{η}  θερμότητα Subst.  [thermotita, thermothta]

{die}    Subst.
(810)
{die}    Subst.
(451)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu θερμότητα

θερμότητα θερμο- + -τητα


GriechischDeutsch
Ορισμένοι από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς παράγουν θερμότητα και ηλεκτρισμό.Die betreffenden Erzeuger erzeugen Wärme und Strom.

Übersetzung bestätigt

Εάν η υπηρεσία τουριστικού καταλύματος διαθέτει τέτοια μονάδα συμπαραγωγής στον χώρο της, η παραγωγή της σε θερμότητα και ηλεκτρική ενέργεια παρέχει τουλάχιστον το 70 % της συνολικής επιτόπιας κατανάλωσης θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας.Verfügt der Beherbergungsbetrieb über eine eigene Anlage mit Kraft-Wärme-Kopplung, muss diese mindestens 70 % des gesamten Wärmeund Strombedarfs abdecken.

Übersetzung bestätigt

Ο όρος «κατανάλωση για θέρμανση και ψύξη» πρέπει να νοηθεί ότι σημαίνει την παραδιδόμενη θερμότητα που παράγεται (πωλούμενη θερμότητα), πλέον την τελική κατανάλωση όλων των υπολοίπων βασικών ενεργειακών προϊόντων, με εξαίρεση την ηλεκτρική ενέργεια σε τομείς τελικής χρήσης όπως η βιομηχανία, τα νοικοκυριά, οι υπηρεσίες, η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία.Unter dem Verbrauch für Wärme und Kälte ist die erzeugte abgeleitete Wärme (verkaufte Wärme) zuzüglich des Endverbrauchs sämtlicher sonstiger Energieprodukte (außer Strom) in Endverbrauchssektoren wie Industrie, Haushalte, Dienstleistungssektor, Landwirtschaft, Forstwirtschaft und Fischerei zu verstehen.

Übersetzung bestätigt

ο φάκελος συντηρήσεως να λαμβάνει υπόψη ότι: η χρήση θερμομηχανικώς ελασμένου χάλυβα απαιτεί ειδικά μέτρα όσον αφορά τη θερμότητα (κατεργασία).Die Instandhaltungsunterlagen sollten Folgendes berücksichtigen: Die Verwendung von thermomechanischem Walzstahl erfordert besondere Maßnahmen hinsichtlich der Wärme (Behandlung).

Übersetzung bestätigt

Η αυτοθέρμανση ουσιών ή μειγμάτων, που οδηγεί σε αυτόματη καύση, προκαλείται από αντίδραση της ουσίας ή του μείγματος με το οξυγόνο (στον αέρα) ενώ η θερμότητα που αναπτύσσεται δεν επάγεται αρκετά γρήγορα προς το περιβάλλον.Die Selbsterhitzung von Stoffen oder Gemischen, die zur Selbstentzündung führt, wird durch Reaktion des Stoffes oder Gemisches mit dem Luftsauerstoff und durch die Tatsache verursacht, dass die entwickelte Wärme nicht schnell genug nach außen abgeführt wird.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu θερμότητα

θερμότητα η [θermótita] : 1α. (φυσ.) η ενέργεια που προέρχεται από τη γρήγορη κίνηση των μορίων κάθε σώματος, μεταδίδεται κυρίως με επαφή ή με ακτινοβολία και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος που τη δέχεται και τη μείωση της θερμοκρασίας του σώματος που τη δίνει: θερμότητα δημιουργείται ιδίως με την καύση ή με την τριβή. Ο χαλκός είναι καλός / το ξύλο είναι κακός αγωγός της θερμότητας. β. η ιδιότητα του σώματος που εκπέμπει ή που δέχεται την παραπάνω ενέργεια: H θερμότητα του ηλίου / του κλίματος. H θερμότητα των ιαματικών νερών. ANT ψυχρότητα. γ. το αίσθημα που προξενεί στον άνθρωπο ένα θερμό σώμα: Ο ήλιος μας ζεσταίνει γιατί εκπέμπει / ακτινοβολεί θερμότητα. ANT ψύχος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback