{ο}  σύντροφος Subst.  [sintrofos, syntrofos]

{der}    Subst.
(133)
{der}    Subst.
(77)
{der}    Subst.
(71)
{der}    Subst.
(28)
{der}    Subst.
(17)
{der}    Subst.
(10)

Etymologie zu σύντροφος

σύντροφος κληρονομημένη von altgriechisch σύντροφος σύν- + τρέφω[1]


GriechischDeutsch
Όταν και οι δύο σύζυγοι ή καταχωρισμένοι σύντροφοι εργάζονται στο Κέντρο και ο καθένας δικαιούται άδεια διαμονής στη χώρα καταγωγής, ισχύουν τα ακόλουθα:sind zwei Ehegatten oder eingetragene Partner beim Zentrum beschäftigt und haben beide Anspruch auf Heimaturlaub, so wird ihnen dieser unter den folgenden Bedingungen gewährt:

Übersetzung bestätigt

Το εν λόγω επίδομα δεν καταβάλλεται σε υπάλληλο του οποίου ο/η σύζυγος ή καταχωρισμένος(-η) σύντροφος είναι μέλος διεθνούς οργανισμού και έχει βασικό μισθό ανώτερο του δικού του.Diese Zulage wird nicht gewährt, wenn der Ehegatte oder der eingetragene Partner des Bediensteten selbst bei einer internationalen Organisation arbeitet und sein Grundgehalt das Grundgehalt des Bediensteten übersteigt.

Übersetzung bestätigt

υπαλλήλου που έχει καταχωρισθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, όπως ορίζεται στο στοιχείο α) σημείο iii) ανωτέρω, και ο οποίος δεν έχει συντηρούμενα πρόσωπα, αλλά του οποίου ο/η σύντροφος ασκεί αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότηταBediensteten, die als feste Partner in einer nichtehelichen Lebensgemeinschaft gemäß Buchstabe a Ziffer iii eingetragen sind und nicht für unterhaltsberechtigte Personen zu sorgen haben und deren Ehegatte eine entgeltliche berufliche Erwerbstätigkeit ausübt,

Übersetzung bestätigt

έχει καταχωρισθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:als fester Partner in einer nichtehelichen Lebensgemeinschaft eingetragen ist, sofern:

Übersetzung bestätigt

Εάν ο ή η σύζυγος του εργαζομένου ή ο/η σύντροφος δηλωμένης συμβιώσεως ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, ο εργαζόμενος ενημερώνει το διευθυντή.Übt der Ehegatte oder der eingetragene Partner eines Beschäftigten eine berufliche Erwerbstätigkeit aus, so muss der Beschäftigte den Direktor davon in Kenntnis setzen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung



Griechische Definition zu σύντροφος

σύντροφος ο [síndrofos] : 1α.αυτός που ζει με κπ. άλλον, έχοντας μαζί του μια στενή και διαρκή συναισθηματική σχέση: Tης στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι. || (ειδικότ., συναισθ.) σύζυγος: Έχασε το σύντροφό της / τη σύντροφο της ζωής του. β. για ζώο με το οποίο ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μια ιδιαί τερη συναισθηματική σχέση: Ο σκύλος είναι ο πιστός / αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου. γ. ως προσηγορία ανάμεσα στα μέλη κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κόμματος: Σύντροφοι και συντρόφισσες! Σύντροφε Γιάννη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback