οφείλω (λόγιο) altgriechisch ὀφείλω[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για ακόμη μια φορά οφείλω να εκφράσω τα παράπονά μου ενώπιόν σας για τη βραδύτητα με την οποία έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα οι αποφάσεις: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να συνεχίσουν να ωθούν τα κράτη μέλη ώστε αυτά να συνεχίσουν την πορεία που τα ίδια έχουν χαράξει. | Einmal mehr muss ich Ihnen gegenüber die Langsamkeit des bisherigen Entscheidungsprozesses beklagen: Kommission und Parlament müssen weiterhin die Mitgliedstaaten dazu drängen, dass sie auf dem vorgegebenen Weg voranschreiten. Übersetzung bestätigt |
Από τη δική μας πλευρά, οφείλω να υπενθυμίσω την εξαιρετική επιτακτικότητα που χαρακτηρίζει τον επαναπροσδιορισμό της αρχιτεκτονικής της Ένωσης, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις του 2004. | Wir selbst müssen so schnell wie möglich die neue Architektur der Union festlegen, damit wir die Herausforderungen des Jahres 2004 bewältigen können. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να κατανοήσουν οι συνάδελφοί μας, οφείλω εδώ να επισημάνω ότι συνεπώς οι αντίστοιχες ποσοστώσεις θα πρέπει να κατανεμηθούν σε τρία μέρη: ένα τρίτο για την προετοιμασία της αποστολής, ένα τρίτο για την εκτέλεσή της και ένα τρίτο για την αποκατάσταση της δύναμης με το πέρας των δοκιμασιών που συχνά αποδεικνύονται δύσκολες τόσο για το προσωπικό όσο και για τον υλικό εξοπλισμό. | Zum Verständnis unserer Kollegen muß ich hier sagen, daß die entsprechenden Kontingente also gedrittelt werden müssen: ein Drittel zur Vorbereitung der Mission, ein Drittel zu ihrer Durchführung und ein Drittel zur Wiederherstellung der Einsatzfähigkeit nach Einsätzen, die für Personal und Material sehr aufreibend sein können. Übersetzung bestätigt |
Είμαι της άποψης ότι είναι ευθύνη της κάθε χώρας να χρηματοδοτήσει τη δική της πολιτική για τους πρόσφυγες, άρα και μόνο βάσει αυτού του λόγου οφείλω να καταψηφίσω την υποβληθείσα έκθεση. | Meiner Ansicht nach müssen die Staaten ihre Flüchtlingspolitik selbst finanzieren, und schon aus diesem Grund muß ich den vorliegenden Bericht ablehnen. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να βρούμε συγκεκριμένη λύση και οφείλω να σας ομολογήσω ότι δεν είναι εύκολο. | Wir müssen eine konkrete Lösung finden, und ich kann Ihnen verraten, daß dies nicht einfach ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | οφείλω | οφείλουμε, οφείλομε |
οφείλεις | οφείλετε | ||
οφείλει | οφείλουν(ε) | ||
Imper fekt | όφειλα | οφείλαμε | |
όφειλες | οφείλατε | ||
όφειλε | όφειλαν, οφείλαν(ε) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα οφείλω | θα οφείλουμε, θα οφείλομε | |
θα οφείλεις | θα οφείλετε | ||
θα οφείλει | θα οφείλουν(ε) | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να οφείλω | να οφείλουμε, να οφείλομε |
να οφείλεις | να οφείλετε | ||
να οφείλει | να οφείλουν(ε) | ||
Imper ativ | Pres | όφειλε | οφείλετε |
Part izip | Pres | οφείλοντας |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | muss | ||
du | musst | |||
er, sie, es | muss | |||
Präteritum | ich | musste | ||
Konjunktiv II | ich | müsste | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemusst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:müssen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verdanke | ||
du | verdankst | |||
er, sie, es | verdankt | |||
Präteritum | ich | verdankte | ||
Konjunktiv II | ich | verdankte | ||
Imperativ | Singular | verdank! verdanke! | ||
Plural | verdankt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verdankt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verdanken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | soll | ||
du | sollst | |||
er, sie, es | soll | |||
Präteritum | ich | sollte | ||
Konjunktiv II | ich | sollte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesollt sollen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:sollen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schulde | ||
du | schuldest | |||
er, sie, es | schuldet | |||
Präteritum | ich | schuldete | ||
Konjunktiv II | ich | schuldete | ||
Imperativ | Singular | schuld! schulde! | ||
Plural | schuldet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschuldet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schulden |
οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να δώσω κτ., ιδίως χρήματα, σε κπ· χρωστώ: Θα μου υπογράψεις απόδειξη ότι μου οφείλεις δέκα χιλιάδες δραχμές. Tι σας οφείλω;, ερώτηση για αμοιβή προσφερόμενης υπηρεσίας ή για αγορά αγαθού: Tι σας οφείλω; - Δύο χιλιάδες δραχμές. || (ουδ. μπε. ως ουσ.) τα οφειλόμενα, αυτά που οφείλει, που χρωστάει κάποιος, τα χρέη. β. έχω υποχρέωση, ιδίως νομική ή ηθική, να κάνω κτ.: Οι στρατιώτες οφείλουν τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. H κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί, αν χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οφείλουμε σεβασμό στους γονείς μας / ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες μας. Σου οφείλω μια εξήγηση. Όφειλες να με είχες ειδοποιήσει. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.