Griechisch | Deutsch |
---|---|
Βενζοϊκού οξέος, 2-υδροξυ-, μονο-C>13-αλκυλο παραγώγων, άλατα ασβεστίου (2:1) | Benzoesäure, 2-hydroxy-, mono-C>13-alkylderivate, Calciumsalze (2:1) Übersetzung bestätigt |
χλωρίδια των αιθέρων με πολυαιθυλενογλυκόλη των εστέρων 3-(3-καρβοξυ-1-οξοπροποξυ)μεθυλο-, διμεθυλο-, και σιλικονών με | Siloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ester mit Ether mit Chloride Übersetzung bestätigt |
χλωρίδια των αιθέρων διμεθυλοκαι και σιλικονών με πολυαιθυλενογλυκόλη | Siloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ether mit Chloride Übersetzung bestätigt |
χλωρίδια των αιθέρων διμεθυλοκαι και σιλικονών με μονο[[(3-(αμιδοπροπυλοεκ πολυαιθυλενογλυκόλη | Siloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ether mit Chloride Übersetzung bestätigt |
αιθέρας με μονο(16-μεθυλοδεκαεπτανοϊκή) 1,2,3-προπανοτριόλη (2:1) | Ether mit (2:1) Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
μονο- |
μόνον |
μόνος |
μόνος -η -ο |
μονοκατοικία |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Noch keine Grammatik zu μονο.
μονο- [mono] & μονό- [monó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μον- [mon], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συνήθ. (ουσιαστικοποιημένα) επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός και μόνο στοιχείου από αυτά που δηλώνει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: μονοατομικός, μονοκινητήριος, μονόκλω νος, μονόκλινος, μονοσάνδαλος, μονόφθαλμος· μονοδύναμος, μονοσέλιδος, μονοσύλλαβος, μονοψήφιος, ANT πολυ-· μονοκόμματος· μονοκαλλιέργεια, μονοκοτυλήδονα· μονοθεϊσμός, μονοκατοικία, ANT πολυ-. || με αρνητική σημασία, όταν το στοιχείο του ενός και μόνου, όσον αφορά την ιδιότητα που συνεπάγεται το β' συνθετικό, δεν είναι το κανονικό ή το επιθυμητό: μονοδιάστατος, μονόπλευρος, μονότονος, μονόχνωτος. β. έχει διάρκεια μιας μόνο χρονικής μονάδας την οποία εκφράζει το β' συνθετικό: μονόλεπτος· μονοετής, μονόωρος, μονοήμερος. ANT πολυ-. γ. παρουσιάζει μόνο μία φορά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: μονόκαρπος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.