μεταφράζω Verb (0) |
διερμηνεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Bevor ich dafür bezahlt wurde, zu dolmetschen arbeitete ich als Kartograph. | Πριν με πληρώσουν για να μιλάω Γαλλικά διάβαζα χάρτες. Übersetzung nicht bestätigt |
Er ermahnt mich, dass meine Meinung nicht zählt und dass Dolmetscher nur dolmetschen sollten. | Μου υπενθυμίζει ότι οι απόψεις μου δεν έχουν αξία κι ότι οι διερμηνείς πρέπει μόνο να διερμηνεύουν. Übersetzung nicht bestätigt |
Da er kein Englisch spricht, wird Ted für uns dolmetschen. | Κι αφού δε μιλάει Αγγλικά, ο Τεντ θα μεταφράζει. Übersetzung nicht bestätigt |
Vielleicht können Sie dolmetschen. | Μπορείτε να της μεταφράσετε; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde für die Klan-Beauftragten dolmetschen. | Και εφόσον κανείς από τους αντιπροσώπους τους δε μιλάει αγγλικά... Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
dolmetschen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dolmetsche | ||
du | dolmetschst dolmetscht | |||
er, sie, es | dolmetscht | |||
Präteritum | ich | dolmetschte | ||
Konjunktiv II | ich | dolmetschte | ||
Imperativ | Singular | dolmetsche! | ||
Plural | dolmetscht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gedolmetscht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dolmetschen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μεταφράζω | μεταφράζουμε, μεταφράζομε | μεταφράζομαι | μεταφραζόμαστε |
μεταφράζεις | μεταφράζετε | μεταφράζεσαι | μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε | ||
μεταφράζει | μεταφράζουν(ε) | μεταφράζεται | μεταφράζονται | ||
Imper fekt | μετέφραζα, μετάφραζα | μεταφράζαμε | μεταφραζόμουνα | μεταφραζόμαστε, μεταφραζόμασταν | |
μετέφραζες, μετάφραζες | μεταφράζατε | μεταφραζόσουνα | μεταφραζόσαστε, μεταφραζόσασταν | ||
μετέφραζε, μετάφραζε | μετέφραζαν, μετάφραζαν, μεταφράζαν(ε) | μεταφραζότανε | μεταφράζονταν, μεταφραζόντανε, μεταφραζόντουσαν | ||
Aorist | μετέφρασα, μετάφρασα | μεταφράσαμε | μεταφράστηκα | μεταφραστήκαμε | |
μετέφρασες, μετάφρασες | μεταφράσατε | μεταφράστηκες | μεταφραστήκατε | ||
μετέφρασε, μετάφρασε | μετέφρασαν, μετάφρασαν, μεταφράσαν(ε) | μεταφράστηκε | μεταφράστηκαν, μεταφραστήκανε | ||
Per fekt | έχω μεταφράσει έχω μεταφρασμένο | έχουμε μεταφράσει έχουμε μεταφρασμένο | έχω μεταφραστεί είμαι μεταφρασμένος, -η | έχουμε μεταφραστεί είμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
έχεις μεταφράσει έχεις μεταφρασμένο | έχετε μεταφράσει έχετε μεταφρασμένο | έχεις μεταφραστεί είσαι μεταφρασμένος, -η | έχετε μεταφραστεί είστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
έχει μεταφράσει έχει μεταφρασμένο | έχουν μεταφράσει έχουν μεταφρασμένο | έχει μεταφραστεί είναι μεταφρασμένος, -η, -ο | έχουν μεταφραστεί είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα μεταφράσει είχα μεταφρασμένο | είχαμε μεταφράσει είχαμε μεταφρασμένο | είχα μεταφραστεί ήμουν μεταφρασμένος, -η | είχαμε μεταφραστεί ήμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
είχες μεταφράσει είχες μεταφρασμένο | είχατε μεταφράσει είχατε μεταφρασμένο | είχες μεταφραστεί ήσουν μεταφρασμένος, -η | είχατε μεταφραστεί ήσαστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
είχε μεταφράσει είχε μεταφρασμένο | είχαν μεταφράσει είχαν μεταφρασμένο | είχε μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένος, -η, -ο | είχαν μεταφραστεί ήταν μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μεταφράζω | θα μεταφράζουμε, θα μεταφράζομε | θα μεταφράζομαι | θα μεταφραζόμαστε | |
θα μεταφράζεις | θα μεταφράζετε | θα μεταφράζεσαι | θα μεταφράζεστε, θα μεταφραζόσαστε | ||
θα μεταφράζει | θα μεταφράζουν(ε) | θα μεταφράζεται | θα μεταφράζονται | ||
Fut ur | θα μεταφράσω | θα μεταφράσουμε, θα μεταφράσομε | θα μεταφραστώ | θα μεταφραστούμε | |
θα μεταφράσεις | θα μεταφράσετε | θα μεταφραστείς | θα μεταφραστείτε | ||
θα μεταφράσει | θα μεταφράσουν(ε) | θα μεταφραστεί | θα μεταφραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μεταφράσει θα έχω μεταφρασμένο | θα έχουμε μεταφράσει θα έχουμε μεταφρασμένο | θα έχω μεταφραστεί θα είμαι μεταφρασμένος, -η | θα έχουμε μεταφραστεί θα είμαστε μεταφρασμένοι, -ες | |
θα έχεις μεταφράσει θα έχεις μεταφρασμένο | θα έχετε μεταφράσει θα έχετε μεταφρασμένο | θα έχεις μεταφραστεί θα είσαι μεταφρασμένος, -η | θα έχετε μεταφράστει θα είστε μεταφρασμένοι, -ες | ||
θα έχει μεταφράσει θα έχει μεταφρασμένο | θα έχουν μεταφράσει θα έχουν μεταφρασμένο | θα έχει μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένος, -η, -ο | θα έχουν μεταφραστεί θα είναι μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μεταφράζω | να μεταφράζουμε, | να μεταφράζομαι | να μεταφραζόμαστε |
να μεταφράζεις | να μεταφράζετε | να μεταφράζεσαι | να μεταφράζεστε, | ||
να μεταφράζει | να μεταφράζουν(ε) | να μεταφράζεται | να μεταφράζονται | ||
Aorist | να μεταφράσω | να μεταφράσουμε, | να μεταφραστώ | να μεταφραστούμε | |
να μεταφράσεις | να μεταφράσετε | να μεταφραστείς | να μεταφραστείτε | ||
να μεταφράσει | να μεταφράσουν | να μεταφραστεί | να μεταφραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω μεταφράσει | να έχουμε μεταφράσει | να έχω μεταφραστεί | να έχουμε μεταφραστεί | |
να έχεις μεταφράσει | να έχετε μεταφράσει | να έχεις μεταφραστεί | να έχετε μεταφραστεί | ||
να έχει μεταφράσει να έχει μεταφρασμένο | να έχουν μεταφράσει να έχουν μεταφρασμένο | να έχει μεταφραστεί | να έχουν μεταφραστεί | ||
Imper ativ | Pres | μετάφραζε | μεταφράζετε | μεταφράζεστε | |
Aorist | μετέφρασε | μεταφράστε | μεταφράσου | μεταφραστείτε | |
Part izip | Pres | μεταφράζοντας | μεταφραζόμενος | ||
Perf | έχοντας μεταφράσει, έχοντας μεταφρασμένο | μεταφρασμένος, -η, -ο | μεταφρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μεταφράσει | μεταφραστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.