επηρεάζω Verb  [epireazo, ephreazw]

  Verb
(8)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επηρεάζω

επηρεάζω λόγιο altgriechisch ἐπηρεάζω (προσβάλλω, προσπαθώ να βλάψω)[1] (Δείτε ἐπήρεια)


GriechischDeutsch
Μπορώ να επηρεάζω αυτό το σκάφος.Ich kann dieses Schiff beeinflussen.

Übersetzung nicht bestätigt

'Ημουν ξαφνικά σε θέση να επηρεάζω αντικείμενα όλο και μικρότερα.plötzlich konnte ich immer kleinere Objekte beeinflussen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να επηρεάσω το τι κάνει η κυβερνησή μας, αλλά μπορώ και επηρεάζω την κοινή γνώμη, και στο τέλος, αυτό θα κάνειτην διαφορά.Ich kann nicht kontrollieren, was unsere Regierung macht,... aber ich kann und werde die öffentliche Meinung beeinflussen,... und im Endeffekt wird das den Unterschied ausmachen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να ελέγξω τι κάνει η κυβέρνηση αλλά μπορώ και επηρεάζω την άποψη του κοινού και στο τέλος αυτό θα κάνει τη διαφορά.Ich habe keinen Einfluss auf die Regierung, aber ich kann die öffentliche Meinung beeinflussen, und die ist letztendlich das, was ausschlaggebend ist.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ και επηρεάζω την κοινή γνώμη.Ich kann die öffentliche Meinung beeinflussen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu επηρεάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επηρεάζωεπηρεάζουμε, επηρεάζομεεπηρεάζομαιεπηρεαζόμαστε
επηρεάζειςεπηρεάζετεεπηρεάζεσαιεπηρεάζεστε, επηρεαζόσαστε
επηρεάζειεπηρεάζουν(ε)επηρεάζεταιεπηρεάζονται
Imper
fekt
επηρέαζαεπηρεάζαμεεπηρεαζόμουν(α)επηρεαζόμαστε, επηρεαζόμασταν
επηρέαζεςεπηρεάζατεεπηρεαζόσουν(α)επηρεαζόσαστε, επηρεαζόσασταν
επηρέαζεεπηρέαζαν, επηρεάζαν(ε)επηρεαζόταν(ε)επηρεάζονταν, επηρεαζόντανε, επηρεαζόντουσαν
Aoristεπηρέασαεπηρεάσαμεεπηρεάστηκαεπηρεαστήκαμε
επηρέασεςεπηρεάσατεεπηρεάστηκεςεπηρεαστήκατε
επηρέασεεπηρέασαν, επηρεάσαν(ε)επηρεάστηκεεπηρεάστηκαν, επηρεαστήκανε
Per
fekt
έχω επηρεάσει
έχω επηρεασμένο
έχουμε επηρεάσει
έχουμε επηρεασμένο
έχω επηρεαστεί
είμαι επηρεασμένος, -η
έχουμε επηρεαστεί
είμαστε επηρεασμένοι, -ες
έχεις επηρεάσει
έχεις επηρεασμένο
έχετε επηρεάσει
έχετε επηρεασμένο
έχεις επηρεαστεί
είσαι επηρεασμένος, -η
έχετε επηρεαστεί
είστε επηρεασμένοι, -ες
έχει επηρεάσει
έχει επηρεασμένο
έχουν επηρεάσει
έχουν επηρεασμένο
έχει επηρεαστεί
είναι επηρεασμένος, -η, -ο
έχουν επηρεαστεί
είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα επηρεάσει
είχα επηρεασμένο
είχαμε επηρεάσει
είχαμε επηρεασμένο
είχα επηρεαστεί
ήμουν επηρεασμένος, -η
είχαμε επηρεαστεί
ήμαστε επηρεασμένοι, -ες
είχες επηρεάσει
είχες επηρεασμένο
είχατε επηρεάσει
είχατε επηρεασμένο
είχες επηρεαστεί
ήσουν επηρεασμένος, -η
είχατε επηρεαστεί
ήσαστε επηρεασμένοι, -ες
είχε επηρεάσει
είχε επηρεασμένο
είχαν επηρεάσει
είχαν επηρεασμένο
είχε επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένος, -η, -ο
είχαν επηρεαστεί
ήταν επηρεασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επηρεάζωθα επηρεάζουμε, θα επηρεάζομεθα επηρεάζομαιθα επηρεαζόμαστε
θα επηρεάζειςθα επηρεάζετεθα επηρεάζεσαιθα επηρεάζεστε, θα επηρεαζόσαστε
θα επηρεάζειθα επηρεάζουν(ε)θα επηρεάζεταιθα επηρεάζονται
Fut
ur
θα επηρεάσωθα επηρεάσουμε, θα επηρεάσομεθα επηρεαστώθα επηρεαστούμε
θα επηρεάσειςθα επηρεάσετεθα επηρεαστείςθα επηρεαστείτε
θα επηρεάσειθα επηρεάσουν(ε)θα επηρεαστείθα επηρεαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επηρεάσει
θα έχω επηρεασμένο
θα έχουμε επηρεάσει
θα έχουμε επηρεασμένο
θα έχω επηρεαστεί
θα είμαι επηρεασμένος, -η
θα έχουμε επηρεαστεί
θα είμαστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχεις επηρεάσει
θα έχεις επηρεασμένο
θα έχετε επηρεάσει
θα έχετε επηρεασμένο
θα έχεις επηρεαστεί
θα είσαι επηρεασμένος, -η
θα έχετε επηρεαστεί
θα είστε επηρεασμένοι, -ες
θα έχει επηρεάσει
θα έχει επηρεασμένο
θα έχουν επηρεάσει
θα έχουν επηρεασμένο
θα έχει επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένος, -η, -ο
θα έχουν επηρεαστεί
θα είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επηρεάζωνα επηρεάζουμε, να επηρεάζομενα επηρεάζομαινα επηρεαζόμαστε
να επηρεάζειςνα επηρεάζετενα επηρεάζεσαινα επηρεάζεστε, να επηρεαζόσαστε
να επηρεάζεινα επηρεάζουν(ε)να επηρεάζεταινα επηρεάζονται
Aoristνα επηρεάσωνα επηρεάσουμε, να επηρεάσομενα επηρεαστώνα επηρεαστούμε
να επηρεάσειςνα επηρεάσετενα επηρεαστείςνα επηρεαστείτε
να επηρεάσεινα επηρεάσουννα επηρεαστείνα επηρεαστούν(ε)
Perfνα έχω επηρεάσει
να έχω επηρεασμένο
να έχουμε επηρεάσει
να έχουμε επηρεασμένο
να έχω επηρεαστεί
να είμαι επηρεασμένος, -η
να έχουμε επηρεαστεί
να είμαστε επηρεασμένοι, -ες
να έχεις επηρεάσει
να έχεις επηρεασμένο
να έχετε επηρεάσει
να έχετε επηρεασμένο
να έχεις επηρεαστεί
να είσαι επηρεασμένος, -η
να έχετε επηρεαστεί
να είστε επηρεασμένοι, -ες
να έχει επηρεάσει
να έχει επηρεασμένο
να έχουν επηρεάσει
να έχουν επηρεασμένο
να έχει επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένος, -η, -ο
να έχουν επηρεαστεί
να είναι επηρεασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεπηρέαζεεπηρεάζετεεπηρεάζεστε
Aoristεπηρέασεεπηρεάστεεπηρεάσουεπηρεαστείτε
Part
izip
Presεπηρεάζονταςεπηρεαζόμενος
Perfέχοντας επηρεάσει, έχοντας επηρεασμένοεπηρεασμένος, -η, -οεπηρεασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεπηρεάσειεπηρεαστεί











Griechische Definition zu επηρεάζω

επηρεάζω [epireázo] -ομαι : 1.ασκώ επίδραση σε κπ. ή σε κτ., συντελώ στη διαμόρφωση ή στη διαφοροποίησή του: Διάφοροι παράγοντες, όχι μόνο οικονομικοί, επηρέασαν την εξέλιξη της κοινωνίας. Tο κλίμα κάθε περιοχής επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες. H κρίση επηρεάζεται από τα συναισθήματα. || (για βλαπτική επίδραση): H υγρασία επηρεάζει την υγεία του ανθρώπου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback