ausweisen
 Verb

απελαύνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Etwas, womit er sich ausweisen kann.-Κάτι που να αποδεικνύει ποιος είναι.

Übersetzung nicht bestätigt

-Können Sie sich ausweisen?Μπορεις να μας πεις ποιος εισαι;

Übersetzung nicht bestätigt

Sich ausweisen?Αν αναγνωρίζει τον εαυτό του;

Übersetzung nicht bestätigt

Er müsste sich ausweisen können... durch einen ungewöhnlichen Ring. Wenn er ihn noch hat.Μπορεί να αναγνωριστεί... απο ένα παράξενο δαχτυλίδι που του 'δωσε ο θείος του, αν το 'χει ακόμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, aber sie konnten sich ausweisen.Ποιοι είναι; Μέλη της μυστικής αστυνομίας.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
ausweisen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απελαύνωαπελαύνουμε, απελαύνομεαπελαύνομαιαπελαυνόμαστε
απελαύνειςαπελαύνετεαπελαύνεσαιαπελαύνεστε, απελαυνόσαστε
απελαύνειαπελαύνουν(ε)απελαύνεταιαπελαύνονται
Imper
fekt
απέλαυνα, απήλαυνααπελαύναμεαπελαυνόμουν(α)απελαυνόμαστε
απέλαυνες, απήλαυνεςαπελαύνατεαπελαυνόσουν(α)απελαυνόσαστε
απέλαυνε, απήλαυνεαπελαύναν(ε), απήλαυναναπελαυνόταν(ε)απελαύνονταν
Aoristαπέλασα, απήλασααπελάσαμεαπελάθηκααπελαθήκαμε
απέλασες, απήλασεςαπελάσατεαπελάθηκεςαπελαθήκατε
απέλασε, απήλασεαπέλασαν, απελάσαν(ε), απήλασαναπελάθηκεαπελάθηκαν, απελαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απελάσειέχουμε απελάσειέχω απελαθείέχουμε απελαθεί
έχεις απελάσειέχετε απελάσειέχεις απελαθείέχετε απελαθεί
έχει απελάσειέχουν απελάσειέχει απελαθείέχουν απελαθεί
Plu
per
fekt
είχα απελάσειείχαμε απελάσειείχα απελαθείείχαμε απελαθεί
είχες απελάσειείχατε απελάσειείχες απελαθείείχατε απελαθεί
είχε απελάσειείχαν απελάσειείχε απελαθείείχαν απελαθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απελαύνωθα απελαύνουμε, θα απελαύνομεθα απελαύνομαιθα απελαυνόμαστε
θα απελαύνειςθα απελαύνετεθα απελαύνεσαιθα απελαύνεστε θα απελαυνόσαστε
θα απελαύνειθα απελαύνουν(ε)θα απελαύνεταιθα απελαύνονται
Fut
ur
θα απελάσωθα απελάσουμε, θα απελάσομεθα απελαθώθα απελαθούμε
θα απελάσειςθα απελάσετεθα απελαθείςθα απελαθείτε
θα απελάσειθα απελάσουν(ε)θα απελαθείθα απελαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απελάσειθα έχουμε απελάσειθα έχω απελαθείθα έχουμε απελαθεί
θα έχεις απελάσειθα έχετε απελάσειθα έχεις απελαθείθα έχετε απελαθεί
θα έχει απελάσειθα έχουν απελάσειθα έχει απελαθείθα έχουν απελαθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απελαύνωνα απελαύνουμε, να απελαύνομενα απελαύνομαινα απελαυνόμαστε
να απελαύνειςνα απελαύνετενα απελαύνεσαινα απελαύνεστε, να απελαυνόσαστε
να απελαύνεινα απελαύνουν(ε)να απελαύνεταινα απελαύνονται
Aoristνα απελάσωνα απελάσουμε, να απελάσομενα απελαθώνα απελαθούμε
να απελάσειςνα απελάσετενα απελαθείςνα απελαθείτε
να απελάσεινα απελάσουν(ε)να απελαθείνα απελαθούν(ε)
Perfνα έχω απελάσεινα έχουμε απελάσεινα έχω απελαθείνα έχουμε απελαθεί
να έχεις απελάσεινα έχετε απελάσεινα έχεις απελαθείνα έχετε απελαθεί
να έχει απελάσεινα έχουν απελάσεινα έχει απελαθείνα έχουν απελαθεί
Imper
ativ
Presαπέλαυνεαπελαύνετεαπελαύνεστε
Aoristαπέλασεαπελάστε, απελάσετεαπελάσουαπελαθείτε
Part
izip
Presαπελαύνονταςαπελαυνόμενος
Perfέχοντας απελάσει
InfinAoristαπελάσειαπελαθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback