αμμο-   [ammo-]

(13)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αμμο.



Griechische Definition zu αμμο

αμμο- [amo] & αμμό- [amó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμμ- [am], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άμμος ως α' συνθετικό, κυρίως σε σύνθετα ουσιαστικά: αμμαντλία, αμμοδοχείο, αμμοθεραπεία, αμμόλοφος, αμμόλουτρο, αμμονήσι, αμμότοπος, αμμόχωμα. || σε παρατακτικά σύνθετα: αμμοχάλικο, αμμόχωμα, άμμος και χαλίκι κτλ.· αμμοαργιλώδης, αμμώδης και αργιλώδης· (ζωολ.) σε ονόματα ζώων που ζουν αποκλειστικά ή κυρίως στην άμμο: αμμοκάβουρας, αμμοπέρδικα· (βοτ.) σε ονόματα φυτών που φυτρώνουν σε αμμώδες έδαφος: αμμόκρινο, αμμόφυτο, αμμόχορτο· (ιατρ.) αμμολιθίαση.

[θ. του ουσ. άμμ(ος) (αρσ.) -ο- & λόγ. < ελνστ. ἀμμο- θ. του αρχ. ουσ. ἄμμο(ς) (θηλ.) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀμμο-κονία, μσν. αμμο-πλύτης `που πλένει την άμμο για συλλογή χρυσού΄ & διεθ. ammo- < ελνστ. ἀμμο-: αμμό-φιλα `φυτά που ζουν στην άμμο΄ < νλατ. ammophila]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback