Griechisch | Deutsch |
---|---|
Έτσι, είπε: "Το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να αρχίσω να μεταφράζω, ώστε οι άνθρωποι αυτών των χωρών να αρχίσουν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο λιγάκι καλύτερα". | Er sagte sich, "Ich kann eine Sache tun, ich kann damit beginnen zu übersetzen, damit Menschen in diesen Ländern beginnen, einander etwas besser zu verstehen." Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
dolmetschen |
deuten |
transkribieren |
übersetzen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μεταφράζω | μεταφράζουμε, μεταφράζομε | μεταφράζομαι | μεταφραζόμαστε |
μεταφράζεις | μεταφράζετε | μεταφράζεσαι | μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε | ||
μεταφράζει | μεταφράζουν(ε) | μεταφράζεται | μεταφράζονται | ||
Imper fekt | μετέφραζα, μετάφραζα | μεταφράζαμε | μεταφραζόμουνα | μεταφραζόμαστε, μεταφραζόμασταν | |
μετέφραζες, μετάφραζες | μεταφράζατε | μεταφραζόσουνα | μεταφραζόσαστε, μεταφραζόσασταν | ||
μετέφραζε, μετάφραζε | μετέφραζαν, μετάφραζαν, μεταφράζαν(ε) | μεταφραζότανε | μεταφράζονταν, μεταφραζόντανε, μεταφραζόντουσαν | ||
Aorist | μετέφρασα, μετάφρασα | μεταφράσαμε | μεταφράστηκα | μεταφραστήκαμε | |
μετέφρασες, μετάφρασες | μεταφράσατε | μεταφράστηκες | μεταφραστήκατε | ||
μετέφρασε, μετάφρασε | μετέφρασαν, μετάφρασαν, μεταφράσαν(ε) | μεταφράστηκε | μεταφράστηκαν, μεταφραστήκανε | ||
Per fekt | έχω μεταφράσει έχω μεταφρασμένο | έχουμε μεταφράσει έχουμε μεταφρασμένο | έχω μεταφραστεί είμαι μεταφρασμένος, -η | έχουμε μεταφραστεί είμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
έχεις μεταφράσει έχεις μεταφρασμένο | έχετε μεταφράσει έχετε μεταφρασμένο | έχεις μεταφραστεί είσαι μεταφρασμένος, -η | έχετε μεταφραστεί είστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
έχει μεταφράσει έχει μεταφρασμένο | έχουν μεταφράσει έχουν μεταφρασμένο | έχει μεταφραστεί είναι μεταφρασμένος, -η, -ο | έχουν μεταφραστεί είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα μεταφράσει είχα μεταφρασμένο | είχαμε μεταφράσει είχαμε μεταφρασμένο | είχα μεταφραστεί ήμουν μεταφρασμένος, -η | είχαμε μεταφραστεί ήμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
είχες μεταφράσει είχες μεταφρασμένο | είχατε μεταφράσει είχατε μεταφρασμένο | είχες μεταφραστεί ήσουν μεταφρασμένος, -η | είχατε μεταφραστεί ήσαστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
είχε μεταφράσει είχε μεταφρασμένο | είχαν μεταφράσει είχαν μεταφρασμένο | είχε μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένος, -η, -ο | είχαν μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μεταφράζω | θα μεταφράζουμε, θα μεταφράζομε | θα μεταφράζομαι | θα μεταφραζόμαστε | |
θα μεταφράζεις | θα μεταφράζετε | θα μεταφράζεσαι | θα μεταφράζεστε, θα μεταφραζόσαστε | ||
θα μεταφράζει | θα μεταφράζουν(ε) | θα μεταφράζεται | θα μεταφράζονται | ||
Fut ur | θα μεταφράσω | θα μεταφράσουμε, θα μεταφράσομε | θα μεταφραστώ | θα μεταφραστούμε | |
θα μεταφράσεις | θα μεταφράσετε | θα μεταφραστείς | θα μεταφραστείτε | ||
θα μεταφράσει | θα μεταφράσουν(ε) | θα μεταφραστεί | θα μεταφραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μεταφράσει θα έχω μεταφρασμένο | θα έχουμε μεταφράσει θα έχουμε μεταφρασμένο | θα έχω μεταφραστεί θα είμαι μεταφρασμένος, -η | θα έχουμε μεταφραστεί θα είμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
θα έχεις μεταφράσει θα έχεις μεταφρασμένο | θα έχετε μεταφράσει θα έχετε μεταφρασμένο | θα έχεις μεταφραστεί θα είσαι μεταφρασμένος, -η | θα έχετε μεταφράστει θα είστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
θα έχει μεταφράσει θα έχει μεταφρασμένο | θα έχουν μεταφράσει θα έχουν μεταφρασμένο | θα έχει μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένος, -η, -ο | θα έχουν μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μεταφράζω | να μεταφράζουμε, | να μεταφράζομαι | να μεταφραζόμαστε |
να μεταφράζεις | να μεταφράζετε | να μεταφράζεσαι | να μεταφράζεστε, | ||
να μεταφράζει | να μεταφράζουν(ε) | να μεταφράζεται | να μεταφράζονται | ||
Aorist | να μεταφράσω | να μεταφράσουμε, | να μεταφραστώ | να μεταφραστούμε | |
να μεταφράσεις | να μεταφράσετε | να μεταφραστείς | να μεταφραστείτε | ||
να μεταφράσει | να μεταφράσουν | να μεταφραστεί | να μεταφραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω μεταφράσει | να έχουμε μεταφράσει | να έχω μεταφραστεί | να έχουμε μεταφραστεί | |
να έχεις μεταφράσει | να έχετε μεταφράσει | να έχεις μεταφραστεί | να έχετε μεταφραστεί | ||
να έχει μεταφράσει να έχει μεταφρασμένο | να έχουν μεταφράσει να έχουν μεταφρασμένο | να έχει μεταφραστεί | να έχουν μεταφραστεί | ||
Imper ativ | Pres | μετάφραζε | μεταφράζετε | μεταφράζεστε | |
Aorist | μετέφρασε | μεταφράστε | μεταφράσου | μεταφραστείτε | |
Part izip | Pres | μεταφράζοντας | μεταφραζόμενος | ||
Perf | έχοντας μεταφράσει, έχοντας μεταφρασμένο | μεταφρασμένος, -η, -ο | μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μεταφράσει | μεταφραστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | übersetze | ||
du | übersetzt | |||
er, sie, es | übersetzt | |||
Präteritum | ich | übersetzte | ||
Konjunktiv II | ich | übersetzte | ||
Imperativ | Singular | übersetz! übersetze! | ||
Plural | übersetzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
übersetzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:übersetzen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dolmetsche | ||
du | dolmetschst dolmetscht | |||
er, sie, es | dolmetscht | |||
Präteritum | ich | dolmetschte | ||
Konjunktiv II | ich | dolmetschte | ||
Imperativ | Singular | dolmetsche! | ||
Plural | dolmetscht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gedolmetscht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dolmetschen |
μεταφράζω [metafrázo] -ομαι Ρ αόρ. μετέφρασα και (προφ., σπάν.) μετά φρασα, απαρέμφ. μεταφράσει, παθ. αόρ. μεταφράστηκα, απαρέμφ. μετα φραστεί, μππ. μεταφρασμένος : 1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο σε άλλη γλώσσα: μεταφράζω ένα κείμενο / βιβλίο. Bιβλίο που μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Tο κείμενο δεν είναι πρωτότυπο αλλά μεταφρασμένο από τα αγγλικά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.