εκφέρω Verb (9) |
εκφράζω Verb (8) |
εξωτερικεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Da ich bei dem Zwischenfall leider nicht zugegen war, möchte ich mich dazu auch nicht äußern. | Δυστυχώς απουσίαζα τη στιγμή που συνέβη το επεισόδιο γι' αυτό και δεν θα ήθελα να εκφέρω γνώμη επ' αυτού. Übersetzung bestätigt |
Selbstverständlich werde ich mich nicht zu den politischen Bewertungen äußern, wobei die Fraktionsvorsitzenden ihren Standpunkt gegebenenfalls durch Entschließungen zum Ausdruck bringen können. | Φυσικά δεν εκφέρω γνώμη για τις πολιτικές εκτιμήσεις και ενδεχομένως οι πρόεδροι των ομάδων θα μπορέσουν να εκφράσουν τη θέση τους μέσω ψηφισμάτων. Übersetzung bestätigt |
Ich will mich dazu nicht äußern, stelle aber fest, dass sie ihre defensive Haltung bekräftigt hat und nach wie vor nicht bereit ist, mit den durch uns bescheiden vertretenen Bürgern ins Gespräch zu kommen bzw. den Appell, den wir weiterhin an sie richten, zu verstehen: „Seid vernünftig und dialogbereit!“. | Εγώ δεν εκφέρω γνώμη, σημειώνω μόνο ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε την αμυντική της θέση και την απροθυμία της για διάλογο με τους πολίτες, τους οποίους ταπεινά εκπροσωπούμε. Δεν θέλει, δηλαδή, να ακούσει αυτό το μήνυμα που συνεχίζουμε να στέλνουμε: “Να είστε λογικοί και να είστε συζητήσιμοι”. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte mich nicht zu Einzelfällen äußern, die als Kritik an der Richtlinie oder der Kommission vorgebracht wurden nicht, weil dies nicht möglich wäre, sondern weil ich die Arbeitszeit der Dolmetscherinnen und Dolmetscher respektiere. | Δεν επιθυμώ να εκφέρω γνώμη για μεμονωμένες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ως κριτική στην οδηγία ή την Επιτροπή, όχι επειδή αυτό είναι αδύνατον αλλά επειδή σέβομαι τον χρόνο εργασίας των διερμηνέων. Übersetzung bestätigt |
Herr Kollege Claeys! Ich habe davon gehört, was Sie sagen, kann mich jedoch zu dem von Ihnen behaupteten Vorgang inhaltlich nicht äußern. | Κύριε Claeys, ενημερώθηκα για τα γεγονότα στα οποία αναφέρεστε, αλλά αδυνατώ να εκφέρω επί της ουσίας άποψη επί των όσων ισχυρίζεστε ότι συνέβησαν. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
berichten |
äußern |
reden |
(eine) Äußerung tätigen |
den Mund aufmachen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | äußere | ||
du | äußerst | |||
er, sie, es | äußert | |||
Präteritum | ich | äußerte | ||
Konjunktiv II | ich | äußerte | ||
Imperativ | Singular | äußere! äußer! | ||
Plural | äußert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geäußert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:äußern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκφράζω | εκφράζουμε, εκφράζομε | εκφράζομαι | εκφραζόμαστε |
εκφράζεις | εκφράζετε | εκφράζεσαι | εκφράζεστε, εκφραζόσαστε | ||
εκφράζει | εκφράζουν(ε) | εκφράζεται | εκφράζονται | ||
Imper fekt | έκφραζα, εξέφραζα | εκφράζαμε | εκφραζόμουν(α) | εκφραζόμαστε, εκφραζόμασταν | |
έκφραζες, εξέφραζες | εκφράζατε | εκφραζόσουν(α) | εκφραζόσαστε, εκφραζόσασταν | ||
έκφραζε, εξέφραζε | έκφραζαν, εξέφραζαν, εκφράζαν(ε) | εκφραζόταν(ε) | εκφράζονταν, εκφραζόντανε, εκφραζόντουσαν | ||
Aorist | έκφρασα, εξέφρασα | εκφράσαμε | εκφράστηκα | εκφραστήκαμε | |
έκφρασες, εξέφρασες | εκφράσατε | εκφράστηκες | εκφραστήκατε | ||
έκφρασε, εξέφρασε | έκφρασαν, εξέφρασαν, εκφράσαν(ε) | εκφράστηκε | εκφράστηκαν, εκφραστήκανε | ||
Per fekt | έχω εκφράσει έχω εκφρασμένο | έχουμε εκφράσει έχουμε εκφρασμένο | έχω εκφραστεί είμαι εκφρασμένος, -η | έχουμε εκφραστεί είμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
έχεις εκφράσει έχεις εκφρασμένο | έχετε εκφράσει έχετε εκφρασμένο | έχεις εκφραστεί είσαι εκφρασμένος, -η | έχετε εκφραστεί είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
έχει εκφράσει έχει εκφρασμένο | έχουν εκφράσει έχουν εκφρασμένο | έχει εκφραστεί είναι εκφρασμένος, -η, -ο | έχουν εκφραστεί είναι εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εκφράσει είχα εκφρασμένο | είχαμε εκφράσει είχαμε εκφρασμένο | είχα εκφραστεί ήμουν εκφρασμένος, -η | είχαμε εκφραστεί ήμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
είχες εκφράσει είχες εκφρασμένο | είχατε εκφράσει είχατε εκφρασμένο | είχες εκφραστεί ήσουν εκφρασμένος, -η | είχατε εκφραστεί ήσαστε εκφρασμένοι, -ες | ||
είχε εκφράσει είχε εκφρασμένο | είχαν εκφράσει είχαν εκφρασμένο | είχε εκφραστεί ήταν εκφρασμένος, -η, -ο | είχαν εκφραστεί ήταν εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκφράζω | θα εκφράζουμε, | θα εκφράζομαι | θα εκφραζόμαστε | |
θα εκφράζεις | θα εκφράζετε | θα εκφράζεσαι | θα εκφράζεστε, | ||
θα εκφράζει | θα εκφράζουν(ε) | θα εκφράζεται | θα εκφράζονται | ||
Fut ur | θα εκφράσω | θα εκφράσουμε, | θα εκφραστώ | θα εκφραστούμε | |
θα εκφράσεις | θα εκφράσετε | θα εκφραστείς | θα εκφραστείτε | ||
θα εκφράσει | θα εκφράσουν(ε) | θα εκφραστεί | θα εκφραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκφράσει θα έχω εκφρασμένο | θα έχουμε εκφράσει θα έχουμε εκφρασμένο | θα έχω εκφραστεί θα είμαι εκφρασμένος, -η | θα έχουμε εκφραστεί θα είμαστε εκφρασμένοι, -ες | |
θα έχεις εκφράσει θα έχεις εκφρασμένο | θα έχετε εκφράσει θα έχετε εκφρασμένο | θα έχεις εκφραστεί θα είσαι εκφρασμένος, -η | θα έχετε εκφραστεί θα είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
θα έχει εκφράσει θα έχει εκφρασμένο | θα έχουν εκφράσει θα έχουν εκφρασμένο | θα έχει εκφραστεί θα είναι εκφρασμένος, -η, -ο | θα έχουν εκφραστεί θα είναι εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκφράζω | να εκφράζουμε, | να εκφράζομαι | να εκφραζόμαστε |
να εκφράζεις | να εκφράζετε | να εκφράζεσαι | να εκφράζεστε, | ||
να εκφράζει | να εκφράζουν(ε) | να εκφράζεται | να εκφράζονται | ||
Aorist | να εκφράσω | να εκφράσουμε, | να εκφραστώ | να εκφραστούμε | |
να εκφράσεις | να εκφράσετε | να εκφραστείς | να εκφραστείτε | ||
να εκφράσει | να εκφράσουν | να εκφραστεί | να εκφραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκφράσει να έχω εκφρασμένο | να έχουμε εκφρασμένο | να έχω εκφραστεί | να έχουμε εκφραστεί | |
να έχεις εκφρασμένο | να έχετε εκφράσει να έχετε εκφρασμένο | να έχεις εκφραστεί να είσαι εκφρασμένος, -η | να έχετε εκφραστεί να είστε εκφρασμένοι, -ες | ||
να έχει εκφράσει να έχει εκφρασμένο | να έχουν εκφράσει να έχουν εκφρασμένο | να έχει εκφραστεί | να έχουν εκφραστεί | ||
Imper ativ | Pres | έκφραζε | εκφράζετε | εκφράζεστε | |
Aorist | έκφρασε | εκφράστε | εκφράσου | εκφραστείτε | |
Part izip | Pres | εκφράζοντας | εκφραζόμενος | ||
Perf | έχοντας εκφράσει, έχοντας εκφρασμένο | εκφρασμένος, -η, -ο | εκφρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκφράσει | εκφραστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.