{die} Subst. (1421) |
{die} Sucht (ugs.) Subst.(40) |
εξάρτηση μεταγενέστερο ἐξάρτησις ἐξαρτῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η αναδιάταξη των υπηρεσιών προς τις χώρες του Μαγκρέμπ θα συμβάλει στο να μειωθεί η εξάρτηση της επιχείρησης από τα παραδοσιακά δρομολόγια και στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας δεδομένων των […]. | Die Umorientierung nach Nordafrika wird die Abhängigkeit des Unternehmens von den historisch gewachsenen Strecken verringern und dürfte angesichts der […] ebenfalls zur Wiederherstellung der Rentabilität beitragen. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, σαφής στόχος του επιχειρηματικού σχεδίου είναι να μειωθεί η εξάρτηση της Sachsen LB από κέρδη τα οποία σημειώνονται στην αγορά κεφαλαίων και ειδικότερα στον τομέα της διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού/δομημένων προϊόντων. | Ferner sei es klares Ziel des Geschäftsplans, die Abhängigkeit der Sachsen LB von Gewinnen zu verringern, die auf dem Kapitalmarkt und insbesondere im Geschäftsfeld „Asset Management/Strukturierte Produkte“ erzielt werden. Übersetzung bestätigt |
εξάρτηση από τις εισαγωγές τροφίμων | Abhängigkeit von Nahrungsmittelimporten Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να μετριασθούν οι κίνδυνοι του προγράμματος, να αποφευχθεί η εξάρτηση από μία και μόνη πηγή και να εξασφαλισθεί καλύτερος γενικός έλεγχος των προγραμμάτων, του κόστους και των χρονοδιαγραμμάτων τους, θα πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση, να επιδιώκεται προμήθεια από δύο πηγές. | Um Programmrisiken zu verringern, die Abhängigkeit von einzelnen Zulieferern zu vermeiden und eine bessere Gesamtkontrolle der Programme sowie ihrer Kosten und Zeitpläne zu gewährleisten, sollte auf doppelte Beschaffungsquellen zurückgegriffen werden, wo immer dies zweckdienlich ist. Übersetzung bestätigt |
Θα πρέπει να αποφεύγεται η ενδεχόμενη κατάχρηση επικράτησης και η μακροχρόνια εξάρτηση από έναν και μόνον προμηθευτή. | Ein möglicher Missbrauch einer beherrschenden Stellung oder eine langfristige Abhängigkeit von einzelnen Zulieferern sollten vermieden werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
εξάρτηση των ηλικιωμένων |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Abhängigkeit | die Abhängigkeiten |
Genitiv | der Abhängigkeit | der Abhängigkeiten |
Dativ | der Abhängigkeit | den Abhängigkeiten |
Akkusativ | die Abhängigkeit | die Abhängigkeiten |
εξάρτηση η [eksártisi] : η σχέση που υπάρχει, όταν κάποιος ή κτ. εξαρτάται από κπ. ή κτ. άλλο. 1. η στενή (συχνά αιτιακή) σχέση που υπάρχει ή θεωρείται ότι υπάρχει μεταξύ δύο φαινομένων κτλ.: H εξάρτηση του ανθρώπου από το περιβάλλον / της βιομηχανίας από τις πρώτες ύλες / της οικονομικής ανάπτυξης από την εργασία και το κεφάλαιο. εξάρτηση του αιτιατού από το αίτιο / του συναισθήματος από την ένταση της εντύπωσης. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.