ακόμη Adv.  [akomi, akomh]

(43185)
(4834)

Etymologie zu ακόμη

ακόμη mittelgriechisch ἀκόμη ἀκομή ἀκμήν ἀκμή


GriechischDeutsch
Η πίστωση χορηγείται εξάλλου σε εταιρεία ειδικού σκοπού η οποία δεν είναι ακόμη γνωστή ως δανειολήπτης.Der Kredit wird allerdings einer Zweckgesellschaft bewilligt, die als Kreditnehmer noch nicht bekannt ist.

Übersetzung bestätigt

Η δεύτερη διευκόλυνση ρευστότητας τον Ιούλιο 2008, η οποία δεν έχει διατεθεί ακόμη, παρείχε σε διάστημα εννέα μηνών (Φεβρουάριος έως Οκτώβριος 2008) πλεονέκτημα [> 200] μονάδων βάσης.Die zweite, bislang noch nicht gezogene Liquiditätslinie vom Juli 2008 gewährte entsprechend bei einem Zeitraum von neun Monaten (Februar bis Oktober 2008) einen Vorteil von [> 200] Basispunkten.

Übersetzung bestätigt

Επισήμως δεν είχαν ακόμη προκύψει οι ζημίες, όμως οι θέσεις ενεργητικού βάσει των οποίων υπολογίστηκαν είχαν ήδη καταργηθεί.Offiziell wurden die Verluste noch nicht realisiert, aber die zugrunde liegenden Aktivpositionen sind bereits ausgefallen.

Übersetzung bestätigt

Η αύξηση κεφαλαίου όμως δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί.Die Kapitalerhöhung wurde demnach noch nicht durchgeführt.

Übersetzung bestätigt

Στο αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης, στο οποίο δεν περιέχονταν ακόμη τα αντισταθμιστικά μέτρα που συμφωνήθηκαν μεταγενέστερα, το συγκεκριμένο επιχειρηματικό πεδίο αντιστοιχούσε σε απόδοση ιδίων κεφαλαίων της τάξεως του [> 5] % περίπου.Im ursprünglichen Umstrukturierungsplan, in dem die später vereinbarten Ausgleichsmaßnahmen noch nicht enthalten waren, war für dieses Geschäftsfeld eine Eigenkapitalrendite von rund [> 5] % angegeben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ακόμη.



Griechische Definition zu ακόμη

ακόμη [akómi] & ακόμα [akóma] επίρρ. : I1.χρονικό. α. προσδιορίζει ενέργεια που γίνεται, διαρκεί, ισχύει ως τώρα, ως τη στιγμή στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: Θα τον βρεις, δεν έφυγε ακόμη. Είναι ακόμη στο γραφείο / στο σπίτι / στη δουλειά. Λείπουν ακόμη διακοπές. Δεν ήρθε ακόμη. Δεν είναι καιρός ακόμη. Δεν έχω τελειώσει ακόμη. Δεν τον ξέχασε· τον αγαπάει ακόμη. Δουλεύεις ακόμη στο πανεπιστήμιο; Διατηρεί ακόμη την κρητική προφορά της. Yπάρχει ακόμη το παλιό καφενεδάκι. Kοιμάται ακόμη. Είναι ακόμα παιδί, δεν έχει μεγαλώσει. Δεν ξέρουμε τίποτε ακόμη. Kρατούν ακόμη ως τις μέρες μας. Mου είναι ακόμη δύσκολο. || σε αρνητική σύντομη απάντηση: Είσαι έτοιμος; - Όχι ακόμη, δεν είμαι ακόμη έτοιμος. Tελείωσες / έφαγες / έγραψες; - Όχι ακόμη. Nα έρθω; -ακόμη!, όχι, μην έρθεις. || σε παιδικό παιχνίδι: Nα βγω; -ακόμη ακόμη ακόμη, όχι, περίμενε, μη βγεις! || σε στερεότυπες εκφορές: α1. και / κι ακόμη να…, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει γίνει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: Aπό το πρωί δουλεύω κι ακόμη να τελειώσω. Bράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε. || ακόμη να…: ακόμη να φανεί ο φίλος σου, δε φάνηκε ως τώρα. α2. ακόμη χτες ήταν που…, με αναφορά σε γεγονότα ή στιγμές της ζωής που διατηρούνται ολοζώντανα στη μνήμη μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ανήκουν πια στο παρελθόν: ακόμη χτες ήταν που πήγαινε στο νηπιαγωγείο, πότε μεγάλωσε!, σαν χτες… ακόμη χτες τα πίναμε μαζί, πότε πέθανε; α3. συχνά στην αρχή της πρότασης για περισσότερη έμφαση ή για να δηλώσει ο ομιλητής έντονη δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία, ανυπομονησία για κτ. που αργεί, καθυστερεί, συνεχίζεται: ακόμη εκεί είσαι;, γιατί δεν έφυγες; ακόμη δεν έφυγες / δεν ντύθηκες / δε διάβασες; ακόμη ελπίζεις; ακόμη τον θυμάται / τον αγαπάει, παρόλο που δε θα ΄πρεπε. (έκφρ.) …κι ακόμη φεύγει / τρέχει, ως κατακλείδα μιας περιγραφής ή διήγησης, για να χαρακτηρίσει μια εσπευσμένη φυγή εξαιτίας μιας αναμενόμενης ήττας, αποτυχίας, ντροπής κτλ.: Tο ΄βαλε στα πόδια κι ακόμη φεύγει. ακόμη εδώ είσαι / δεν έφυγες;, έντονη προτροπή για να φύγει γρήγορα κάποιος. ΦΡ και πού είσαι ακόμη, περίμενε να συμβούν και άλλα ίδια ή περισσότερο παράλογα ή αδικαιολόγητα γεγονότα: Tράβηξα τα πάνδεινα και πού είσαι ακόμη! και κάθεσαι ακόμη;, έντονη προτροπή σε κπ. που διστάζει να αποφασίσει κτ. εξαιρετικά καλό ή συμφέρον. ακόμα δε βγήκε απ΄ το αυγό*. β. για κτ. που ισχύει πάντα, με σταθερό τρόπο: Πανάρχαια αλλά ακόμη σοφή συμβουλή. γ. για κτ. του οποίου επίκειται αλλαγή: Πιες το γάλα σου όσο είναι ακόμη ζεστό. Aς πάμε για μπάνιο όσο κρατάει ακόμη το καλοκαίρι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback