vertuschen
 Verb

σκεπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir mussten schon genug Skandale vertuschen.Πληρώσαμε αρκετά για τ' άλλα του σκάνδαλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Du denkst, Robert fälschte die Unterschrift und du versuchst, es zu vertuschen.Πιστεύεις ότι ο Ρόμπερτ πλαστογράφησε την υπογραφή της και θες να το κρύψεις;

Übersetzung nicht bestätigt

Er möchte es auch vertuschen.Θέλει κι αυτός να τα κουκουλώσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie und die Post vertuschen eine Straftat.Παρεμποδίζεις τη δικαιοσύνη.

Übersetzung nicht bestätigt

Du meinst, es war absolut erforderlich, ihn zu vertuschen?Ήταν απολύτως αναγκαίο να το αποκρύψεις;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκεπάζωσκεπάζουμε, σκεπάζομεσκεπάζομαισκεπαζόμαστε
σκεπάζειςσκεπάζετεσκεπάζεσαισκεπάζεστε, σκεπαζόσαστε
σκεπάζεισκεπάζουν(ε)σκεπάζεταισκεπάζονται
Imper
fekt
σκέπαζασκεπάζαμεσκεπαζόμουν(α)σκεπαζόμαστε, σκεπαζόμασταν
σκέπαζεςσκεπάζατεσκεπαζόσουν(α)σκεπαζόσαστε, σκεπαζόσασταν
σκέπαζεσκέπαζαν, σκεπάζαν(ε)σκεπαζόταν(ε)σκεπάζονταν, σκεπαζόντανε, σκεπαζόντουσαν
Aoristσκέπασασκεπάσαμεσκεπάστηκασκεπαστήκαμε
σκέπασεςσκεπάσατεσκεπάστηκεςσκεπαστήκατε
σκέπασεσκέπασαν, σκεπάσαν(ε)σκεπάστηκεσκεπάστηκαν, σκεπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκεπάσει
έχω σκεπασμένο
έχουμε σκεπάσει
έχουμε σκεπασμένο
έχω σκεπαστεί
είμαι σκεπασμένος, -η
έχουμε σκεπαστεί
είμαστε σκεπασμένοι, -ες
έχεις σκεπάσει
έχεις σκεπασμένο
έχετε σκεπάσει
έχετε σκεπασμένο
έχεις σκεπαστεί
είσαι σκεπασμένος, -η
έχετε σκεπαστεί
είστε σκεπασμένοι, -ες
έχει σκεπάσει
έχει σκεπασμένο
έχουν σκεπάσει
έχουν σκεπασμένο
έχει σκεπαστεί
είναι σκεπασμένος, -η, -ο
έχουν σκεπαστεί
είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκεπάσει
είχα σκεπασμένο
είχαμε σκεπάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα σκεπαστεί
ήμουν σκεπασμένος, -η
είχαμε σκεπαστεί
ήμαστε σκεπασμένοι, -ες
είχες σκεπάσει
είχες σκεπασμένο
είχατε σκεπάσει
είχατε σκεπασμένο
είχες σκεπαστεί
ήσουν σκεπασμένος, -η
είχατε σκεπαστεί
ήσαστε σκεπασμένοι, -ες
είχε σκεπάσει
είχε σκεπασμένο
είχαν σκεπάσει
είχαν σκεπασμένο
είχε σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένος, -η, -ο
είχαν σκεπαστεί
ήταν σκεπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκεπάζωθα σκεπάζουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπάζομαιθα σκεπαζόμαστε
θα σκεπάζειςθα σκεπάζετεθα σκεπάζεσαιθα σκεπάζεστε, θα σκεπαζόσαστε
θα σκεπάζειθα σκεπάζουν(ε)θα σκεπάζεταιθα σκεπάζονται
Fut
ur
θα σκεπάσωθα σκεπάσουμε, θα σκεπάζομεθα σκεπαστώθα σκεπαστούμε
θα σκεπάσειςθα σκεπάσετεθα σκεπαστείςθα σκεπαστείτε
θα σκεπάσειθα σκεπάσουν(ε)θα σκεπαστείθα σκεπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκεπάσει
θα έχω σκεπασμένο
θα έχουμε σκεπάσει
θα έχουμε σκεπασμένο
θα έχω σκεπαστεί
θα είμαι σκεπασμένος, -η
θα έχουμε σκεπαστεί
θα είμαστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχεις σκεπάσει
θα έχεις σκεπασμένο
θα έχετε σκεπάσει
θα έχετε σκεπασμένο
θα έχεις σκεπαστεί
θα είσαι σκεπασμένος, -η
θα έχετε σκεπαστεί
θα είστε σκεπασμένοι, -ες
θα έχει σκεπάσει
θα έχει σκεπασμένο
θα έχουν σκεπάσει
θα έχουν σκεπασμένο
θα έχει σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σκεπαστεί
θα είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκεπάζωνα σκεπάζουμε, να σκεπάζομενα σκεπάζομαινα σκεπαζόμαστε
να σκεπάζειςνα σκεπάζετενα σκεπάζεσαινα σκεπάζεστε, να σκεπαζόσαστε
να σκεπάζεινα σκεπάζουν(ε)να σκεπάζεταινα σκεπάζονται
Aoristνα σκεπάσωνα σκεπάσουμε, να σκεπάσομενα σκεπαστώνα σκεπαστούμε
να σκεπάσειςνα σκεπάσετενα σκεπαστείςνα σκεπαστείτε
να σκεπάσεινα σκεπάσουν(ε)να σκεπαστείνα σκεπαστούν(ε)
Perfνα έχω σκεπάσει
να έχω σκεπασμένο
να έχουμε σκεπάσει
να έχουμε σκεπασμένο
να έχω σκεπαστεί
να είμαι σκεπασμένος, -η
να έχουμε σκεπαστεί
να είμαστε σκεπασμένοι, -ες
να έχεις σκεπάσει
να έχεις σκεπασμένο
να έχετε σκεπάσει
να έχετε σκεπασμένο
να έχεις σκεπαστεί
να είσαι σκεπασμένος, -η
να έχετε σκεπαστεί
να είστε σκεπασμένοι, -ες
να έχει σκεπάσει
να έχει σκεπασμένο
να έχουν σκεπάσει
να έχουν σκεπασμένο
να έχει σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένος, -η, -ο
να έχουν σκεπαστεί
να είναι σκεπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκέπαζεσκεπάζετεσκεπάζεστε
Aoristσκέπασεσκεπάστεσκεπάσουσκεπαστείτε
Part
izip
Presσκεπάζονταςσκεπαζόμενος
Perfέχοντας σκεπάσει, έχοντας σκεπασμένοσκεπασμένος, -η, -οσκεπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκεπάσεισκεπαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback