σώζω altgriechisch σῴζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μεγαλώνοντας, αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω γιατρός και να σώζω ζωές. Ίσως αυτό να έγινε λόγω όσων είδα όταν ήμουν παιδί. | Später beschloss ich, Arzt zu werden und Leben zu retten, vielleicht wegen dieses Erlebnisses als Kind. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
διασώζω |
γλιτώνω κάποιον ή τον εαυτό μου |
σώνω και σώνομαι |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σώζω | σώζουμε, σώζομε | σώζομαι | σωζόμαστε |
σώζεις | σώζετε | σώζεσαι | σώζεστε, σωζόσαστε | ||
σώζει | σώζουν(ε) | σώζεται | σώζονται | ||
Imper fekt | έσωζα | σώζαμε | σωζόμουν(α) | σωζόμαστε, σωζόμασταν | |
έσωζες | σώζατε | σωζόσουν(α) | σωζόσαστε, σωζόσασταν | ||
έσωζε | έσωζαν, σώζαν(ε) | σωζόταν(ε) | σώζονταν, σωζόντανε, σωζόντουσαν | ||
Aorist | έσωσα | σώσαμε | σώθηκα | σωθήκαμε | |
έσωσες | σώσατε | σώθηκες | σωθήκατε | ||
έσωσε | έσωσαν, σώσαν(ε) | σώθηκε | σώθηκαν, σωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα σώζω | θα σώζουμε, | θα σώζομαι | θα σωζόμαστε | |
θα σώζεις | θα σώζετε | θα σώζεσαι | θα σώζεστε, | ||
θα σώζει | θα σώζουν(ε) | θα σώζεται | θα σώζονται | ||
Fut ur | θα σώσω | θα σώσουμε, | θα σωθώ | θα σωθούμε | |
θα σώσεις | θα σώσετε | θα σωθείς | θα σωθείτε | ||
θα σώσει | θα σώσουν | θα σωθεί | θα σωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σώζω | να σώζουμε, | να σώζομαι | να σωζόμαστε |
να σώζεις | να σώζετε | να σώζεσαι | να σώζεστε, | ||
να σώζει | να σώζουν(ε) | να σώζεται | να σώζονται | ||
Aorist | να σώσω | να σώσουμε, | να σωθώ | να σωθούμε | |
να σώσεις | να σώσετε | να σωθείς | να σωθείτε | ||
να σώσει | να σώσουν(ε) | να σωθεί | να σωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις σώσει να έχεις σωσμένο | να έχετε σώσει να έχετε σωσμένο | να έχεις σωθεί να είσαι σωσμένος, -η | να έχετε σωθεί να είστε σωσμένοι, -ες | ||
να έχει σώσει να έχει σωσμένο | να έχουν σώσει να έχουν σωσμένο | να έχει σωθεί | να έχουν σωθεί | ||
Imper ativ | Pres | σώζε | σώζετε | σώζεστε | |
Aorist | σώσε | σώστε, σώσετε | σώσου | σωθείτε | |
Part izip | Pres | σώζοντας | |||
Perf | έχοντας σώσει, | σωσμένος, -η, -ο | σωσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σώσει | σωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rette | ||
du | rettest | |||
er, sie, es | rettet | |||
Präteritum | ich | rettete | ||
Konjunktiv II | ich | rettete | ||
Imperativ | Singular | rette! | ||
Plural | rettet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerettet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:retten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | speichere | ||
du | speicherst | |||
er, sie, es | speichert | |||
Präteritum | ich | speicherte | ||
Konjunktiv II | ich | speicherte | ||
Imperativ | Singular | speichere! | ||
Plural | speichert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gespeichert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:speichern |
σώζω [sózo] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωσμένος : 1α1. αντιμετωπίζω με επιτυχία το θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο που απειλεί κπ., τον γλιτώνω από τον κίνδυνο: Mε έσωσε από βέβαιο πνιγμό. Tου έσωσα τη ζωή. Aπό το αεροπορικό δυστύχημα δε σώθηκε κανένας επιβάτης. α2. εμποδίζω την καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος, κάποιου υλικού αγαθού: Mέσα από το σπίτι που καιγόταν έσωσε ό,τι μπόρεσε. Tα πούλησε όλα, μόνο λίγα κοσμήματα κατάφερε να σώσει. Πρέπει να σωθούν τα δάση μας / τα μνημεία του πολιτισμού μας. Σώθηκε ως εκ θαύματος από το ατύχημα. α3. (συνήθ. παθ.) για κτ. που εξακολουθεί να υπάρχει, που δε χάθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου: Aπό την αρχαία ελληνική γραμματεία δε σώζο νται πολλά έργα. Παραδόσεις που σώζονται στο στόμα του λαού. Tα σωζόμενα έργα των αρχαίων λυρικών. β1. βοηθώ κπ. να αντιμετωπίσει μια δύσκολη περίσταση. ANT καταστρέφω: Mε έσωσες με τις συμβουλές σου. Tο δάνειο με έσωσε από βέβαιη οικονομική καταστροφή. H ψυχραιμία σώζει. Aν κερδίσεις το λαχείο, σώθηκες. || (έκφρ.) δε με σώζει τίποτα, όταν πω ή κάνω κτ. που δύσκολα θα μου το συγχωρήσει κάποιος: Mη μάθει όσα λες εναντίον του, γιατί τότε δε σε σώζει τίποτα. (τώρα) σώθηκες!, ειρωνικά, δε θα καταφέρεις ό,τι ελπίζεις: Aν περιμένεις βοήθεια από αυτόν, σώθηκες! Περιμένεις να σε βοηθήσει; Tώρα σώθηκες. β2. για τεχνικό συνήθ. μέσο που διευκολύνει πολύ κπ.: Mε έσωσε το πλυντήριο. γ. με τη συμβολή μου βελτιώνω κάπως κτ. που είναι από κάθε άποψη αποτυχημένο: Tο μόνο που σώζει αυτή την κινηματογραφική ταινία είναι η καλή φωτογραφία. (έκφρ.) σώζω τα προσχήματα*. γίνεται το σώσε, γίνεται μεγάλη φασαρία ή συνωστισμός: Στο συλλαλητήριο έγινε το σώσε. Στις εκπτώσεις, γίνεται το σώσε στα μαγαζιά! (απαρχ. έκφρ.) σώσον Kύριε!, για να δηλώσουμε δυσάρεστη έκπληξη. ο σώζων εαυτόν σωθήτω, σε περίπτωση γενικού και μεγάλου κινδύνου, όταν ο καθένας μπορεί και πρέπει να βοηθήσει μόνο τον εαυτό του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.