κληρονομώ Verb  [klironomo, klhronomw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κληρονομώ

κληρονομώ altgriechisch κληρονομῶ κλῆρος + νέμω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κληρονομώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κληρονομάω, klironomo">κληρονομώκληρονομάμε, κληρονομούμεκληρονομιέμαικληρονομιόμαστε
κληρονομάςκληρονομάτεκληρονομιέσαικληρονομιέστε, κληρονομιόσαστε
κληρονομάει, κληρονομάκληρονομάν(ε), κληρονομούν(ε)κληρονομιέταικληρονομιούνται, κληρονομιόνται
Imper
fekt
κληρονομούσα, κληρονόμαγακληρονομούσαμε, κληρονομάγαμεκληρονομιόμουν(α)κληρονομιόμαστε, κληρονομιόμασταν
κληρονομούσες, κληρονόμαγεςκληρονομούσατε, κληρονομάγατεκληρονομιόσουν(α)κληρονομιόσαστε, κληρονομιόσασταν
κληρονομούσε, κληρονόμαγεκληρονομούσαν(ε), κληρονόμαγαν, κληρονομάγανεκληρονομιόταν(ε)κληρονομιόνταν(ε), κληρονομιούνταν, κληρονομιόντουσαν
Aoristκληρονόμησακληρονομήσαμεκληρονομήθηκακληρονομηθήκαμε
κληρονόμησεςκληρονομήσατεκληρονομήθηκεςκληρονομηθήκατε
κληρονόμησεκληρονόμησαν, κληρονομήσαν(ε)κληρονομήθηκεκληρονομήθηκαν, κληρονομηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κληρονομήσει
έχω κληρονομημένο
έχουμε κληρονομήσει
έχουμε κληρονομημένο
έχω κληρονομηθεί
είμαι κληρονομημένος, -η
έχουμε κληρονομηθεί
είμαστε κληρονομημένοι, -ες
έχεις κληρονομήσει
έχεις κληρονομημένο
έχετε κληρονομήσει
έχετε κληρονομημένο
έχεις κληρονομηθεί
είσαι κληρονομημένος, -η
έχετε κληρονομηθεί
είστε κληρονομημένοι, -ες
έχει κληρονομήσει
έχει κληρονομημένο
έχουν κληρονομήσει
έχουν κληρονομημένο
έχει κληρονομηθεί
είναι κληρονομημένος, -η, -ο
έχουν κληρονομηθεί
είναι κληρονομημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κληρονομήσει
είχα κληρονομημένο
είχαμε κληρονομήσει
είχαμε κληρονομημένο
είχα κληρονομηθεί
ήμουν κληρονομημένος, -η
είχαμε κληρονομηθεί
ήμαστε κληρονομημένοι, -ες
είχες κληρονομήσει
είχες κληρονομημένο
είχατε κληρονομήσει
είχατε κληρονομημένο
είχες κληρονομηθεί
ήσουν κληρονομημένος, -η
είχατε κληρονομηθεί
ήσαστε κληρονομημένοι, -ες
είχε κληρονομήσει
είχε κληρονομημένο
είχαν κληρονομήσει
είχαν κληρονομημένο
είχε κληρονομηθεί
ήταν κληρονομημένος, -η, -ο
είχαν κληρονομηθεί
ήταν κληρονομημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κληρονομάω, θα κληρονομώθα κληρονομάμε, θα κληρονομούμεθα κληρονομιέμαιθα κληρονομιόμαστε
θα κληρονομάςθα κληρονομάτεθα κληρονομιέσαιθα κληρονομιέστε, θα κληρονομιόσαστε
θα κληρονομάει, θα κληρονομάθα κληρονομάν(ε), θα κληρονομούν(ε)θα κληρονομιέταιθα κληρονομιούνται, θα κληρονομιόνται
Fut
ur
θα κληρονομήσωθα κληρονομήσουμε, θα κληρονομήσομεθα κληρονομηθώθα κληρονομηθούμε
θα κληρονομήσειςθα κληρονομήσετεθα κληρονομηθείςθα κληρονομηθείτε
θα κληρονομήσειθα κληρονομήσουν(ε)θα κληρονομηθείθα κληρονομηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κληρονομήσει
θα έχω κληρονομημένο
θα έχουμε κληρονομήσει
θα έχουμε κληρονομημένο
θα έχω κληρονομηθεί
θα είμαι κληρονομημένος, -η
θα έχουμε κληρονομηθεί
θα είμαστε κληρονομημένοι, -ες
θα έχεις κληρονομήσει
θα έχεις κληρονομημένο
θα έχετε κληρονομήσει
θα έχετε κληρονομημένο
θα έχεις κληρονομηθεί
θα είσαι κληρονομημένος, -η
θα έχετε κληρονομηθεί
θα είστε κληρονομημένοι, -ες
θα έχει κληρονομήσει
θα έχει κληρονομημένο
θα έχουν κληρονομήσει
θα έχουν κληρονομημένο
θα έχει κληρονομηθεί
θα είναι κληρονομημένος, -η, -ο
θα έχουν κληρονομηθεί
θα είναι κληρονομημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κληρονομάω, να κληρονομώνα κληρονομάμε, να κληρονομούμενα κληρονομιέμαινα κληρονομιόμαστε
να κληρονομάςνα κληρονομάτενα κληρονομιέσαινα κληρονομιέστε, να κληρονομιόσαστε
να κληρονομάει, να κληρονομάνα κληρονομάν(ε), να κληρονομούν(ε)να κληρονομιέταινα κληρονομιούνται, να κληρονομιόνται
Aoristνα κληρονομήσωνα κληρονομήσουμε, να κληρονομήσομενα κληρονομηθώνα κληρονομηθούμε
να κληρονομήσειςνα κληρονομήσετενα κληρονομηθείςνα κληρονομηθείτε
να κληρονομήσεινα κληρονομήσουν(ε)να κληρονομηθείνα κληρονομηθούν(ε)
Perfνα έχω κληρονομήσει
να έχω κληρονομημένο
να έχουμε κληρονομήσει
να έχουμε κληρονομημένο
να έχω κληρονομηθεί
να είμαι κληρονομημένος, -η
να έχουμε κληρονομηθεί
να είμαστε κληρονομημένοι, -ες
να έχεις κληρονομήσει
να έχεις κληρονομημένο
να έχετε κληρονομήσει
να έχετε κληρονομημένο
να έχεις κληρονομηθεί
να είσαι κληρονομημένος, -η
να έχετε κληρονομηθεί
να είστε κληρονομημένοι, -η
να έχει κληρονομήσει
να έχει κληρονομημένο
να έχουν κληρονομήσει
να έχουν κληρονομημένο
να έχει κληρονομηθεί
να είναι κληρονομημένος, -η, -ο
να έχουν κληρονομηθεί
να είναι κληρονομημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκληρονόμα, κληρονόμαγεκληρονομάτεκληρονομιέστε
Aoristκληρονόμησε, κληρονόμακληρονομήστεκληρονομήσουκληρονομηθείτε
Part
izip
Presκληρονομώντας
Perfέχοντας κληρονομήσει, έχοντας κληρονομημένοκληρονομημένος, -η, -οκληρονομημένοι, -ες, -α
InfinAoristκληρονομήσεικληρονομηθεί









Griechische Definition zu κληρονομώ

κληρονομώ [kdivronomó] -ούμαι : 1. έρχεται στην κατοχή μου, αποκτώ μια περιουσία, ακίνητη ή χρηματική, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Tα παιδιά κληρονομούν συνήθως τους γονείς. Θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία. Kληρονόμησε έναν πλούσιο θείο της. || (επέκτ.): Kληρονόμησα ένα παλιό χαλί από τη γιαγιά μου. Aπό πού το κληρονόμησες αυ τό το παλτό;, και ειρωνικά για κτ. που φαίνεται ότι δεν είναι δικό μας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback