Griechisch | Deutsch |
---|---|
Παρενέβη ως εισηγητής της γνωμοδότησης "Συμβολή των κοινοτικών πολιτικών στην οικονομική και κοινωνική συνοχή". | Er war als Berichterstatter der Stellungnahme zum Thema "Beitrag der Gemeinschaftspolitik zum wirtschaftlichen und sozialen Zusammenhalt" als Referent eingeladen. Übersetzung bestätigt |
εισηγητής της γνωμοδότησης της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων. Κύριε Πρόεδρε, όπως ανέφεραν και οι προηγούμενοι ομιλητές, η ανάπτυξη κοινών εξωτερικών πολιτικών ασφάλειας και άμυνας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα βραβεία που θα αποκτήσουμε μελλοντικά ως αποτέλεσμα της Συνθήκης. | Berichterstatter für die Stellungnahme des Ausschusses für Auswärtige Angelegenheiten. Herr Präsident, wie vorige Referenten es erwähnt haben, ist die Entwicklung der gemeinsamen Außen-, Sicherheitsund Verteidigungspolitik einer der höchsten Preise, der zukünftig als Ergebnis des Vertrags in unserer Reichweite liegen wird. Übersetzung bestätigt |
Γιατί μόλις μερικές ώρες αφού οι κρατικές υποθέσεις είχαν περάσει προσωρινά και μεταβατικά στον αρχηγό της κυβέρνησης Meciar, εκείνος διέταξε να απολυθούν δύο εισηγητές, να ανακληθούν περισσότεροι από τους μισούς πρέσβεις της Σλοβακίας ή τουλάχιστον το ανακοίνωσε και να κινηθεί η δικαστική διαδικασία εναντίον των υποτιθεμένων απαγωγέων του γιου του πρώην προέδρου. | Denn nur wenige Stunden, nachdem die Amtsgeschäfte interimsmäßig und provisorisch auf Regierungschef Meciar übergegangen waren, ließ dieser zwei Referenten absetzen, mehr als die Hälfte aller slowakischen Botschafter abberufen oder er hat es zumindest angekündigt und das Gerichtsverfahren gegen die mutmaßlichen Entführer des Sohnes des früheren Präsidenten aussetzen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Rhetoriker |
Referent |
Redner |
Sprecher |
Rhetor |
Orator |
Referierender |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Referent | die Referenten |
Genitiv | des Referenten | der Referenten |
Dativ | dem Referenten | den Referenten |
Akkusativ | den Referenten | die Referenten |
εισηγητής ο [isijitís] : 1. το πρόσωπο που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση σχετική με ένα θέμα, για να διευκολύνει τη συζήτησή του: Ο εισηγητής μιας πρότασης, που την παρουσιάζει απλώς ή και την υποστηρίζει. Οι εισηγητές του νομοσχεδίου, που κάνουν σχετική εισήγηση, θετική ή αρνητική. || Ο εισηγητής της αντιπολίτευσης, που εισηγείται ως εκπρόσωπός της. || Ο εισηγητής μιας επιτροπής / ενός συμβουλίου, που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση προς μια επιτροπή κτλ.: Kαι οι δύο εισηγητές της κριτικής επιτροπής πρότειναν τη βράβευσή του. Ποιος θα είναι εισηγητής στην / για την / κατά την επόμενη συνεδρίαση; [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.