aufschlagen
 Verb

στήνω Verb
(0)
ανοίγω Verb
(0)
σπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und aufschlagen.Και κτυπήστε.

Übersetzung nicht bestätigt

Hart aufschlagen.Κτυπήστε δυνατά.

Übersetzung nicht bestätigt

Härter aufschlagen.Να κτυπάς πιο δυνατά

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn es dann soweit ist, dauert es 57 Sekunden, bis wir auf dem Wasser aufschlagen.Κι αν συμβεί, θα'χουμε λιγότερο από 3 λεπτά, πριν προσκρούσουμε στο νερό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde eine neue Seite in meinem Leben aufschlagen.Θα δουλέψω σαν να γεννήθηκα ξανά! Η θυσία του θα γίνει παράδειγμα για πολλούς.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
aufschlagen
aufprallen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στήνωστήνουμε, στήνομεστήνομαιστηνόμαστε
στήνειςστήνετεστήνεσαιστήνεστε, στηνόσαστε
στήνειστήνουν(ε)στήνεταιστήνονται
Imper
fekt
έστηναστήναμεστηνόμουν(α)στηνόμαστε, στηνόμασταν
έστηνεςστήνατεστηνόσουν(α)στηνόσαστε, στηνόσασταν
έστηνεέστηναν, στήναν(ε)στηνόταν(ε)στήνονταν, στηνόντανε, στηνόντουσαν
Aoristέστησαστήσαμεστήθηκαστηθήκαμε
έστησεςστήσατεστήθηκεςστηθήκατε
έστησεέστησαν, στήσαν(ε)στήθηκεστήθηκαν, στηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στήσει
έχω στημένο
έχουμε στήσει
έχουμε στημένο
έχω στηθεί
είμαι στημένος, -η
έχουμε στηθεί
είμαστε στημένοι, -ες
έχεις στήσει
έχεις στημένο
έχετε στήσει
έχετε στημένο
έχεις στηθεί
είσαι στημένος, -η
έχετε στηθεί
είστε στημένοι, -ες
έχει στήσει
έχει στημένο
έχουν στήσει
έχουν στημένο
έχει στηθεί
είναι στημένος, -η, -ο
έχουν στηθεί
είναι στημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στήσει
είχα στημένο
είχαμε στήσει
είχαμε στημένο
είχα στηθεί
ήμουν στημένος, -η
είχαμε στηθεί
ήμαστε στημένοι, -ες
είχες στήσει
είχες στημένο
είχατε στήσει
είχατε στημένο
είχες στηθεί
ήσουν στημένος, -η
είχατε στηθεί
ήσαστε στημένοι, -ες
είχε στήσει
είχε στημένο
είχαν στήσει
είχαν στημένο
είχε στηθεί
ήταν στημένος, -η, -ο
είχαν στηθεί
ήταν στημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στήνωθα στήνουμεθα στήνομαιθα στηνόμαστε
θα στήνειςθα στήνετεθα στήνεσαιθα στήνεστε, θα στηνόσαστε
θα στήνειθα στήνουνθα στήνεταιθα στήνονται
Fut
ur
θα στήσωθα στήσουμεθα στηθώθα στηθούμε
θα στήσειςθα στήσετεθα στηθείςθα στηθείτε
θα στήσειθα στήσουνθα στηθείθα στηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στήσει
θα έχω στημένο
θα έχουμε στήσει
θα έχουμε στημένο
θα έχω στηθεί
θα είμαι στημένος, -η
θα έχουμε στηθεί
θα είμαστε στημένοι, -ες
θα έχεις στήσει
θα έχεις στημένο
θα έχετε στήσει
θα έχετε στημένο
θα έχεις στηθεί
θα είσαι στημένος, -η
θα έχετε στηθεί
θα είστε στημένοι, -ες
θα έχει στήσει
θα έχει στημένο
θα έχουν στήσει
θα έχουν στημένο
θα έχει στηθεί
θα είναι στημένος, -η, -ο
θα έχουν στηθεί
θα είναι στημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στήνωνα στήνουμενα στήνομαινα στηνόμαστε
να στήνειςνα στήνετενα στήνεσαινα στήνεστε, να στηνόσαστε
να στήνεινα στήνουννα στήνεταινα στήνονται
Aoristνα στήσωνα στήσουμενα στηθώνα στηθούμε
να στήσειςνα στήσετενα στηθείςνα στηθείτε
να στήσεινα στήσουννα στηθείνα στηθούν(ε)
Perfνα έχω στήσει
να έχω στημένο
να έχουμε στήσει
να έχουμε στημένο
να έχω στηθεί
να είμαι στημένος, -η
να έχουμε στηθεί
να είμαστε στημένοι, -ες
να έχεις στήσει
να έχεις στημένο
να έχετε στήσει
να έχετε στημένο
να έχεις στηθεί
να είσαι στημένος, -η
να έχετε στηθεί
να είστε στημένοι, -ες
να έχει στήσει
να έχει στημένο
να έχουν στήσει
να έχουν στημένο
να έχει στηθεί
να είναι στημένος, -η, -ο
να έχουν στηθεί
να είναι στημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστήνεστήνετεστήνεστε
Aoristστήσεστήσετε, στήστεστήσουστηθείτε
Part
izip
Presστήνοντας
Perfέχοντας στήσει, έχοντας στημένοστημένος, -η, -οστημένοι, -ες, -α
InfinAoristστήσειστηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανοίγωανοίγουμε, ανοίγομεανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγειςανοίγετεανοίγεσαιανοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγειανοίγουν(ε)ανοίγεταιανοίγονται
Imper
fekt
άνοιγαανοίγαμεανοιγόμουν(α)ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
άνοιγεςανοίγατεανοιγόσουν(α)ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
άνοιγεάνοιγαν, ανοίγαν(ε)ανοιγόταν(ε)ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristάνοιξαανοίξαμεανοίχτηκαανοιχτήκαμε
άνοιξεςανοίξατεανοίχτηκεςανοιχτήκατε
άνοιξεάνοιξαν, ανοίξαν(ε)ανοίχτηκεανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανοίξει
έχω ανοιγμένο
έχουμε ανοίξει
έχουμε ανοιγμένο
έχω ανοιχτεί
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοίξει
έχεις ανοιγμένο
έχετε ανοίξει
έχετε ανοιγμένο
έχεις ανοιχτεί
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοίξει
έχει ανοιγμένο
έχουν ανοίξει
έχουν ανοιγμένο
έχει ανοιχτεί
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανοίξει
είχα ανοιγμένο
είχαμε ανοίξει
είχαμε ανοιγμένο
είχα ανοιχτεί
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοίξει
είχες ανοιγμένο
είχατε ανοίξει
είχατε ανοιγμένο
είχες ανοιχτεί
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοίξει
είχε ανοιγμένο
είχαν ανοίξει
είχαν ανοιγμένο
είχε ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανοίγωθα ανοίγουμε, θα ανοίγομεθα ανοίγομαιθα ανοιγόμαστε
θα ανοίγειςθα ανοίγετεθα ανοίγεσαιθα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγειθα ανοίγουν(ε)θα ανοίγεταιθα ανοίγονται
Fut
ur
θα ανοίξωθα ανοίξουμε, θα ανοίξομεθα ανοιχτώθα ανοιχτούμε
θα ανοίξειςθα ανοίξετεθα ανοιχτείςθα ανοιχτείτε
θα ανοίξειθα ανοίξουν(ε)θα ανοιχτείθα ανοιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανοίξει
θα έχω ανοιγμένο
θα έχουμε ανοίξει
θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχω ανοιχτεί
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοίξει
θα έχεις ανοιγμένο
θα έχετε ανοίξει
θα έχετε ανοιγμένο
θα έχεις ανοιχτεί
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοίξει
θα έχει ανοιγμένο
θα έχουν ανοίξει
θα έχουν ανοιγμένο
θα έχει ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανοίγωνα ανοίγουμε, να ανοίγομενα ανοίγομαινα ανοιγόμαστε
να ανοίγειςνα ανοίγετενα ανοίγεσαινα ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεινα ανοίγουν(ε)να ανοίγεταινα ανοίγονται
Aoristνα ανοίξωνα ανοίξουμε, να ανοίξομενα ανοιχτώνα ανοιχτούμε
να ανοίξειςνα ανοίξετενα ανοιχτείςνα ανοιχτείτε
να ανοίξεινα ανοίξουν(ε)να ανοιχτείνα ανοιχτούν(ε)
Perfνα έχω ανοίξει
να έχω ανοιγμένο
να έχουμε ανοίξει
να έχουμε ανοιγμένο
να έχω ανοιχτεί
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοίξει
να έχεις ανοιγμένο
να έχετε ανοίξει
να έχετε ανοιγμένο
να έχεις ανοιχτεί
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοίξει
να έχει ανοιγμένο
να έχουν ανοίξει
να έχουν ανοιγμένο
να έχει ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάνοιγεανοίγετεανοίγεστε
Aoristάνοιξεανοίξτε, ανοίχτεανοίξουανοιχτείτε
Part
izip
Presανοίγοντας
Perfέχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένοανοιγμένος, -η, -οανοιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristανοίξειανοιχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπάζωσπάζουμε, σπάζομεσπάζομαισπαζόμαστε
σπάζειςσπάζετεσπάζεσαισπάζεστε, σπαζόσαστε
σπάζεισπάζουν(ε)σπάζεταισπάζονται
Imper
fekt
έσπαζασπάζαμεσπαζόμουν(α)σπαζόμαστε, σπαζόμασταν
έσπαζεςσπάζατεσπαζόσουν(α)σπαζόσαστε, σπαζόσασταν
έσπαζεέσπαζαν, σπάζαν(ε)σπαζόταν(ε)σπάζονταν, σπαζόντανε, σπαζόντουσαν
Aoristέσπασασπάσαμεσπάστηκασπαστήκαμε
έσπασεςσπάσατεσπάστηκεςσπαστήκατε
έσπασεέσπασαν, σπάσαν(ε)σπάστηκεσπάστηκαν, σπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σπάσει
έχω σπασμένο
έχουμε σπάσει
έχουμε σπασμένο
έχω σπαστεί
είμαι σπασμένος, -η
έχουμε σπαστεί
είμαστε σπασμένοι, -ες
έχεις σπάσει
έχεις σπασμένο
έχετε σπάσει
έχετε σπασμένο
έχεις σπαστεί
είσαι σπασμένος, -η
έχετε σπαστεί
είστε σπασμένοι, -ες
έχει σπάσει
έχει σπασμένο
έχουν σπάσει
έχουν σπασμένο
έχει σπαστεί
είναι σπασμένος, -η, -ο
έχουν σπαστεί
είναι σπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σπάσει
είχα σπασμένο
είχαμε σπάσει
είχαμε αγορσμένο
είχα σπαστεί
ήμουν σπασμένος, -η
είχαμε σπαστεί
ήμαστε σπασμένοι, -ες
είχες σπάσει
είχες σπασμένο
είχατε σπάσει
είχατε σπασμένο
είχες σπαστεί
ήσουν σπασμένος, -η
είχατε σπαστεί
ήσαστε σπασμένοι, -ες
είχε σπάσει
είχε σπασμένο
είχαν σπάσει
είχαν σπασμένο
είχε σπαστεί
ήταν σπασμένος, -η, -ο
είχαν σπαστεί
ήταν σπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπάζωθα σπάζουμε, θα σπάζομεθα σπάζομαιθα σπαζόμαστε
θα σπάζειςθα σπάζετεθα σπάζεσαιθα σπάζεστε, θα σπαζόσαστε
θα σπάζειθα σπάζουν(ε)θα σπάζεταιθα σπάζονται
Fut
ur
θα σπάσωθα σπάσουμε, θα σπάζομεθα σπαστώθα σπαστούμε
θα σπάσειςθα σπάσετεθα σπαστείςθα σπαστείτε
θα σπάσειθα σπάσουν(ε)θα σπαστείθα σπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπάσει
θα έχω σπασμένο
θα έχουμε σπάσει
θα έχουμε σπασμένο
θα έχω σπαστεί
θα είμαι σπασμένος, -η
θα έχουμε σπαστεί
θα είμαστε σπασμένοι, -ες
θα έχεις σπάσει
θα έχεις σπασμένο
θα έχετε σπάσει
θα έχετε σπασμένο
θα έχεις σπαστεί
θα είσαι σπασμένος, -η
θα έχετε σπαστεί
θα είστε σπασμένοι, -ες
θα έχει σπάσει
θα έχει σπασμένο
θα έχουν σπάσει
θα έχουν σπασμένο
θα έχει σπαστεί
θα είναι σπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαστεί
θα είναι σπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπάζωνα σπάζουμε, να σπάζομενα σπάζομαινα σπαζόμαστε
να σπάζειςνα σπάζετενα σπάζεσαινα σπάζεστε, να σπαζόσαστε
να σπάζεινα σπάζουν(ε)να σπάζεταινα σπάζονται
Aoristνα σπάσωνα σπάσουμε, να σπάσομενα σπαστώνα σπαστούμε
να σπάσειςνα σπάσετενα σπαστείςνα σπαστείτε
να σπάσεινα σπάσουν(ε)να σπαστείνα σπαστούν(ε)
Perfνα έχω σπάσει
να έχω σπασμένο
να έχουμε σπάσει
να έχουμε σπασμένο
να έχω σπαστεί
να είμαι σπασμένος, -η
να έχουμε σπαστεί
να είμαστε σπασμένοι, -ες
να έχεις σπάσει
να έχεις σπασμένο
να έχετε σπάσει
να έχετε σπασμένο
να έχεις σπαστεί
να είσαι σπασμένος, -η
να έχετε σπαστεί
να είστε σπασμένοι, -ες
να έχει σπάσει
να έχει σπασμένο
να έχουν σπάσει
να έχουν σπασμένο
να έχει σπαστεί
να είναι σπασμένος, -η, -ο
να έχουν σπαστεί
να είναι σπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπάζεσπάζετεσπάζεστε
Aoristσπάσεσπάστεσπάσουσπαστείτε
Part
izip
Presσπάζονταςσπαζόμενος
Perfέχοντας σπάσει, έχοντας σπασμένοσπασμένος, -η, -οσπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσπάσεισπαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback