απελαύνω Verb  [apelavno, apelaynw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu απελαύνω

απελαύνω altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απελαύνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απελαύνωαπελαύνουμε, απελαύνομεαπελαύνομαιαπελαυνόμαστε
απελαύνειςαπελαύνετεαπελαύνεσαιαπελαύνεστε, απελαυνόσαστε
απελαύνειαπελαύνουν(ε)απελαύνεταιαπελαύνονται
Imper
fekt
απέλαυνα, απήλαυνααπελαύναμεαπελαυνόμουν(α)απελαυνόμαστε
απέλαυνες, απήλαυνεςαπελαύνατεαπελαυνόσουν(α)απελαυνόσαστε
απέλαυνε, απήλαυνεαπελαύναν(ε), απήλαυναναπελαυνόταν(ε)απελαύνονταν
Aoristαπέλασα, απήλασααπελάσαμεαπελάθηκααπελαθήκαμε
απέλασες, απήλασεςαπελάσατεαπελάθηκεςαπελαθήκατε
απέλασε, απήλασεαπέλασαν, απελάσαν(ε), απήλασαναπελάθηκεαπελάθηκαν, απελαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απελάσειέχουμε απελάσειέχω απελαθείέχουμε απελαθεί
έχεις απελάσειέχετε απελάσειέχεις απελαθείέχετε απελαθεί
έχει απελάσειέχουν απελάσειέχει απελαθείέχουν απελαθεί
Plu
per
fekt
είχα απελάσειείχαμε απελάσειείχα απελαθείείχαμε απελαθεί
είχες απελάσειείχατε απελάσειείχες απελαθείείχατε απελαθεί
είχε απελάσειείχαν απελάσειείχε απελαθείείχαν απελαθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απελαύνωθα απελαύνουμε, θα απελαύνομεθα απελαύνομαιθα απελαυνόμαστε
θα απελαύνειςθα απελαύνετεθα απελαύνεσαιθα απελαύνεστε θα απελαυνόσαστε
θα απελαύνειθα απελαύνουν(ε)θα απελαύνεταιθα απελαύνονται
Fut
ur
θα απελάσωθα απελάσουμε, θα απελάσομεθα απελαθώθα απελαθούμε
θα απελάσειςθα απελάσετεθα απελαθείςθα απελαθείτε
θα απελάσειθα απελάσουν(ε)θα απελαθείθα απελαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απελάσειθα έχουμε απελάσειθα έχω απελαθείθα έχουμε απελαθεί
θα έχεις απελάσειθα έχετε απελάσειθα έχεις απελαθείθα έχετε απελαθεί
θα έχει απελάσειθα έχουν απελάσειθα έχει απελαθείθα έχουν απελαθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απελαύνωνα απελαύνουμε, να απελαύνομενα απελαύνομαινα απελαυνόμαστε
να απελαύνειςνα απελαύνετενα απελαύνεσαινα απελαύνεστε, να απελαυνόσαστε
να απελαύνεινα απελαύνουν(ε)να απελαύνεταινα απελαύνονται
Aoristνα απελάσωνα απελάσουμε, να απελάσομενα απελαθώνα απελαθούμε
να απελάσειςνα απελάσετενα απελαθείςνα απελαθείτε
να απελάσεινα απελάσουν(ε)να απελαθείνα απελαθούν(ε)
Perfνα έχω απελάσεινα έχουμε απελάσεινα έχω απελαθείνα έχουμε απελαθεί
να έχεις απελάσεινα έχετε απελάσεινα έχεις απελαθείνα έχετε απελαθεί
να έχει απελάσεινα έχουν απελάσεινα έχει απελαθείνα έχουν απελαθεί
Imper
ativ
Presαπέλαυνεαπελαύνετεαπελαύνεστε
Aoristαπέλασεαπελάστε, απελάσετεαπελάσουαπελαθείτε
Part
izip
Presαπελαύνονταςαπελαυνόμενος
Perfέχοντας απελάσει
InfinAoristαπελάσειαπελαθεί









Griechische Definition zu απελαύνω

απελαύνω [apelávno] -ομαι Ρ αόρ. απέλασα, απαρέμφ. απελάσει, παθ. αόρ. απελάθηκα, απαρέμφ. απελαθεί : αναγκάζω αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία βρίσκεται, επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για την ασφάλειά της: Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε. Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.

[λόγ. < αρχ. ἀπελαύνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback