κληρονομώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
8 Durch den Glauben ward gehorsam Abraham, da er berufen ward, auszugehen in das Land, das er ererben sollte; und ging aus und wußte nicht, wo er hinkäme. | 8 Διά πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ, ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων που υπάγει. Übersetzung nicht bestätigt |
36 Und der Same seiner Knechte wird sie ererben, und die seinen Namen lieben, werden darin bleiben. | 36 Και το σπέρμα των δούλων αυτού θέλει κληρονομήσει αυτήν, και οι αγαπώντες το όνομα αυτού θέλουσι κατοικεί εν αυτή. Übersetzung nicht bestätigt |
17 Wisset aber, daß er hernach, da er den Segen ererben wollte, verworfen ist; denn er fand keinen Raum zur Buße, wiewohl er sie mit Tränen suchte. | 17 ξέρετε, βέβαια, ότι και μετέπειτα, θέλοντας να κληρονομήσει την ευλογία, αποδοκιμάστηκε· δεδομένου ότι, δεν βρήκε τόπο μετάνοιας, αν και την εκζήτησε με δάκρυα. Übersetzung nicht bestätigt |
36 Und der Same seiner Knechte wird sie ererben, und die seinen Namen lieben, werden darin bleiben. | 36 Και το σπέρμα των δούλων του θα την κληρονομήσει, κι αυτοί που αγαπούν το όνομά του, θα κατοικούν μέσα σ' αυτή. Übersetzung nicht bestätigt |
Wisset ihr nicht, daß die Ungerechten das Reich Gottes nicht ererben werden? Lasset euch nicht verführen! Weder die Hurer noch die Abgöttischen noch die Ehebrecher noch die Weichlinge noch die Knabenschänder | Η δεν εξεύρετε ότι οι άδικοι δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ererbe | ||
du | ererbst | |||
er, sie, es | ererbt | |||
Präteritum | ich | ererbte | ||
Konjunktiv II | ich | ererbte | ||
Imperativ | Singular | ererb! ererbe! | ||
Plural | ererbt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ererbt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ererben |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κληρονομάω, klironomo">κληρονομώ | κληρονομάμε, κληρονομούμε | κληρονομιέμαι | κληρονομιόμαστε |
κληρονομάς | κληρονομάτε | κληρονομιέσαι | κληρονομιέστε, κληρονομιόσαστε | ||
κληρονομάει, κληρονομά | κληρονομάν(ε), κληρονομούν(ε) | κληρονομιέται | κληρονομιούνται, κληρονομιόνται | ||
Imper fekt | κληρονομούσα, κληρονόμαγα | κληρονομούσαμε, κληρονομάγαμε | κληρονομιόμουν(α) | κληρονομιόμαστε, κληρονομιόμασταν | |
κληρονομούσες, κληρονόμαγες | κληρονομούσατε, κληρονομάγατε | κληρονομιόσουν(α) | κληρονομιόσαστε, κληρονομιόσασταν | ||
κληρονομούσε, κληρονόμαγε | κληρονομούσαν(ε), κληρονόμαγαν, κληρονομάγανε | κληρονομιόταν(ε) | κληρονομιόνταν(ε), κληρονομιούνταν, κληρονομιόντουσαν | ||
Aorist | κληρονόμησα | κληρονομήσαμε | κληρονομήθηκα | κληρονομηθήκαμε | |
κληρονόμησες | κληρονομήσατε | κληρονομήθηκες | κληρονομηθήκατε | ||
κληρονόμησε | κληρονόμησαν, κληρονομήσαν(ε) | κληρονομήθηκε | κληρονομήθηκαν, κληρονομηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κληρονομάω, | θα κληρονομάμε, | |||
θα κληρονομάς | θα κληρονομάτε | θα κληρονομιέσαι | θα κληρονομιέστε, | ||
θα κληρονομάει, | θα κληρονομάν(ε), | θα κληρονομιέται | θα κληρονομιούνται, | ||
Fut ur | θα κληρονομήσω | θα κληρονομήσουμε, | θα κληρονομηθώ | θα κληρονομηθούμε | |
θα κληρονομήσεις | θα κληρονομήσετε | θα κληρονομηθείς | θα κληρονομηθείτε | ||
θα κληρονομήσει | θα κληρονομήσουν(ε) | θα κληρονομηθεί | θα κληρονομηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κληρονομάω, | να κληρονομάμε, | να κληρονομιέμαι | να κληρονομιόμαστε |
να κληρονομάς | να κληρονομάτε | να κληρονομιέσαι | να κληρονομιέστε, | ||
να κληρονομάει, | να κληρονομάν(ε), | να κληρονομιέται | να κληρονομιούνται, | ||
Aorist | να κληρονομήσω | να κληρονομήσουμε, | να κληρονομηθώ | να κληρονομηθούμε | |
να κληρονομήσεις | να κληρονομήσετε | να κληρονομηθείς | να κληρονομηθείτε | ||
να κληρονομήσει | να κληρονομήσουν(ε) | να κληρονομηθεί | να κληρονομηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κληρονόμα, κληρονόμαγε | κληρονομάτε | κληρονομιέστε | |
Aorist | κληρονόμησε, κληρονόμα | κληρονομήστε | κληρονομήσου | κληρονομηθείτε | |
Part izip | Pres | κληρονομώντας | |||
Perf | έχοντας κληρονομήσει, | κληρονομημένος, -η, -ο | κληρονομημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κληρονομήσει | κληρονομηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.