισμένοι, -ες
έχεις γυρίσει
έχεις γυρισμένο
έχετε γυρίσει
έχετε γυρισμένο
έχεις γυριστεί
είσαι γυρισμένος, -η
έχετε γυριστεί
είστε γυρισμένοι, -ες
έχει γυρίσει
έχει γυρισμένο
έχουν γυρίσει
έχουν γυρισμένο
έχει γυριστεί
είναι γυρισμένος, -η, -ο
έχουν γυριστεί
είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυρίσει
είχα γυρισμένο
είχαμε γυρίσει
είχαμε γυρισμένο
είχα γυριστεί
ήμουν γυρισμένος, -η
είχαμε γυριστεί
ήμαστε γυρισμένοι, -ες
είχες γυρίσει
είχες γυρισμένο
είχατε γυρίσει
είχατε γυρισμένο
είχες γυριστεί
ήσουν γυρισμένος, -η
είχατε γυριστεί
ήσαστε γυρισμένοι, -ες
είχε γυρίσει
είχε γυρισμένο
είχαν γυρίσει
είχαν γυρισμένο
είχε γυριστεί
ήταν γυρισμένος, -η, -ο
είχαν γυριστεί
ήταν γυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυρίζωθα γυρίζουμε, θα γυρίζομεθα γυρίζομαιθα γυριζόμαστε
θα γυρίζειςθα γυρίζετεθα γυρίζεσαιθα γυρίζεστε, θα γυριζόσαστε
θα γυρίζειθα γυρίζουν(ε)θα γυρίζεταιθα γυρίζονται
Fut
ur
θα γυρίσωθα γυρίσουμε, θα γυρίζομεθα γυριστώθα γυριστούμε
θα γυρίσειςθα γυρίσετεθα γυριστείςθα γυριστείτε
θα γυρίσειθα γυρίσουν(ε)θα γυριστείθα γυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυρίσει
θα έχω γυρισμένο
θα έχουμε γυρίσει
θα έχουμε γυρισμένο
θα έχω γυριστεί
θα είμαι γυρισμένος, -η
θα έχουμε γυριστεί
θα είμαστε γυρισμένοι, -ες
θα έχεις γυρίσει
θα έχεις γυρισμένο
θα έχετε γυρίσει
θα έχετε γυρισμένο
θα έχεις γυριστεί
θα είσαι γυρισμένος, -η
θα έχετε γυριστεί
θα είστε γυρισμένοι, -ες
θα έχει γυρίσει
θα έχει γυρισμένο
θα έχουν γυρίσει
θα έχουν γυρισμένο
θα έχει γυριστεί
θα είναι γυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυριστεί
θα είναι γυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυρίζωνα γυρίζουμε, να γυρίζομενα γυρίζομαινα γυριζόμαστε
να γυρίζειςνα γυρίζετενα γυρίζεσαινα γυρίζεστε, να γυριζόσαστε
να γυρίζεινα γυρίζουν(ε)να γυρίζεταινα γυρίζονται
Aoristνα γυρίσωνα γυρίσουμε, να γυρίσομενα γυριστώνα γυριστούμε
να γυρίσειςνα γυρίσετενα γυριστείςνα γυριστείτε
να γυρίσεινα γυρίσουν(ε)να γυριστείνα γυριστούν(ε)
Perfνα έχω γυρίσει
να έχω γυρισμένο
να έχουμε γυρίσει
να έχουμε γυρισμένο
να έχω γυριστεί
να είμαι γυρισμένος, -η
να έχουμε γυριστεί
να είμαστε γυρισμένοι, -ες
να έχεις γυρίσει
να έχεις γυρισμένο
να έχετε γυρίσει
να έχετε γυρισμένο
να έχεις γυριστεί
να είσαι γυρισμένος, -η
να έχετε γυριστεί
να είστε γυρισμένοι, -ες
να έχει γυρίσει
να έχει γυρισμένο
να έχουν γυρίσει
να έχουν γυρισμένο
να έχει γυριστεί
να είναι γυρισμένος, -η, -ο
να έχουν γυριστεί
να είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγύριζεγυρίζετεγυρίζεστε
Aoristγύρισεγυρίστεγυρίσουγυριστείτε
Part
izip
Presγυρίζονταςγυριζόμενος
Perfέχοντας γυρίσει, έχοντας γυρισμένογυρισμένος, -η, -ογυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυρίσειγυριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τυλίγωτυλίγουμε, τυλίγομετυλίγομαιτυλιγόμαστε
τυλίγειςτυλίγετετυλίγεσαιτυλίγεστε, τυλιγόσαστε
τυλίγειτυλίγουν(ε)τυλίγεταιτυλίγονται
Imper
fekt
τύλιγατυλίγαμετυλιγόμουν(α)τυλιγόμαστε, τυλιγόμασταν
τύλιγεςτυλίγατετυλιγόσουν(α)τυλιγόσαστε, τυλιγόσασταν
τύλιγετύλιγαν, τυλίγαν(ε)τυλιγόταν(ε)τυλίγονταν, τυλιγόντανε, τυλιγόντουσαν
Aoristτύλιξατυλίξαμετυλίχτηκατυλιχτήκαμε
τύλιξεςτυλίξατετυλίχτηκεςτυλιχτήκατε
τύλιξετύλιξαν, τυλίξαν(ε)τυλίχτηκετυλίχτηκαν, τυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τυλίξει
έχω τυλιγμένο
έχουμε τυλίξει
έχουμε τυλιγμένο
έχω τυλιχτεί
είμαι τυλιγμένος, -η
έχουμε τυλιχτεί
είμαστε τυλιγμένοι, -ες
έχεις τυλίξει
έχεις τυλιγμένο
έχετε τυλίξει
έχετε τυλιγμένο
έχεις τυλιχτεί
είσαι τυλιγμένος, -η
έχετε τυλιχτεί
είστε τυλιγμένοι, -ες
έχει τυλίξει
έχει τυλιγμένο
έχουν τυλίξει
έχουν τυλιγμένο
έχει τυλιχτεί
είναι τυλιγμένος, -η, -ο
έχουν τυλιχτεί
είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τυλίξει
είχα τυλιγμένο
είχαμε τυλίξει
είχαμε τυλιγμένο
είχα τυλιχτεί
ήμουν τυλιγμένος, -η
είχαμε τυλιχτεί
ήμαστε τυλιγμένοι, -ες
είχες τυλίξει
είχες τυλιγμένο
είχατε τυλίξει
είχατε τυλιγμένο
είχες τυλιχτεί
ήσουν τυλιγμένος, -η
είχατε τυλιχτεί
ήσαστε τυλιγμένοι, -ες
είχε τυλίξει
είχε τυλιγμένο
είχαν τυλίξει
είχαν τυλιγμένο
είχε τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένος, -η, -ο
είχαν τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τυλίγωθα τυλίγουμε, θα τυλίγομεθα τυλίγομαιθα τυλιγόμαστε
θα τυλίγειςθα τυλίγετεθα τυλίγεσαιθα τυλίγεστε, θα τυλιγόσαστε
θα τυλίγειθα τυλίγουν(ε)θα τυλίγεταιθα τυλίγονται
Fut
ur
θα τυλίξωθα τυλίξουμε, θα τυλίξομεθα τυλιχτώθα τυλιχτούμε
θα τυλίξειςθα τυλίξετεθα τυλιχτείςθα τυλιχτείτε
θα τυλίξειθα τυλίξουν(ε)θα τυλιχτείθα τυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τυλίξει
θα έχω τυλιγμένο
θα έχουμε τυλίξει
θα έχουμε τυλιγμένο
θα έχω τυλιχτεί
θα είμαι τυλιγμένος, -η
θα έχουμε τυλιχτεί
θα είμαστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχεις τυλίξει
θα έχεις τυλιγμένο
θα έχετε τυλίξει
θα έχετε τυλιγμένο
θα έχεις τυλιχτεί
θα είσαι τυλιγμένος, -η
θα έχετε τυλιχτεί
θα είστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχει τυλίξει
θα έχει τυλιγμένο
θα έχουν τυλίξει
θα έχουν τυλιγμένο
θα έχει τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τυλίγωνα τυλίγουμε, να τυλίγομενα τυλίγομαινα τυλιγόμαστε
να τυλίγειςνα τυλίγετενα τυλίγεσαινα τυλίγεστε, να τυλιγόσαστε
να τυλίγεινα τυλίγουν(ε)να τυλίγεταινα τυλίγονται
Aoristνα τυλίξωνα τυλίξουμε, να τυλίξομενα τυλιχτώνα τυλιχτούμε
να τυλίξειςνα τυλίξετενα τυλιχτείςνα τυλιχτείτε
να τυλίξεινα τυλίξουν(ε)να τυλιχτείνα τυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω τυλίξει
να έχω τυλιγμένο
να έχουμε τυλίξει
να έχουμε τυλιγμένο
να έχω τυλιχτεί
να είμαι τυλιγμένος, -η
να έχουμε τυλιχτεί
να είμαστε τυλιγμένοι, -ες
να έχεις τυλίξει
να έχεις τυλιγμένο
να έχετε τυλίξει
να έχετε τυλιγμένο
να έχεις τυλιχτεί
να είσαι τυλιγμένος, -η
να έχετε τυλιχτεί
να είστε τυλιγμένοι, -ες
να έχει τυλίξει
να έχει τυλιγμένο
να έχουν τυλίξει
να έχουν τυλιγμένο
να έχει τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτύλιγετυλίγετετυλίγεστε
Aoristτύλιξετυλίξτε, τυλίχτετυλίξουτυλιχτείτε
Part
izip
Presτυλίγοντας
Perfέχοντας τυλίξει, έχοντας τυλιγμένοτυλιγμένος, -η, -οτυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτυλίξειτυλιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback