abschieben
 Verb

απελαύνω Verb
(0)
φορτώνω Verb
(0)
απομακρύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich lasse mich von Ihnen nicht abschieben wie ein Baby. Maggie.Δεν θέλω να με πηγαίνουν σαν μωρό για να μου αλλάξουν τις πως τα λένε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hab's satt, mich abschieben zu lassen.Βαρέθηκα να με σπρώχνουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Und jetzt wollt ihr mich abschieben?Χωρίς τον Γουίλι δεν θα γινόταν η δουλειά!

Übersetzung nicht bestätigt

Sie nehmen das Geld und lassen sich abschieben?Παίρνεις τα λεφτά και αφήνεις να σε διώξουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn nicht, können wir ihn abschieben.Πιθανόν να μην έχει κάνει δήλωση. Μπορούμε να τον διώξουμε γι' αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απελαύνωαπελαύνουμε, απελαύνομεαπελαύνομαιαπελαυνόμαστε
απελαύνειςαπελαύνετεαπελαύνεσαιαπελαύνεστε, απελαυνόσαστε
απελαύνειαπελαύνουν(ε)απελαύνεταιαπελαύνονται
Imper
fekt
απέλαυνα, απήλαυνααπελαύναμεαπελαυνόμουν(α)απελαυνόμαστε
απέλαυνες, απήλαυνεςαπελαύνατεαπελαυνόσουν(α)απελαυνόσαστε
απέλαυνε, απήλαυνεαπελαύναν(ε), απήλαυναναπελαυνόταν(ε)απελαύνονταν
Aoristαπέλασα, απήλασααπελάσαμεαπελάθηκααπελαθήκαμε
απέλασες, απήλασεςαπελάσατεαπελάθηκεςαπελαθήκατε
απέλασε, απήλασεαπέλασαν, απελάσαν(ε), απήλασαναπελάθηκεαπελάθηκαν, απελαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απελάσειέχουμε απελάσειέχω απελαθείέχουμε απελαθεί
έχεις απελάσειέχετε απελάσειέχεις απελαθείέχετε απελαθεί
έχει απελάσειέχουν απελάσειέχει απελαθείέχουν απελαθεί
Plu
per
fekt
είχα απελάσειείχαμε απελάσειείχα απελαθείείχαμε απελαθεί
είχες απελάσειείχατε απελάσειείχες απελαθείείχατε απελαθεί
είχε απελάσειείχαν απελάσειείχε απελαθείείχαν απελαθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απελαύνωθα απελαύνουμε, θα απελαύνομεθα απελαύνομαιθα απελαυνόμαστε
θα απελαύνειςθα απελαύνετεθα απελαύνεσαιθα απελαύνεστε θα απελαυνόσαστε
θα απελαύνειθα απελαύνουν(ε)θα απελαύνεταιθα απελαύνονται
Fut
ur
θα απελάσωθα απελάσουμε, θα απελάσομεθα απελαθώθα απελαθούμε
θα απελάσειςθα απελάσετεθα απελαθείςθα απελαθείτε
θα απελάσειθα απελάσουν(ε)θα απελαθείθα απελαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απελάσειθα έχουμε απελάσειθα έχω απελαθείθα έχουμε απελαθεί
θα έχεις απελάσειθα έχετε απελάσειθα έχεις απελαθείθα έχετε απελαθεί
θα έχει απελάσειθα έχουν απελάσειθα έχει απελαθείθα έχουν απελαθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απελαύνωνα απελαύνουμε, να απελαύνομενα απελαύνομαινα απελαυνόμαστε
να απελαύνειςνα απελαύνετενα απελαύνεσαινα απελαύνεστε, να απελαυνόσαστε
να απελαύνεινα απελαύνουν(ε)να απελαύνεταινα απελαύνονται
Aoristνα απελάσωνα απελάσουμε, να απελάσομενα απελαθώνα απελαθούμε
να απελάσειςνα απελάσετενα απελαθείςνα απελαθείτε
να απελάσεινα απελάσουν(ε)να απελαθείνα απελαθούν(ε)
Perfνα έχω απελάσεινα έχουμε απελάσεινα έχω απελαθείνα έχουμε απελαθεί
να έχεις απελάσεινα έχετε απελάσεινα έχεις απελαθείνα έχετε απελαθεί
να έχει απελάσεινα έχουν απελάσεινα έχει απελαθείνα έχουν απελαθεί
Imper
ativ
Presαπέλαυνεαπελαύνετεαπελαύνεστε
Aoristαπέλασεαπελάστε, απελάσετεαπελάσουαπελαθείτε
Part
izip
Presαπελαύνονταςαπελαυνόμενος
Perfέχοντας απελάσει
InfinAoristαπελάσειαπελαθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φορτώνωφορτώνουμε, φορτώνομεφορτώνομαιφορτωνόμαστε
φορτώνειςφορτώνετεφορτώνεσαιφορτώνεστε, φορτωνόσαστε
φορτώνειφορτώνουν(ε)φορτώνεταιφορτώνονται
Imper
fekt
φόρτωναφορτώναμεφορτωνόμουν(α)φορτωνόμαστε, φορτωνόμασταν
φόρτωνεςφορτώνατεφορτωνόσουν(α)φορτωνόσαστε, φορτωνόσασταν
φόρτωνεφόρτωναν, φορτώναν(ε)φορτωνόταν(ε)φορτώνονταν, φορτωνόντανε, φορτωνόντουσαν
Aoristφόρτωσαφορτώσαμεφορτώθηκαφορτωθήκαμε
φόρτωσεςφορτώσατεφορτώθηκεςφορτωθήκατε
φόρτωσεφόρτωσαν, φορτώσαν(ε)φορτώθηκεφορτώθηκαν, φορτωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φορτώσει
έχω φορτωμένο
έχουμε φορτώσει
έχουμε φορτωμένο
έχω φορτωθεί
είμαι φορτωμένος, -η
έχουμε φορτωθεί
είμαστε φορτωμένοι, -ες
έχεις φορτώσει
έχεις φορτωμένο
έχετε φορτώσει
έχετε φορτωμένο
έχεις φορτωθεί
είσαι φορτωμένος, -η
έχετε φορτωθεί
είστε φορτωμένοι, -ες
έχει φορτώσει
έχει φορτωμένο
έχουν φορτώσει
έχουν φορτωμένο
έχει φορτωθεί
είναι φορτωμένος, -η, -ο
έχουν φορτωθεί
είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φορτώσει
είχα φορτωμένο
είχαμε φορτώσει
είχαμε φορτωμένο
είχα φορτωθεί
ήμουν φορτωμένος, -η
είχαμε φορτωθεί
ήμαστε φορτωμένοι, -ες
είχες φορτώσει
είχες φορτωμένο
είχατε φορτώσει
είχατε φορτωμένο
είχες φορτωθεί
ήσουν φορτωμένος, -η
είχατε φορτωθεί
ήσαστε φορτωμένοι, -ες
είχε φορτώσει
είχε φορτωμένο
είχαν φορτώσει
είχαν φορτωμένο
είχε φορτωθεί
ήταν φορτωμένος, -η, -ο
είχαν φορτωθεί
ήταν φορτωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φορτώνωθα φορτώνουμε, θα φορτώνομεθα φορτώνομαιθα φορτωνόμαστε
θα φορτώνειςθα φορτώνετεθα φορτώνεσαιθα φορτώνεστε, θα φορτωνόσαστε
θα φορτώνειθα φορτώνουν(ε)θα φορτώνεταιθα φορτώνονται
Fut
ur
θα φορτώσωθα φορτώσουμε, θα φορτώσομεθα φορτωθώθα φορτωθούμε
θα φορτώσειςθα φορτώσετεθα φορτωθείςθα φορτωθείτε
θα φορτώσειθα φορτώσουνθα φορτωθείθα φορτωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φορτώσει
θα έχω φορτωμένο
θα έχουμε φορτώσει
θα έχουμε φορτωμένο
θα έχω φορτωθεί
θα είμαι φορτωμένος, -η
θα έχουμε φορτωθεί
θα είμαστε φορτωμένοι, -ες
θα έχεις φορτώσει
θα έχεις φορτωμένο
θα έχετε φορτώσει
θα έχετε φορτωμένο
θα έχεις φορτωθεί
θα είσαι φορτωμένος, -η
θα έχετε φορτωθεί
θα είστε φορτωμένοι, -ες
θα έχει φορτώσει
θα έχει φορτωμένο
θα έχουν φορτώσει
θα έχουν φορτωμένο
θα έχει φορτωθεί
θα είναι φορτωμένος, -η, -ο
θα έχουν φορτωθεί
θα είναι φορτωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φορτώνωνα φορτώνουμε, να φορτώνομενα φορτώνομαινα φορτωνόμαστε
να φορτώνειςνα φορτώνετενα φορτώνεσαινα φορτώνεστε, να φορτωνόσαστε
να φορτώνεινα φορτώνουν(ε)να φορτώνεταινα φορτώνονται
Aoristνα φορτώσωνα φορτώσουμε, να φορτώσομενα φορτωθώνα φορτωθούμε
να φορτώσειςνα φορτώσετενα φορτωθείςνα φορτωθείτε
να φορτώσεινα φορτώσουν(ε)να φορτωθείνα φορτωθούν(ε)
Perfνα έχω φορτώσει
να έχω φορτωμένο
να έχουμε φορτώσει
να έχουμε φορτωμένο
να έχω φορτωθεί
να είμαι φορτωμένος, -η
να έχουμε φορτωθεί
να είμαστε φορτωμένοι, -ες
να έχεις φορτώσει
να έχεις φορτωμένο
να έχετε φορτώσει
να έχετε φορτωμένο
να έχεις φορτωθεί
να είσαι φορτωμένος, -η
να έχετε φορτωθεί
να είστε φορτωμένοι, -ες
να έχει φορτώσει
να έχει φορτωμένο
να έχουν φορτώσει
να έχουν φορτωμένο
να έχει φορτωθεί
να είναι φορτωμένος, -η, -ο
να έχουν φορτωθεί
να είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφόρτωνεφορτώνετεφορτώνεστε
Aoristφόρτωσεφορτώστε, φορτώσετεφορτώσουφορτωθείτε
Part
izip
Presφορτώνοντας
Perfέχοντας φορτώσει, έχοντας φορτωμένοφορτωμένος, -η, -οφορτωμένοι, -ες, -α
InfinAoristφορτώσειφορτωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback