να Adv.  [na]

  Adj.
(0)
(0)
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Noch keine Grammatik zu να.





Griechische Definition zu να

να (I), σύνδ.· ναν.

I. Σε κύριες προτάσεις
Ά
1) Με οριστ. ιστ. χρόνου εκφράζει
α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική):
Να βρέθηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 10631
Να μη είχα εγεννήθην (Βέλθ. 427
β) κ. δυνατό ή ενδεχόμενο:
(Αχιλλ. L 511
η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν (Ιμπ. 80).
2) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις συνοδεύει οριστ. ιστ. χρόνου προκ. να εκφραστεί η αμφιβολία εκείνου που ρωτά για το αν θα πάρει απάντηση:
είντα να θέλαν ποίσειν …; (Μαχ. 3604
ποιον να είχε πιάσει και ο αγάς; (Λίμπον. 423).
Β́
1) Με υποτ. εκφράζει
α) απλή βούληση, στο ά πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική):
(Μαχ. 823
όμως να έλθωμεν εις το προκείμενον (Ιστ. πατρ. 1893
(με προηγ. την προσωπ. αντων. ως εμφατικό υποκ. για να εκφραστεί έντονη θέληση):
(Σαχλ. B́ PM 477
εγώ να 'μαι για λόγου του κι εκείνος ογιά μένα (Ερωτόκρ. Γ́ 1138
β) προτροπή, παραχώρηση, προσταγή, στο β́ και γ́ πρόσ. εν. ή πληθ.:
στρατιώτες μου, να 'ρθείτε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 51· Ασσίζ. 14315
όποιος νικητής βγει …, να 'χει τα δώρα τ’ ακριβά (Ερωτόκρ. Β́ 126
γ) απειλή, στο β́ πρόσ.:
ρηγόπουλε … να γνωρίσεις σήμερο ο Αντρόμαχος ποιος έναι (Ερωτόκρ. Β́ 1596
δ) ευχή (υποτ. ευχετική):
μαγάρι εδά να συβαστεί (Ερωτόκρ. Έ 227
Καλά να 'ν’ τ’ άστρη … στο διάφορός σου (Κυπρ. ερωτ. 10445
(παρενθετικά) φρ.
(1) να ζεις, να ζήσεις, κ.ά., βλ. ζω (I) Ά1φρ. β·
(2) να ζιω, να ζούμε, κ.ά., βλ. αυτ. φρ. γ·
ε) έκπληξη:
ο μέγας μάστρος, ο φίλος μου, να κρατεί τούτον το κακόν; (Μαχ. 145
στ) σε συνεκφ. με το μόνο (να), αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα όρος, προϋπόθεση:
(Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 19
νικούμε τον τον Δάρειον, μόν’ να 'ν’ καλή η καρδιά μας (Αλεξ. 710).
2) Συνοδεύει υποτ. σε διηγήσεις ή περιγραφές περασμένων γεγονότων αντί οριστ. παρατ. (υποτ. διηγηματική):
να βγαίνουν από δυο μερές … να πιάνουν τους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5321).
3) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις εκφράζει
α) απορία (υποτ. απορημ.):
άνθρωπον κενόδοξον τις να τον αγαπήσει; (Σπαν. Α 239
β) αγανάκτηση ή δυσφορία:
γιατί ν’ αφήσεις τόσο κακό τ’ αμμάτια μου να δούσινε; (Ερωφ. Έ 413).
4) Συνοδεύει υποτ. προκ. να εκφραστεί αμφιβολία ή κ. το ενδεχόμενο αντί θα και οριστ.:
ο βασιλεύς φιλάνθρωπος και να σε συμπαθήσει (Γλυκά, Στ. 523· 314).
II. Σε δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
Ά Ειδικές
1)
α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) (υποδηλώνει κ. το αμφίβολο):
κρίνω να 'φυγε αποδώ (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 146
Χρόνους εκαρτερήσαμεν, νομίζω να ήσαν δύο (Λίβ. N 2550
β) συνοδεύει πλεοναστικά τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με οριστ.:
ως χιλιάδες είκοσι παντέχω ότι να ήτον (ενν. το φουσσάτο) (Χρον. Τόκκων 435· Χριστ. διδασκ. 150).
2)
α1) Με υποτ.:
μεν νοιαστείς ποτέ μου να σκαλέψω την έννοιαν μου αχ το 'δείν των αμματιώσ σου (Κυπρ. ερωτ. 635
α2) με επόμ. το θα για να εκφραστεί η έντονη επιθυμία του υποκ. γι’ αυτό που δηλώνει η πρόταση:
η Ήρα … γροικά το μήλο το χρουσό να θα κλερονομήσει (Φορτουν. Ιντ. β́ 45· Ιντ. γ́ 89
β) συνοδεύει τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με υποτ. εκφράζοντας κ. το αμφίβολο ή ενδεχόμενο:
(Πεντ. Γέν. XV 8
ελόγιασεν η λυγερή πως ν’ αγαπά άλλη κόρη το ταίρι τση (Ερωτόκρ. Β́ 655).
Β́ Βουλητικές
1) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται με υποτ. (άρν. μη)
α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά
α1) ως αντικ. του ρ. της κύριας:
φίλος μου … θέλω να 'σαι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 110
πώς η Τύχη ενάντιον σας να κλώσει εσυγκατέβη; (Απόκοπ. 390· Ιμπ. 461
α2) ως υποκ. απρόσ. ρ. ή έκφρ.:
(Ασσίζ. 2307
είναι ντροπή σου … τα ψόματα να λέγεις (Ερωτόκρ. Β́ 883
α3) ως προσδ., διασάφηση όρου της κύριας πρότασης:
Περίσσια είχα πεθυμιά … να σασε δούσιν … τ’ αμμάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Ερωφ. Β́ 99
β) μετά το ρ. κάμνω και τροπ. επίρρ.:
κακά 'καμα να σμίξω μετά κείνο (Ερωφ. Β́ 106· Κυπρ. ερωτ. 452
γ) μετά τις προθ. άνευ, δίχως:
να τον κρατεί εις την φυλακήν …, άνευ να του κακοποιήσει (Ασσίζ. 31531· Ερωφ. Χορ. δ́ 716).
2) Συνοδεύεται πλεοναστικά
α) από τους συνδ. ότι, πως, ότι πως, όπως και την πρόθ. διά:
ελπίζω … ότι να ευτυχήσεις (Χρον. Μορ. H 1389
τάσσω σου … πως … στον Άδη να σε πέψω (Ερωφ. Έ 635· Βακτ. αρχιερ. 136), (Χρον. Τόκκων 84
ουκ εδυνήθησαν διά να τον απαντήσουν (Ιμπ. 352
β) από κάπ. πτώση του ουδ. άρθρου:
ηγάπα και το να με είχε … εις την δουλοσύνην του (Σφρ., Χρον. 347
ήθελα του να τονε ρωτήσω (Λίβ. (Lamb.) N 54).
3) Σε συνεκφ. με το θε
α) θε να = θα, πρόκειται να:
για το κυνήγι οπού 'καμε θάνατο θε να πάρει (Ερωτόκρ. Β́ 716
β) εκφράζει ταυτόχρονα
β1) δυνατή θέληση ή απόφαση:
δε θε ν’ αφήσω να χαθώ … (Ερωφ. Γ́ 57· Δ́ 670
β2) κ. ενδεχόμενο:
Τούτο το πράμα … θε να σε βλάψει με καιρόν (Ερωτόκρ. Γ́ 128).
4) Με οριστ. ιστ. χρόνου όταν δηλώνεται
α) ευχή απραγματοποίητη:
ήθελα ν’ είχα ζωντανόν τώρα τον Ευριπίδη (Λίμπον. 73
β) απλή σκέψη του λέγοντος:
όλπιζα … 'ς τίτοιον λιμνιώναν να 'σωσα την στράταν (Κυπρ. ερωτ. 10716).
Γ́ Ενδοιαστικές, με τα μόρ. μη, μηδέν, μήμπα, και υποτ. (άρν. μη):
τρομάσσω να μη γυρίσει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332· Συναξ. γυν. 785), (Στάθ. Β́ 88
(με επόμ. το μήπως, βλ. ά. 1).
Δ́ Πλάγιες ερωτηματικές
1) Ακολουθεί ερωτ. αντων. ή επίρρ.
α) με απλή οριστ.:
σε ρωτώ …, τα παιδιά … τάχα τι να τα κάμανε οι Τούρκοι …; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18112
β) με οριστ. δυνητική:
Να 'ξευρα … την σωτηριάν πού να ’βρα (Κυπρ. ερωτ. 10031
γ) με υποτ. απορημ.:
μέσα του εδιαλογίζετο πώς να τον αποθάνει (Ερωτόκρ. Β́ 776).
2) Ακολουθεί το σύνδ. μήπως σε είδος πλάγιας ερώτησης που δηλώνει κ. ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο, επιθυμητό και εκφέρεται με υποτ. (βλ. και μήνα 3α, μήπως 2):
ρίκτει … εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει (Λίβ. Esc. 2694· Κατζ. Ά 124).
III. Σε δευτερεύουσες επιρρ. προτάσεις
Ά Αιτιολογικές
1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται με απλή οριστ.:
ουδέν εντέχεται να έχει (ενν. ο ιερεύς) καμίαν τιμωρίαν …, να δεν εγίνωσκεν (Ασσίζ. 11527).
2) Με υποτ.:
α)
τ’ άδικο … του ριζικού ήτο χάρη, όχι να 'ν’ ο Κυπρίδημος καλλιά του παλληκάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1830
β) με προηγ. την πρόθ. διά (γιά):
διά να μη έχω φίλον, έγινα ωσάν το ξύλο (Συναξ. γυν. 1047· Ερωτόκρ. Β́ 719
γ) με προηγ. το επίρρ. μόνε, βλ. μόνον Β́3.
Β́ Τελικές
1)
α) Συν. μετά ρ. κίνησης, με υποτ. (άρν. μη):
μ’ έστειλε να σε κάμω να συβαστείς (Ερωφ. Γ́ 99
τους Ρωμαίους έκραξε να πάσι να βοηθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28325
β) με προηγ. την πρόθ. διά (για, ογιά) και τους συνδ. όπως, ως, ότι:
πήγαν εις πηγάδι, διά να κατοικήσουσι (Αιτωλ., Μύθ. 196· Ερωφ. Γ́ 295), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4163
τα κάστρη να φυλάξουσιν, όπως να μη τα χάσουν (Χρον. Τόκκων 127· Ιστ. Βλαχ. 2479), (Συναξ. γυν. 702
γ) με επόμ. το θα:
θέλ’ έβγει ο δράκος πάλι να θα σ’ αρπάξει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 14).
2) Με προηγ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ.:
καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354· Ψ 252).
Γ́ Αποτελεσματικές
1) Με υποτ.·
α) το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο:
δεν ήτο ποιος να του μιλεί …, να του αλαφρώσει ο λογισμός (Ερωτόκρ. Β́ 620· Κυπρ. ερωτ. 9024
β) δηλώνει συμφωνία ή όρο:
επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον … (Κώδ. Χρονογρ. 49
γ) εξαρτάται από την προστ. κάμε, ‑ετε του ρ. κάμνω:
τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι (Γαδ. διήγ. 322· Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 3
δ) με προηγ. την πρόθ. για και το σύνδ. και:
αργεί … την παιδωμή να δώσει, για να 'χει ο φταίστης τίβοτας καιρό να μεταγνώσει (Ερωφ. Γ́ 308
όμως δεν επήγασι μακρά και να γλυτώσουν (Κορων., Μπούας 97).
2) Με δυνητική οριστ.·
το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό:
(Ερωφ. Δ́ 442
έθελα θωρείν το πρόσωπόσ σου να 'δα ποτέ μου αγάπην εις αυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 8620
(με προηγ. την πρόθ. για):
(Ερωφ. Γ́ 127).
3) Εισάγει μόνο του ή με προηγ. το σύνδ. (ο)γιά είδος τελικής - αποτελεσματικής πρότασης που εκφέρεται με υποτ.:
δώσ’ μου μια γλυκιά θωριά να ξοριστούσι … οι πόνοι (Ερωφ. Δ́ 401
τη γη ποτίζεις, για να μπορού να ζιου τα πλάσματά σου (Ερωφ. Χορ. δ́ 719· Ερωτόκρ. Β́ 925).
Δ́ Υποθετικές
1) Με οριστ. ιστ. χρόνου· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί:
να 'μπόρουν εις χαρτίν να γράψα τα πάθη μου …, … έθελεν πάψειν απού μεν η κάψα (Κυπρ. ερωτ. 231· Ιμπ. 147).
2)
α) Με υποτ. συν. αορ.· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο:
(Λίβ. Esc. 1440
να σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω (Ερωτόκρ. Β́ 480
Σπουδαίον άνδρα να ιδούν (ενν. οι αμαθείς), πολλά τονε μισούσιν (Γκίνου, Στ. 11
β) πλεοναστικά μετά το σύνδ. εάν:
εάν κανείς να δώσει ετέρου, εκείνος ή εκείνη οπού να τα λάβουν … (Ασσίζ. 15518).
3) Έκφρ. ανίσως και να = αν τυχόν, αν συμβεί να …, αν (με υποτ.):
Ανίσως και να πίστευγες, …, έλπιζα … (Κυπρ. ερωτ. 541· 10477).
Έ Ενδοτικές· (με υποτ.), ακολουθεί πλεοναστικά την έκφρ. μ’ όλον που (βλ. μετά Ά19β):
το σίδερον και η φωτιά μ’ όλον που να πονούσι, είν’ … ωφέλιμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648]).
Ϛ́ Χρονικές
α) με υποτ. αορ.·
δηλώνεται πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν):
Να την ιδεί ο Αχιλλεύς, λιγοθυμιά τον πιάσεν (Αχιλλ. (Haag) L 492· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1791
(με προηγ. το ουδ. άρθρο):
(Αχιλλ. (Smith) N 437
Το να το ιδεί ο Ιμπέριος (ενν. το παρανυχίδιν), ετρώθην η ψυχή του (Ιμπ. 293
β) πλεοναστικά μετά τους συνδ. όταν (και τ.), ότι, πριν, πριχού (και τ.), αφόν:
όταν να θέλει να λουστεί … η κόρη, … (Αχιλλ. L 515· Πεντ. Γέν. XXIV 41
αποθαίνει …, πριν να παντρευτούσιν (Ασσίζ. 36917· Ερωτόκρ. Β́ 728
αφόν … να λάψουν τ’ άστρα, … (Κυπρ. ερωτ. 1064
γ) με προηγ. τους συνδ. (ε)ωσόπου, ώστε (που):
να τον κρατεί εις την φυλακήν …, εωσόπου να τον πλερώσει (Ασσίζ. 31218· Κυπρ. ερωτ. 10532
δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη (Ερωτόκρ. Γ́ 184· Έ 256
δ) με προηγ. το σύνδ. κάθα:
κάθα να δω … το 'δείσ σου, … (Κυπρ. ερωτ. 691).
Ζ́ Αναφορικές
1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ.· με οριστ.
α) απλή:
δεν ευρέθηκεν κανείς … να μ’ εσύντηχεν καλόν διά τα ξένα (Περί ξεν. 166
β) πιθανολογική:
εκείνος ού εκείνη οπού να έβαλαν τοιούτους ανθρώπους μάρτυρας, … (Ασσίζ. 14410
γ) ευχετική:
Αφήτε μ’, οπού να 'μουνε σήμερ’ αποθαμένη (Θυσ. 311).
2)
α) Με υποτ. μόνο του· δηλώνεται κ. το ενδεχόμενο (συν. προηγείται αποφατική πρόταση):
δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου (Ερωφ. Ά 424· Λίβ. Sc. 171
β) με προηγ. αναφορ. αντων. ή επίρρ.:
(Ασσίζ. 19522
να οικοδομήσει ναόν οπού να μην έγινεν άλλος (Hagia Sophia ω 51012
(με προηγ. το σύνδ. και = που):
(Ερωτόκρ. Β́ 286).
3) Συνοδεύει το αναφορ. επίρρ. οπού, απού, σε αναφορ. αποτελεσματική πρόταση· με υποτ. (συνήθως προηγείται στην κύρια πρόταση το δεικτ. τόσον):
όμορφή 'σαι τόσον οπού τινάς δε να μπορήσει τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει (Κυπρ. ερωτ. 8712· Ερωφ. Ά 480).
4) Συνοδεύει το σα(ν), ως, ώσπερ σε αναφορ. προσδιοριστική πρόταση όπου εκφράζεται υποθ. παρομοίωση:
στέκομαι τρεμάμενη σαν να 'χα να περάσω μια θυμωμένη θάλασσα (Ερωφ. Γ́ 7
αγάπα τον … ως να ήτον συγγενής σου (Σπαν. (Ζώρ.) V 122· Χρον. Μορ. H 493).
[<αρχ. σύνδ. ίνα· τ. ινά τον 6. αι. (C.A. Trypanis, Glotta 28, 1960, 312-3). Η λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και Jannaris 1897: 418) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback