{η}  αγάπη Subst.  [agapi, arapi, agaph]

{die}    Subst.
(12317)

GriechischDeutsch
Ο τουρισμός, αντίθετα, σημαίνει υποδοχή, ανταλλαγή, ανάδειξη των τοπικών χαρακτηριστικών, διαφύλαξη του περιβάλλοντος, πλούτο, και τελικά φιλία και αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.Tourismus hingegen bedeutet Aufnahme, Austausch, Kennen­ler­nen eines Landes, Erhaltung der Umwelt, Schaffung von Wohlstand und letztlich Freund­schaft bis hin zur Liebe zwischen den Menschen.

Übersetzung bestätigt

Σαν μακροχρόνια φίλη της Καταλωνίας, για ένα πράγμα είμαι σίγουρη: το ενδιαφέρον, η αγάπη και το πάθος των πολιτών της για την Ευρώπη θα παραμείνει άσβεστο.Als langjährige Freundin Kataloniens weiß ich eines sicher: Das Interesse, die Liebe und Leidenschaft seiner Bürger für Europa bleibt nach wie vor stark.

Übersetzung bestätigt

Η αγάπη δε γνωρίζει ούτε σύνορα ούτε ιθαγένεια.Die Liebe macht nun mal nicht an Landesgrenzen halt!

Übersetzung bestätigt

Το μυθιστόρημά του με τίτλο Ημερολόγιο μιας απιστίας αναφέρεται στον χρόνο, την καταστροφή, τη μνήμη και την αγάπη.Im Roman Hμερολóγιο μιας απιστίας geht es um Zeit, Zerstörung, Erinnerung und Liebe.

Übersetzung bestätigt

Σε 17 σύντομα κεφάλαια, το βιβλίο Amok αφηγείται την ιστορία της αναζήτησης ενός εφήβου για αγάπη, αναγνώριση, ευτυχία και θέση στη σημερινή κοινωνία.In 17 kurzen Kapiteln erzählt Amok die Geschichte eines Jugendlichen auf der Suche nach Liebe, Anerkennung, Glück und einem Platz in der heutigen Gesellschaft.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu αγάπη.



Singular

Plural

Nominativdie Liebe

die Lieben

Genitivder Liebe

der Lieben

Dativder Liebe

den Lieben

Akkusativdie Liebe

die Lieben




Griechische Definition zu αγάπη

αγάπη η [aγápi] Ο30α : 1α.ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης. ANT μίσος: Πατρική / μητρική / αδερφική / αγνή / άδολη / αιώνια αγάπη. H τυφλή αγάπη της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του. αγάπη για τα ζώα. Mε όλη μου την αγάπη, κατακλείδα σε επιστολές. || αγάπη για την πατρίδα / την ελευθερία. β. ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Φλογερή αγάπη. Tου ορκίστηκε αιώνια / παντοτινή αγάπη. Tης έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την αγάπη του. Kρυφή / μεγάλη αγάπη. ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην αγάπη. || το αγαπημένο πρόσωπο· αγαπημένος: H αγάπη μου μου έστειλε ένα γράμμα. H Mαρία ήταν η πρώτη του αγάπη. αγάπη μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή που απευθύνεται σε μικρά παιδιά. γ. (πληθ.) για εκδήλωση αγάπης συνήθ. στις εκφράσεις είναι όλο αγάπες. αγάπες και λουλούδια, για ωραιοποιημένη εικόνα της πεζής πραγματικότητας. ΦΡ είναι στις αγάπες τους, είναι σε περίοδο τρυφερότητας ή αγαθών σχέσεων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback