abheben
 Verb

αποσύρω Verb
(2)
αναλαμβάνω Verb
(0)
τραβώ Verb
(0)
απογειώνομαι Verb
(0)
απογειώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Aber am Montag werde ich sofort all meine Ersparnisse abheben.Αλλά τη Δευτέρα πρωί-πρωί, θα αποσύρω όλες τις καταθέσεις μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will mein Geld abheben.Θέλω να αποσύρω τα κεφάλαιά μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναλαμβάνωαναλαμβάνουμε, αναλαμβάνομεαναλαμβάνομαιαναλαμβανόμαστε
αναλαμβάνειςαναλαμβάνετεαναλαμβάνεσαιαναλαμβάνεστε, αναλαμβανόσαστε
αναλαμβάνειαναλαμβάνουν(ε)αναλαμβάνεταιαναλαμβάνονται
Imper
fekt
αναλάμβανααναλαμβάναμεαναλαμβανόμουν(α)αναλαμβανόμαστε
αναλάμβανεςαναλαμβάνατεαναλαμβανόσουν(α)αναλαμβανόσαστε
αναλάμβανεαναλάμβαναν, αναλαμβάναν(ε)αναλαμβανόταν(ε)αναλαμβάνονταν
Aoristανέλαβα, ανάλαβααναλάβαμεαναλήφθηκααναληφθήκαμε
ανέλαβες, ανάλαβεςαναλάβατεαναλήφθηκεςαναληφθήανε
ανέλαβε, ανάλαβεανέλαβαν,ανάλαβαν, αναλάβαν(ε)αναλήφθηκε, ανελήφθηαναλήφθηκαν, ανελήφθησαν
Per
fekt
έχω αναλάβειέχουμε αναλάβειέχω αναληφθεί
είμαι ανειλημμένος, -η
έχουμε αναληφθεί
είμαστε ανειλημμένοι, -ες
έχεις αναλάβειέχετε αναλάβειέχεις αναληφθεί
είσαι ανειλημμένος, -η
έχετε αναληφθεί
είστε ανειλημμένοι, -ες
έχει αναλάβειέχουν αναλάβειέχει αναληφθεί
είναι ανειλημμένος, -η, -ο
έχουν αναληφθεί
είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναλάβειείχαμε αναλάβειείχα αναληφθεί
ήμουν ανειλημμένος, -η
είχαμε αναληφθεί
ήμαστε ανειλημμένοι, -ες
είχες αναλάβειείχατε αναλάβειείχες αναληφθεί
ήσουν ανειλημμένος, -η
είχατε αναληφθεί
ήσαστε ανειλημμένοι, -ες
είχε αναλάβειείχαν αναλάβειείχε αναληφθεί
ήταν ανειλημμένος, -η, -ο
είχαν αναληφθεί
ήταν ανειλημμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναλαμβάνωθα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνομεθα αναλαμβάνομαιθα αναλαμβανόμαστε
θα αναλαμβάνειςθα αναλαμβάνετεθα αναλαμβάνεσαιθα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβανόσαστε
θα αναλαμβάνειθα αναλαμβάνουν(ε)θα αναλαμβάνεταιθα αναλαμβάνονται
Fut
ur
θα αναλάβωθα αναλάβουμε, θα αναλάβομεθα αναληφθώθα αναληφθούμε
θα αναλάβειςθα αναλάβετεθα αναληφθείςθα αναληφθείτε
θα αναλάβειθα αναλάβουν(ε)θα αναληφθείθα αναληφθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναλάβειθα έχουμε αναλάβειθα έχω αναληφθεί
θα είμαι ανειλημμένος, -η
θα έχουμε αναληφθεί
θα είμαστε ανειλημμένοι, -ες
θα έχεις αναλάβειθα έχετε αναλάβειθα έχεις αναληφθεί
θα είσαι ανειλημμένος, -η
θα έχετε αναληφθεί
θα είστε ανειλημμένοι, -ες
θα έχει αναλάβειθα έχουν αναλάβειθα έχει αναληφθεί
θα είναι ανειλημμένος, -η, -ο
θα έχουν αναληφθεί
θα είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναλαμβάνωνα αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνομενα αναλαμβάνομαινα αναλαμβανόμαστε
να αναλαμβάνειςνα αναλαμβάνετενα αναλαμβάνεσαινα αναλαμβάνεστε, να αναλαμβανόσαστε
να αναλαμβάνεινα αναλαμβάνουν(ε)να αναλαμβάνεταινα αναλαμβάνονται
Aoristνα αναλάβωνα αναλάβουμε, να αναλάβομενα αναληφθώνα αναληφθούμε
να αναλάβειςνα αναλάβετενα αναληφθείςνα αναληφθείτε
να αναλάβεινα αναλάβουν(ε)να αναληφθείνα αναληφθούν(ε)
Perfνα έχω αναλάβεινα έχουμε αναλάβεινα έχω αναληφθεί
να είμαι ανειλημμένος, -η
να έχουμε αναληφθεί
να είμαστε ανειλημμένοι, -ες
να έχεις αναλάβεινα έχετε αναλάβεινα έχεις αναληφθεί
να είσαι ανειλημμένος, -η
να έχετε αναληφθεί
να είστε ανειλημμένοι, -ες
να έχει αναλάβεινα έχουν αναλάβεινα έχει αναληφθεί
να είναι ανειλημμένος, -η, -ο
να έχουν αναληφθεί
να είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναλάμβανεαναλαμβάνετεαναλαμβάνεστε
Aoristανάλαβεαναλάβετεαναληφθείτε
Part
izip
Presαναλαμβάνονταςαναλαμβανόμενος
Perfέχοντας αναλάβειανειλημμένος, -η, -οανειλημμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναλάβειαναληφθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τραβάω, τραβώτραβάμε, τραβούμετραβιέμαιτραβιόμαστε
τραβάςτραβάτετραβιέσαιτραβιέστε, τραβιόσαστε
τραβάει, τραβάτραβάν(ε), τραβούν(ε)τραβιέταιτραβιούνται, τραβιόνται
Imper
fekt
τραβούσα, τράβαγατραβούσαμε, τραβάγαμετραβιόμουν(α)τραβιόμαστε, τραβιόμασταν
τραβούσες, τράβαγεςτραβούσατε, τραβάγατετραβιόσουν(α)τραβιόσαστε, τραβιόσασταν
τραβούσε, τράβαγετραβούσαν(ε), τράβαγαν, τραβάγανετραβιόταν(ε)τραβιόνταν(ε), τραβιούνταν, τραβιόντουσαν
Aoristτράβηξατραβήξαμετραβήχτηκατραβηχτήκαμε
τράβηξεςτραβήξατετραβήχτηκεςτραβηχτήκατε
τράβηξετράβηξαν, τραβήξαν(ε)τραβήχτηκετραβήχτηκαν, τραβηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τραβήξει
έχω τραβηγμένο
έχουμε τραβήξει
έχουμε τραβηγμένο
έχω τραβηχτεί
είμαι τραβηγμένος, -η
έχουμε τραβηχτεί
είμαστε τραβηγμένοι, -ες
έχεις τραβήξει
έχεις τραβηγμένο
έχετε τραβήξει
έχετε τραβηγμένο
έχεις τραβηχτεί
είσαι τραβηγμένος, -η
έχετε τραβηχτεί
είστε τραβηγμένοι, -ες
έχει τραβήξει
έχει τραβηγμένο
έχουν τραβήξει
έχουν τραβηγμένο
έχει τραβηχτεί
είναι τραβηγμένος, -η, -ο
έχουν τραβηχτεί
είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τραβήξει
είχα τραβηγμένο
είχαμε τραβήξει
είχαμε τραβηγμένο
είχα τραβηχτεί
ήμουν τραβηγμένος, -η
είχαμε τραβηχτεί
ήμαστε τραβηγμένοι, -ες
είχες τραβήξει
είχες τραβηγμένο
είχατε τραβήξει
είχατε τραβηγμένο
είχες τραβηχτεί
ήσουν τραβηγμένος, -η
είχατε τραβηχτεί
ήσαστε τραβηγμένοι, -ες
είχε τραβήξει
είχε τραβηγμένο
είχαν τραβήξει
είχαν τραβηγμένο
είχε τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένος, -η, -ο
είχαν τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τραβάω, θα τραβώθα τραβάμε, θα τραβούμεθα τραβιέμαιθα τραβιόμαστε
θα τραβάςθα τραβάτεθα τραβιέσαιθα τραβιέστε, θα τραβιόσαστε
θα τραβάει, θα τραβάθα τραβάν(ε), θα τραβούν(ε)θα τραβιέταιθα τραβιούνται, θα τραβιόνται
Fut
ur
θα τραβήξωθα τραβήξουμε, θα τραβήξομεθα τραβηχτώθα τραβηχτούμε
θα τραβήξειςθα τραβήξετεθα τραβηχτείςθα τραβηχτείτε
θα τραβήξειθα τραβήξουν(ε)θα τραβηχτείθα τραβηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τραβήξει
θα έχω τραβηγμένο
θα έχουμε τραβήξει
θα έχουμε τραβηγμένο
θα έχω τραβηχτεί
θα είμαι τραβηγμένος, -η
θα έχουμε τραβηχτεί
θα είμαστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχεις τραβήξει
θα έχεις τραβηγμένο
θα έχετε τραβήξει
θα έχετε τραβηγμένο
θα έχεις τραβηχτεί
θα είσαι τραβηγμένος, -η
θα έχετε τραβηχτεί
θα είστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχει τραβήξει
θα έχει τραβηγμένο
θα έχουν τραβήξει
θα έχουν τραβηγμένο
θα έχει τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένος, -η, -ο
θα έχουν τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τραβάω, να τραβώνα τραβάμε, να τραβούμενα τραβιέμαινα τραβιόμαστε
να τραβάςνα τραβάτενα τραβιέσαινα τραβιέστε, να τραβιόσαστε
να τραβάει, να τραβάνα τραβάν(ε), να τραβούν(ε)να τραβιέταινα τραβιούνται, να τραβιόνται
Aoristνα τραβήξωνα τραβήξουμε, να τραβήξομενα τραβηχτώνα τραβηχτούμε
να τραβήξειςνα τραβήξετενα τραβηχτείςνα τραβηχτείτε
να τραβήξεινα τραβήξουν(ε)να τραβηχτείνα τραβηχτούν(ε)
Perfνα έχω τραβήξει
να έχω τραβηγμένο
να έχουμε τραβήξει
να έχουμε τραβηγμένο
να έχω τραβηχτεί
να είμαι τραβηγμένος, -η
να έχουμε τραβηχτεί
να είμαστε τραβηγμένοι, -ες
να έχεις τραβήξει
να έχεις τραβηγμένο
να έχετε τραβήξει
να έχετε τραβηγμένο
να έχεις τραβηχτεί
να είσαι τραβηγμένος, -η
να έχετε τραβηχτεί
να είστε τραβηγμένοι, -η
να έχει τραβήξει
να έχει τραβηγμένο
να έχουν τραβήξει
να έχουν τραβηγμένο
να έχει τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένος, -η, -ο
να έχουν τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτράβα, τράβαγετραβάτετραβιέστε
Aoristτράβηξε, τράβατραβήξτε, τραβήχτετραβήξουτραβηχτείτε
Part
izip
Presτραβώντας
Perfέχοντας τραβήξει, έχοντας τραβηγμένοτραβηγμένος, -η, -οτραβηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτραβήξειτραβηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback